Παρασκευή 22.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Amici miei (Part 2)

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
20 Ιανουαρίου 2024 / 18:34

Ο Θανάσης είναι πάντα σοβαρός και αγέλαστος. Διατηρούσε κατάστημα πώλησης επίπλων και συναναστρεφόταν μόνο με σοβαρούς συνταξιούχους της γειτονιάς. Ήταν νευρικός, δεν του αρέσανε τα πολλά λόγια και πάνω από όλα τα αστεία.

Καθώς ερχόταν κάποιες προηγούμενες Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές το κλίμα ήταν αβάσταχτα βαρετό. Οι ίδιοι άνθρωποι. Τα ίδια προγράμματα. Οι ίδιες υποσχέσεις. Καθόμασταν αμίλητοι στο στέκι μας, πίναμε τον καφέ μας και περιμέναμε να περάσει και αυτό το μαρτύριο.

Ξαφνικά εμφανίζεται ένας τύπος άγνωστος ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος που άλλαξε αμέσως το κλίμα. Ήταν από κάποια άλλη περιοχή της χώρας και δεν είχε καταλάβει ακόμα που έμπλεξε.

Δεν του έφτανε του αθεόφοβου που πλήρωσε τα παράβολα για την συμμετοχή του, έβγαλε και πανάκριβες, πολυτελείς έγχρωμες αφίσες. Ήτανε ολόσωμη η φωτογραφία του. Ντυμένος σαν ένας καθημερινός πολυάσχολος άνθρωπος.  Κοίταγε ελαφρώς δεξιά και επάνω προς τον Πρόξιμα του Κενταύρου. Στο ύψος του πέτου του υπήρχε μια λεζάντα που έγραφε: «Έχω όραμα!».

Γέμισε την πόλη. Αυτό ήταν! Πήραμε φωτιά. Στείλαμε κάποιον να αγοράσει μαρκαδόρους. Βγήκαμε το βράδυ αργά. Σβήναμε το «Όραμα» και στη θέση του γράφαμε ότι μας ερχόταν εκείνη τη στιγμή. Στην πρώτη αφίσα γράψαμε: «Έχω ζάχαρο!» Στην επόμενη: «Έχω Πίεση». Παρακάτω: «Έχω θέματα» «Έχω τρία κεφάλια παιδιά». «Έχω το διάολο μέσα μου». «Έχω χοληστερίνη». Γελάγαμε όλη νύχτα μετά δακρύων.  Να’ ναι καλά όπου βρίσκεται ο άνθρωπος.

Τίτλοι και συνεχίζω με το βασικό στόρι της ταινίας. Ο Θανάσης είναι πάντα σοβαρός και αγέλαστος. Διατηρούσε κατάστημα πώλησης επίπλων και συναναστρεφόταν μόνο με σοβαρούς συνταξιούχους της γειτονιάς. Ήταν νευρικός, δεν του αρέσανε τα πολλά λόγια και πάνω από όλα τα αστεία.

Ο Θανάσης κατάγεται από μια φυλή με δισύλλαβα επώνυμα που προέρχονται από την περιοχή Σουλίου, Δελβινακίου, Τσαμουριάς και που έχουν κατά κανόνα το χαρακτηριστικό της αυστηρότητας και της σοβαρότητας.

Μια φορά, λοιπόν, μπαίνει μια τσιγγάνα στο μαγαζί και τόνε ρωτάει αν έχει ..σιδερώστρες. Για κάποιο λόγο οι τσιγγάνοι ασχολούνται ή εμπορεύονται πράγματα που δεν τους ενδιαφέρουν στην καθημερινή τους ζωή.

-«Βεβαίως» λέει πρόθυμος ο Θανάσης.

Πιάνει η τσιγγάνα την σιδερώστρα, τηνε κοιτάει από δω, τηνε κοιτάει από κει, πατάει κατά λάθος κάποιο αόρατο μοχλό και χράπα-χρούπα ανοίγει η σιδερώστρα με αποτέλεσμα να χτυπήσει έναν πανάκριβο καναπέ που βρισκόταν στην βιτρίνα και να του κάνει ένα μικρό βαθούλωμα. Αυτό ήτανε! Στην επόμενη σκηνή η τσιγγάνα βγαίνει τρέχοντας από το μαγαζί και από πίσω της έρχεται μια ιπτάμενη σιδερώστρα μαζί με διάφορες βρισιές.

Εδώ μόλις αρχίζει το σόου. Συνεννοηθήκαμε και πηγαίναμε ένας - ένας αδιάφοροι δήθεν να πάρουμε τιμές.

-«Θανάση η γυναίκα μου είπε ότι έχεις στην βιτρίνα έναν καναπέ που τις αρέσει».

-«Ναι. Αυτός είναι.»

