Η Ιστορία της Ροντινέλας
Γυρίζουν δε πάντα κάθε άνοιξη σε αυτήν ακριβώς την φωλιά. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο μετά από ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων.
Είχα την τύχη να γνωρίσω την μάνα της Ροντινέλα καθώς και τον πατέρα της.
Έφτιαξαν πρώτοι φωλιά στην ξεχυτή του σπιτιού μου.
Λέω: «Του δικού μου σπιτιού» ενώ κανονικά θα έπρεπε να λέω: «Του σπιτιού μας» μιας και τα χελιδόνια θεωρούν δικό τους σπίτι την φωλιά που φτιάχνουν οι πρόγονοι τους.
Γυρίζουν δε πάντα κάθε άνοιξη σε αυτήν ακριβώς την φωλιά.
Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο μετά από ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων.
Η Ροντινέλα, η κόρη τους, γέννησε τέσσερα χελιδόνια και τα μεγάλωσε μαζί με τον συνοδό της.
Λέω «συνοδό» διότι ως γνωστόν, στο κόσμο των χελιδονιών δεν υπάρχει η έννοια του πατέρα.
Συμμετέχει μεν αλλά ερασιτεχνικά ως συνοδός.
Καθόμουν, λοιπόν, στον μπότζο μου και παρακολουθούσα το ασταμάτητο πήγαινε- έλα για το καθημερινό τάισμα.
Εκείνες τις μέρες διάβαζα, θυμάμαι, τις «Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής».
Η Ροντινέλα συνέχιζε το αγωνιώδες πήγαινε έλα για το τάισμα των παιδιών.
Όταν μεγαλώσανε αρκετά τα άφησε νηστικά για δύο-τρείς μέρες και μετά φτερούγιζε έξω από την φωλιά καλώντας τα να πετάξουν.
Διστάζανε διότι δεν είχαν ξαναπετάξει και το ύψος ήταν μεγάλο.
Τα τρία πρώτα τα καταφέρανε.
Το τέταρτο έπεσε κάτω.
Του ρίχτηκε ένας γάτος της γειτονιάς.
Του πετάω το βιβλίο και τον πετυχαίνω στο κεφάλι.
Ο γάτος, βέβαια, δεν έπαθε τίποτα και το χελιδονάκι τοποθετήθηκε ξανά στην φωλιά για το επόμενο άλμα του προς την ζωή.
Έτσι εξηγείται από τότε και το μίσος των γάτων της περιοχής για την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία.
Το Σεπτέμβρη έφυγε και η Ροντινέλα μαζί με την οικογένεια.
Πριν φύγει συνηθίζει να κάνει ατελείωτους κύκλους στον αέρα.
Είναι σημάδι ότι ετοιμάζεται για το ταξίδι.
Ξαφνικά ένα πρωί βγαίνεις έξω και δεν υπάρχει ψυχή.
Κάτι σε σφίγγει στο πέτο.
Σαν να μην έφτανε η μελαγχολία του Φθινοπώρου φεύγουν και οι συγκάτοικοι.
Του χρόνου τέτοιο καιρό ξανάρθε.
Έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα.
Της έλεγα διάφορα της καθημερινότητας όπως για παράδειγμα ότι «με πονάει ο αγκώνας μου με την όστρια», «τι να κάνω για φαγητό το μεσημέρι» ή για «αυτόν το αναίσθητο που παρκάρει όπου βρει».
Με άκουγε με επιφύλαξη χωρίς να απαντάει.
Περνάει ένας φίλος γιατρός.
-«Καλημέρα …μιλάς στο κινητό;»
-«Όχι γιατρέ μου … μιλάω στα χελιδόνια.»
-«Δεν είναι σοβαρό. Θα ανησυχήσουμε όταν θα αρχίσουν να σου μιλάνε αυτά.»
Η Ροντινέλα όταν ξεθάρρεψε άρχισε να μου λέει και αυτή για τα δικά της.
Μου μιλούσε για τα ταξίδια της από το Αλγέρι.
Για τους συναγωνισμούς με τα δελφίνια στην θάλασσα.
Για εκείνο τον ξερότοπο, την Μάλτα, που δεν υπάρχει που να ακουμπήσεις γιατί βάζουν παντού σιδερένια καρφιά.
Για τις απέραντες αμμουδιές του Βούα και τα βουνά του Ασπρομόντε.
Ύστερα στο Ότραντο για ξεκούραση μερικές μέρες και μετά απέναντι στους Οθωνούς και την Κέρκυρα.
-«Αλήθεια εσείς τον χειμώνα τι κάνετε;»
-«Μένουμε εδώ.»
-«Γιατί δεν ταξιδεύετε σε πιο ζεστά μέρη;»
-«Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Άλλοι λένε ότι σημασία έχει ο προορισμός και όχι το ταξίδι με αποτέλεσμα να μην κουνιούνται και άλλοι λένε ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός με αποτέλεσμα να μην φτάνουν ποτέ πουθενά.»
Δεν με κρίνει από ευγένεια αλλά το αισθάνομαι ότι από μέσα της θα σκέφτεται: «Βρέ που μπλέξαμε!».
Πέρσι η Ροντινέλα δεν ήρθε.
Μακάρι να μην πέθανε στο ταξίδι από την κούραση.
Μάλλον θα πέθανε κάπου στο Αλγέρι την ώρα του ύπνου.
Νομίζω ότι τα χελιδόνια θα πρέπει να νομίζουν ότι είμαι αιώνιος γιατί κάθε άνοιξη με βλέπουν εδώ.
Πέρσι ήρθανε τα παιδιά της.
Έφτιαξαν φωλιές στα γύρω σπίτια.
Πιθανόν να μην αντέχουνε την πολυλογία μου.
Μπορεί ακόμα να είναι και εκείνη η τραυματική παιδική εμπειρία τότε που γλύτωσαν από του γάτου τα δόντια.
Μπορεί ακόμα να ήθελαν να κάνουν μια δική τους αρχή.
Έτσι λοιπόν το πατρικό τους ερήμωσε.
Μπορεί φέτος να ρθούνε τα εγγόνια της και να συμμαζέψουν την φωλιά.
Συμβαίνει καμιά φορά.
ΦΩΤΟ@pixabay