Παρασκευή 22.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Αθανάσιος Δελάρτας

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
18 Φεβρουαρίου 2024 / 15:36

Το περίπτερο του ήταν το μόνο περίπτερο στην πόλη που είχε όλα τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν

Μεγάλη μορφή ο Θανάσης. Όσο τον θυμάμαι ήταν σερβιτόρος στο Λιστόν, στη μέση του δρόμου, όρθιος.

Ήτανε, λέει του «εξωτερικού». Δεν μπορούσε να δουλέψει μέσα. Τον έπνιγαν οι κλειστοί χώροι.

Σερβιτόρος μια ζωή από τους παλιούς, τους ορθόδοξους, πάντα ετοιμόλογος και ευφάνταστος.

Βαθιά Κέρκυρα.

Λαϊκό παιδί από ένα χωριό της Μέσης.

Δεν σέρβιρε απλώς. Έκανε δωρεάν ψυχοθεραπεία.

Εκεί πηγαίναμε για ένα και μόνο λόγο, γιατί ήταν σερβιτόρος ο Θανάσης.

Μίλαγε πάντοτε σοβαρά και κοίταγε αλλού.

Το καλούσε η κυρία από το διπλανό τραπέζι και της έλεγε αυστηρά:

«Περιμένετε κυρία μου να τελειώσω την κουβέντα μου!».

Τον ρώταγες: Τι δουλειά έκαναν οι πρόγονοι σου στο χωριό και σου απαντούσε: «Πίπες».

Μεσολαβούσε μια μικρή αμηχανία και συνέχιζε να μας εξηγεί ότι τα χρόνια εκείνα όλοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών κάνανε πίπες. 

Τις φτιάχνανε από ξύλο κυδωνιάς. Ήταν, λέει, το καλύτερο.

Τις περνάγανε και ένα αυτοσχέδιο βερνίκι που το φτιάνανε στο σπίτι.

Τα χρόνια εκείνα η πίπα ήταν απαραίτητο αξεσουάρ του καπνιστή διότι όλοι για λόγους οικονομίας κόβανε το τσιγάρο στη μέση και δεν μπορούσες να το πιάσεις αν δεν είχες πίπα.

Τέτοια λαογραφικά μας έλεγε ο Θανάσης ώσπου τον πήρανε τα χρόνια, κουράστηκε από την ορθοστασία και αποφάσισε να  αλλάξει επάγγελμα.

«Θα γίνω υπάλληλος περιπτέρου».

Βάλαμε τα γέλια. Τον είχαμε συνηθίσει πάντα όρθιο. Προσπαθούσαμε να τον φανταστούμε συνέχεια καθιστό.

Τόπε και τόκανε. Έπιασε δουλειά σε περίπτερο ως υπάλληλος.

 Δεν μπορούσε όμως να κάθεται και ήταν συνέχεια όρθιος έξω από το περίπτερο.

Τον ρωτήσαμε πως του φαίνεται το περίπτερο και μας απαντούσε: «Καλό, ρε παιδιά, αλλά με στενεύει λίγο στις μασχάλες».

Ακριβώς απέναντι του ήταν ένα κρεοπωλείο.

Ανάμεσα στα τσιγκέλια με τις γουρουνοκεφαλές και τα νούμπουλα, ο χασάπης είχε και ένα κουάδρο με το χαμόγελο της Τζοκόντα.

«Δεν μου λες ρε Θανάση τι έπαθε ο χασάπης και κρέμασε αυτό το κουάδρο;» Ερωτώ για να ανοίξουμε την κουβέντα.

«Τον συγκίνησε η ιστορία της Τζοκόντα.» Απαντά ο Θανάσης πριν προλάβω να αποσώσω την ερώτηση μου.

«Δηλαδή ξέρει ο χασάπης της ιστορία της Τζοκόντα;» συνεχίζω απορημένος.

«Όλοι οι χασάπηδες την ξέρουν.»  Μου απάντησε με βεβαιότητα και συνεχίζει αμέσως.