-«Πόσο κάνει;»

-«Χίλια διακόσια ευρώ.»

-«Μάλιστα. Μπορώ να σου δώσω τώρα τα χίλια και τα άλλα διακόσια στο τέλος του μήνα;»

-«Βεβαίως! Ότι θέλεις.»

-«Ναι αλλά για στάσου τι είναι αυτό εδώ;»

-«Τίποτα βρε αδελφέ ένα μικρό βαθούλωμα ούτε που φαίνεται.»

-« Α! είναι ελαττωματικός. ‘Άστο δεν πειράζει θα κοιτάξω και αλλού.»

Εκεί που είχε τον καναπέ δύο χρόνια στην βιτρίνα και δεν ήτανε τρόπος να τονε πουλήσει ξαφνικά πέρασε όλη η γειτονιά και δεν τόνε πήρε κανείς. Κόντεψε να σκάσει. Πήγε τον καναπέ στην αποθήκη βρίζοντας.

Το μεγάλο το πέτσο, όμως, έγινε στην σύναξη των συνταξιούχων. Τα απογεύματα, κατά τις έξι, άνοιγε το μαγαζί, έβγαζε έξω ένα πλαστικό τραπέζι και μερικές πλαστικές καρέκλες. Σε λίγο, ένας – ένας μαζευόταν οι συνταξιούχοι της γειτονιάς.

Ο Θανάσης έφερνε ένα γκαζάκι, το μπρίκι και μερικά φλιτζανάκια και ετοίμαζε τους καφέδες αμίλητος και σοβαρός. Συνήθως πάνω στο τραπέζι και τριγύρω έσταζαν τα ρούχα που είχαν απλώσει οι γειτόνισσες από τους επάνω ορόφους...

-«Τι θα γίνει κυρία Κούλα με αυτή τη κατάσταση; Θα στάζουνε οι κιλότες σου απάνω στο κεφάλι μας;»

-«Και τι να κάνουμε κύριε Θανάση μου, να κάτσουμε να βρωμέψουμε;»

-«Να τα απλώσετε το βράδυ που δεν έχει κόσμο.»

-«Δεν το’ ξερα να ασκωθώ να μεσάνυχτα να απλώνω ρούχα.»

Ο Θανάσης είχε τσακωθεί με όλες τις νοικοκυρές της πολυκατοικίας και η βεντέτα πλέον ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση. Το θέμα είχε αρχίσει να γίνεται βαρετό και έτσι αποφασίσαμε να παρέμβουμε για να πυροδοτήσουμε την κατάσταση. Βρήκαμε ένα κουβάρι σπάγκο και μια σακούλα σκληρή από το σούπερ μάρκετ.

Ανεβήκαμε στην ταράτσα και απλώσαμε το σπάγκο μέχρι την άκρη της ταράτσας. Τον ρίξαμε κάτω και τον δέσαμε πρόχειρα στην γωνία από ένα μηχανάκι. Δέσαμε στην άκρη του σπάγκου τη σακούλα και την γεμίσαμε με νερό. Κρεμάσαμε την σακούλα ακριβώς πάνω από το σημείο που ο Θανάσης έβαζε κάθε απόγευμα το τραπεζάκι και περιμέναμε υπομονετικά. Κατά τις έξι το απόγευμα να’ σου ο Θανάσης σοβαρός και γεμάτος νεύρα ως συνήθως έρχεται ανοίγει το μαγαζί, βγάζει έξω το τραπέζι με τις καρέκλες. Και αρχίζει να ετοιμάζει τον καφέ.

Τονε βλέπουνε οι συνταξιούχοι και μαζεύονται ένας – ένας. Εμείς καθόμαστε απέναντι να μας βλέπουν και συζητάμε αδιάφοροι δήθεν. Έχουμε στείλει απέναντι έναν που καθότανε  κρυμμένος στη γωνία έτοιμος να κόψει το σπάγκο. Μόλις σηκώνουν τα φλιτζάνια να πιούνε την πρώτη και ιερή γουλιά του κάνουμε νόημα και κόβει το σπάγκο.

Η σακούλα με καμιά δεκαριά κιλά νερό πέφτει απάνω στο τραπέζι και γίνεται κόλαση. Φεύγουν καφέδες, μπρίκια, φλιτζάνια, νερά, διαλύεται το σύμπαν.  Βγαίνει ο Θανάσης στη μέση του δρόμου βρεγμένος και καμένος από καφέδες και με μια άκρως θεατρική πόζα σηκώνει τα χέρια του προς τα μπαλκόνια και φωνάζει: «Πουτάνεεεες!».

Μην χάσετε την επόμενη και τελευταία ταινία “Amici miei” (part 3)

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΦΩΤΟ@ΙΜDB