Ο Εκκλησιαστής
Το βάσανο ενός παλιού αιρετικού που δε μπορεί να ησυχάσει
Περπατάω στους δρόμους με θερμοκρασία γύρω στους έξι βαθμούς Κελσίου και με πρησμένο το σαγόνι από μια φλεγμονή δοντιού που με βασανίζει χειμωνιάτικα.
Παίρνω αντιβίωση και προσπαθώ να απαλύνω τον πόνο μου με παυσίπονα όσο γίνεται πιο αθώα.
Έξω από το θέατρο έχουν στήσει το τραπεζάκι τους οι συνήθεις μάρτυρες του Ιεχωβά.
Είναι διασκεδαστικό να βλέπω την αμηχανία τους σε ερωτήματα μου που τους αιφνιδιάζουν.
-«Ο Θεός έχει κάνει πολλά λάθη. Το σημαντικότερο είναι ότι μας έκανε να μας πέφτουν τα δόντια αλλά να μας μένουν τα νύχια. Τι να τα κάνουμε τα νύχια; Να ξυνόμαστε;»
Με κοιτούν έκπληκτοι.
-«Το άλλο λάθος του είναι ότι έκανε τους σκύλους να δαγκώνουν. Δεν μπορούσε να τους κάνει να τρώνε σανό σαν τα αρνιά;»
Αναλαμβάνει ο εμπειρότερος να μου απαντήσει.
-«Ο Θεός μας έκανε, κατ’ αρχήν, να μην μας πέφτουν τα δόντια αλλά όταν οι πρωτόπλαστοι παραβίασαν τις εντολές τους τότε μας φόρτωσε με όλα αυτά τα δεινά.»
-«Δηλαδή εγώ έβγαλα απόστημα στο δόντι επειδή ο Αδάμ και η Εύα κάνανε έρωτα στον παράδεισο; Ας μην τους έβαζε γεννητικά όργανα.» Απαντώ.
Δεν το βάζουν κάτω.
-«Στον παράδεισο τα δόντια μας δεν θα χαλάνε.»
Επιμένω.
-«Δηλαδή ρε παιδιά εγώ τι να κάνω τώρα; Να περιμένω την Δευτέρα Παρουσία για να μου κάνει απονεύρωση ο Θεός;»
Μου εξηγούν ότι ο δικός μας Θεός είναι ο Θεός της αγάπης. Τους εξηγώ με ιστορικά παραδείγματα ότι η πιο αιματοβαμμένη θρησκεία στον κόσμο είναι ο χριστιανισμός.
Μου απαντούν ότι αυτοί όταν πάνε φαντάροι δεν πιάνουν όπλο για να μην σκοτώσουν άνθρωπο.
-«Εγώ στο στρατό δήλωσα αρνητής συνείδησης.» μου λέει ο ένας.
Συνεχίζω το ανηλεές σφυροκόπημα ενώ κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα μου συνοδεύεται με αφόρητο πονόδοντο.
-«Εγώ στο στρατό δήλωσα αναρχοκομμουνιστής, εαμοβούλγαρος και ληστοκομμουνιστοσυμμορίτης», του απαντώ.
-«Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους δήθεν χριστιανούς» μου αντιτείνει.
-«Είναι που είσαστε λίγοι. Αν είχατε την πλειοψηφία θα είχατε την αποτελεσματικότερη ιερά εξέταση και θα μου βγάζατε και τα υπόλοιπα δόντια με τανάλια.»
Μου διαβάζουν ένα άσχετο με την κουβέντα απόσπασμα από την Αγία Γραφή σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν έναν αντιπερισπασμό όπως –όπως.
Περιμένω να τελειώσουν το διάβασμα και ζητώ τον λόγο να τους διαβάσω και εγώ ένα δικό μου απόσπασμα.
Ανοίγω το κινητό μου και διαβάζω το σχετικό απόσπασμα επιχειρώντας τον δικό μου αντιπερισπασμό.
-«Μου γεννιέται η διάθεση να κάτσω και ν’ αναλογιστώ πώς ξεκίνησαν όλα τούτα.
Μου γεννιέται η διάθεση να κάτσω και να σκεφτώ ότι η ζωή μου ταυτίστηκε με τον πόλεμο, με τη φυγή, σπίθες που κατακαίνε την πεδιάδα και κύματα νερού που την κατακλύζουν.
Κανονικά θα ‘πρεπε να ρίξω το κουρασμένο μου σαρκίο σε μία γωνιά και να ζήσω ήρεμα το υπόλοιπο της ζωής μου, βαυκαλίζοντας τη μνήμη μου με τα πρόσωπα των γυναικών και των φίλων που αγάπησα.
Ωστόσο είμαι ακόμη εδώ, κυνηγημένος από τα σκυλιά, με σκοπό να κλείσω το λογαριασμό εν ονόματι όλων αυτών των προσώπων.
Το βάσανο ενός παλιού αιρετικού που δε μπορεί να ησυχάσει.
Η ύστατη πρόκληση, η ύστατη μάχη.
Θα μπορούσα να ‘χα πεθάνει στο Φρανκενχάουζεν, στις πλατείες του Μίνστερ, στην Ολλανδία, στην Αμβέρσα, στα μπουντρούμια της Ιεράς Εξέτασης.
Κι όμως, βρίσκομαι εδώ.
Να τελειώσω την παρτίδα, να λύσω το αίνιγμα, αυτό είναι το τελευταίο καθήκον που έχω να επιτελέσω." *
Με κοιτούν με ανοιχτό το στόμα.
Το ξέρω μιλάω μόνος μου αλλά είναι ανάγκη να το κάνω.
Φαίνεται ότι θα χρειαστώ και άλλο αλγκοφρέν για να περάσει και αυτό το μαρτυρικό βράδυ.
*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο "Εκκλησιαστής" και το υπογράφει κάποιος ανώνυμος με το ψευδώνυμο «Luther Blisset».
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