«Η Τζοκόντα ήταν μια πάμφτωχη χωριατοπούλα που ζούσε μέσα στις λάσπες και στις κουτσουλιές.

Μια μέρα πέρασε το βασιλόπουλο με το άλογό του και με το που την είδε της ερωτεύτηκε αμέσως.

Έστειλε ανθρώπους να πάνε προξενιό στους γονείς της και την κάλεσε στο παλάτι.

Μετά από λίγο καιρό έγιναν οι γάμοι.

Την πρώτη νύχτα του γάμου γδύνεται το βασιλόπουλο και η Τζοκόντα μένει κατάπληκτη.

Το βασιλόπουλο είχε ένα τσουτσουνάκι τόσο δα………»  

«Τι θέλετε κύριε;.....  Δεν έχουμε Μάλμπουρο …μας τέλειωσε…»

«Πού είχαμε μείνει;»

«Στο τσουτσουνάκι» του λέω.

«Μάλιστα …… Η Τζοκόντα, βέβαια, ούτε να το σκεφτεί να ξαναγυρίσει στο λασποχώρι. Έμεινε με το βασιλόπουλο και έκανε υπομονή.

Μια μέρα το βασιλόπουλο κάλεσε τον σπουδαιότερο ζωγράφο του βασιλείου για να κάνει το πορτραίτο της Τζοκόντα. Θα έβαζε τον πίνακα στην κεντρική σάλα του παλατιού.

Μόλις ο ζωγράφος αντίκρισε την Τζοκόντα θαμπώθηκε τόσο από την ομορφιά της που δεν άντεξε και γδύθηκε για να της ριχτεί.

Τι να δει, τότε, η άμοιρη Τζοκόντα;

Ο σπουδαίος ζωγράφος είχε επίσης ένα τσουτσουνάκι τόσο δά.

Εκείνη, τότε χαμογέλασε με εκείνο το μυστηριώδες, πικρό και ανεπαίσθητα ειρωνικό χαμόγελο.»

Μας έλεγε και μας ξανάλεγε ότι το περίπτερο του ήταν το μόνο περίπτερο στην πόλη που είχε όλα τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν. Αυτό συνέβη από τότε που έπιασε δουλειά αυτός. «Αν δεν είχε έρθει αυτός να δουλέψει θα είχε κλείσει το μαγαζί»..

Η αλήθεια είναι ότι είχε τα πιο σπάνια περιοδικά.  Έμεναν, όμως, για μήνες απούλητα.

Έτσι αποφασίσαμε να  δράσουμε.

Περνάει ο πρώτος και ζητάει την «Νέα Εστία».

«Τι είναι αυτό;» ρωτάει αιφνιδιασμένος.

Περάσαμε όλοι και στείλαμε και άλλους να ζητάνε την «Νέα Εστία».

Παράγγειλε ολόκληρο πακέτο από καμιά σαρανταριά τεύχη με αφιέρωμα στον Χάνς Γκεόργκ Γκάνταμερ.

Του μείνανε και έκανε το πακέτο σκαμπό.

Το παράπονο του Θανάση ήταν ότι ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται όλη μέρα στο περίπτερο.

Σήκωνε την φανέλα του και μας έδειχνε πόσο άσπρος είναι.

«Δεν έχω πάει ποτέ στη θάλασσα ….. τρώω συνέχεια στου Ρουβά σαν εργένης…. είμαι χειρότερα από τον Κουφοντίνα …αυτός τουλάχιστον έχει μεγαλύτερο κελί και τονε βγάζουνε και μια ώρα προαυλισμό».

Φαίνεται ότι τοπε παντού και το μάθανε και οι αναρχικοί.

Μια των ημερών εμφανίστηκε ένα σύνθημα με μαύρα γράμματα  και ένα «άλφα» μέσα σε κύκλο πάνω στο ρολό του περιπτέρου.

«Λευτεριά στο σύντροφο Θανάση».

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΦΩΤΟ@pixabay