Η θλιβερή ιστορία μιας σκουριασμένης μερσεντές στους Καπουτσίνους.
Η Λισάβω δεν εδούλεψε ποτές. ο άντρας της ήτανε «αστενόμος». Έχει και φωτογραφίες του ανάμεσα από αμέτρητα καντήλια και τις μικρές εικονίτσες αγίων που σε κάνουν να αναρωτιέσαι «Υπάρχουν τόσοι πολλοί άγιοι;».
Η Λισάβετ μένει στον τέταρτο όροφο.
Απέναντί της μένει η παιδική της φίλη η Νικολέτα.
Τις δυό παλιές ξύλινες πόρτες τις χωρίζει ένας στενός διάδρομος.
Ζουν ογδόντα χρόνια μαζί.
Αν θέλει κάτι η μία χτυπάει την πόρτα της άλλης χωρίς, σχεδόν, να βγει από το σπίτι.
Έπαιζαν μαζί στο ίδιο καντούνι του Καμπιέλου από μικρά παιδιά «Κρουβιτζιάνα».
Έχουν και οι δύο στο σαλονάκι τους από μια ολόιδια φωτογραφία και με ίδιο κουάδρο από την «αλησμόνητη εκδρομή στο Ύψο» όταν πήγαιναν στο γυμνάσιο.
Η Λισάβετ φοβάται πολύ. Το κληρονόμησε από τους δικούς της που ήταν πολύ θρήσκοι.
Η Νικολέτα από μικρή ήταν «Ανθυρόστομη». Το κληρονόμησε και αυτή από τους δικούς της που ήταν διαρκώς εκνευρισμένοι.
Η Λισάβω Θέλει να βάλει σιδεριές στα παράθυρα και κυρίως στο παράθυρο που βλέπει στην κανιζέλα.
Θέλει και δύο καδινάτσους στην ξύλινη εξώπορτα.
«Τι τα θέλεις όλα αυτά τα σίδερα ορή κοπέλα;» Φωνάζει η Νικολέτα από το ανοιχτό παράθυρο;
«Δεν τάμαθες που βιάσανε μια γριά ογδοήντα χρονώ στ΄Αλεύκι κάτι αρβανοί;»
«Και που το άκουσες εσύ αυτό;»
«Τόπανε στην Τελεόραση»
«Δεν ξέρω τι μου λές, αλλά εγώ άμα είχα τριάντα χρόνια να δώ άντρα θα τα άφηνα όλα απέρτο.»
Πέταξε το δηλητήριο της η Νικολέτα αλλά η Λισάβω το άφηκε να πέσει κάτω.
Έχουνε μείνει μοναχές τους. Δεν είναι ώρες τώρα για τσακωμούς.
Η Λισάβω δεν εδούλεψε ποτές. ο άντρας της ήτανε «αστενόμος». Έχει και φωτογραφίες του ανάμεσα από αμέτρητα καντήλια και τις μικρές εικονίτσες αγίων που σε κάνουν να αναρωτιέσαι «Υπάρχουν τόσοι πολλοί άγιοι;».
Έχει ταχτοποιημένα στη σειρά και τα φάρμακα στο κομοδίνο, σταυροκοπιέται με το παραμικρό και τα ξέρει απέξω και ανακατωτά από την πενικιλίνη και εντεύθεν.
Το σπίτι της είναι κάτι ανάμεσα στο φαρμακείο του Πολέντα και στην Παναγία την Αντιβουνιώτησα.
Ο γιός της είναι «επιχειρηματίας».
Για την κόρη της δεν μου είπε τίποτα.
Κατεβαίνει να πάει στο Μαρκαντικό που έχει από οδοντογλυφίδες και «Δεπόν» μέχρι μπουκάλες υγραερίου και ποντικοφάρμακα.
Μέχρι να κατέβει, να ψωνίσει και να ανέβει βρίσκει την ευκαιρία η Νικολέτα να αποκαταστήσει την Ιστορία.
«Ο άντρας τσι Λισάβως δεν ήταν «αστενόμος» αλλά απλός «χωροφύλακας τσι Σινιές».
«Επάνω στη σκεπή δεν έχει ποντικούς αλλά η Λισάβω έχει γιομήσει το τόπο με δηλητήρια.»
«Ο γιός της δεν είναι «επιχειρηματίας» αλλά ένα ρεμάλι που κοντεύουνε να τονε κλείσουνε στο ψυχιατρείο.»
«Η κόρη της ζει στην Αθήνα χωρισμένη με δύο κεφάλια παιδιά.»
«Δεν έχει ζάχαρο αλλά παίρνει φάρμακα γιατί είχε ο άντρας της και «φοβάται μην αποχτήσει και αυτή».
Μετά από καμιά ώρα ανέβηκε τα σκαλιά η Λισάβω ασθμαίνοντας.
Μαζί της ανέβαινε και ο «επιχειρηματίας». Έριξε μια αδιάφορη ματιά. «Ρε μάνα, φτιάξε μου ένα καφέ».
Έτσι, πάνω στον καφέ, έμαθα άθελα μου και την ιστορία του «επιχειρηματία».
Είχε ένα εστιατόριο στη Δασιά τον καιρό εκείνο που οι Άγγλοι, χορεύανε συρτάκι, πίνανε ούζο με λεμονάδα και πληρώνανε με λίρες.
Έζησε και ένα διάστημα στην Αγγλία.
Γύρισε πίσω και τονε βρήκανε τα all inclusive μεσοστρατίς.
Τόκλεισε και νοικιάζει γκαρσονιέρα «τσου Καπουτσίνους».
Κατάθεσε και πινακίδες από την Μερσεντές.
Κάποιο πρεζόνι του σπάει το παράθυρο της Μερσεντές και τώρα πάνω στα δερμάτινα καθίσματα κοιμάται ένας κοκκινωπός γάτος ονόματι «Νιοράντες».
Ο «επιχειρηματίας» πιστεύει ακράδαντα ότι «μας ψεκάζουν» διότι «τι είναι αυτές οι άσπρες γραμμές που βγάζουν τα αεροπλάνα από πίσω;»
Ο «επιχειρηματίας» πιστεύει ότι «εμείς οι Έλληνες» είμαστε μια ξεχωριστή και προικισμένη φυλή και η ανθρωπότητα μας χρωστάει τον πολιτισμό της.
Ο «επιχειρηματίας» «δεν είναι φασίστας» αλλά όλες οι φυλές του κόσμου είναι «μόγγολα» μπροστά μας.
Τέλειωσε ο καφές της σιόρας Λισάβετ.
Σηκώθηκα να φύγω.
Όπως πήγα να βάλω το μπουφάν μου έριξα και το εικόνισμα της Παναγίας της Κασσοπίτρας.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΦΩΤΟpixabay