The Healer*
*O θεραπευτής
Ξυπνάω με κομμένη την ανάσα.
Ένα πλάκωμα στο στήθος, μια αίσθηση άγχους, πανικού και με ακανόνιστους χτύπους της καρδιάς.
Κοιτάω το ρολόι.
2.35 π.μ.
Σηκώνομαι και παίρνω βαθιές ανάσες.
Το δωμάτιο με σφίγγει από παντού.
«Ας μην την ανησυχήσω» σκέφτομαι.
Ντύνομαι και βγαίνω έξω.
Ανεβαίνω στο παπί και πάω στο νοσοκομείο.
Στα εξωτερικά ιατρεία γίνεται χαμός.
Δεκάδες πιτσιρικάδες αναμαλλιασμένοι, γδαρμένοι και με σχισμένες φανέλες συζητούν έντονα.
«Τι ‘έγινε ρε παιδιά;» ερωτώ.
Αναλαμβάνει μια κοπέλα να με ενημερώσει.
Κάθεται απέναντι μου.
Γύρω μαζεύονται οι πιτσιρικάδες αγριεμένοι.
Είχε πάρτι το σχολείο σε κάποιο μπαρ στα Μοραΐτικα.
Είχαν την μουσική δυνατά.
Ενοχλήθηκαν οι γειτόνοι και βγήκαν να διαμαρτυρηθούν.
Κουβέντα στην κουβέντα αρπάχτηκαν και άρχισε η κλωτσοπατινάδα μεταξύ γειτόνων και μαθητών.
-«Με πιάνει από τα μαλλιά»
-«Του δίνω μια κλωτσιά»
Φοράει κάτι σαν λουρίδα για φόρεμα από κάτω και άλλη μια λουρίδα από πάνω.
«Με παρακολουθείς;» μου λέει η νεαρά.
«Με κομμένη την ανάσα» της απαντώ.
Ώρα 3.30 π.μ.
Μπουκάρουν οι Μπάτσοι.
Με βλέπουν με τους πιτσιρικάδες τριγύρω μου και βγάζουν το συμπέρασμα ότι είμαι κάποιος από τους γειτόνους που παίζανε ξύλο βραδιάτικα.
-«Ρε παιδιά εγώ είμαι ασθενής»
-«Θα μας τα πεις στο τμήμα»
Με σώζει ένας συνομήλικος μου που τους πείθει ότι κάνουν λάθος.
Παραλίγο θα βρισκόμουν από το ζεστό μου κρεβάτι στο μπουντρούμι (με ένα μπουκάλι ρούμι).
Ώρα 3. 45 π.μ.
Οι Μπάτσοι πήραν όσους μπορούσαν.
Έμεινα μόνος με τον σωτήρα μου καθισμένοι δίπλα-δίπλα στον πάγκο αναμονής.
«Με ποιος έχω την τιμή αγαπητέ;»
«Εγώ είμαι ο μπάρμαν» μου λέει.
Ο λαιμός του έχει τέσσερις παράλληλες γδαρσιές.
Χωρισμένος.
Η Ιρλανδέζα πήρε τα παιδιά στην πατρίδα της και έριξε μαύρη πέτρα.
Πήγε κάποιο χειμώνα να δει τα παιδιά.
Δεν τον δέχτηκε και κατέληξε νυχτιάτικα σε μια παμπ να τα πίνει.
Κάτι έγινε και αρπάχτηκε με κάτι αραπάδες.
Τον σαπίσανε στο ξύλο.
Τα ξημερώματα πήγε στο αεροδρόμιο σε κακή κατάσταση.
Το χειμώνα μαζεύει τις ελιές και κάνει και κανένα μεροκάματο στην οικοδομή.
Το καλοκαίρι έχει το μπαράκι και βάζει και καμιά ντομάτα.
Πάει έξω στο φορτηγάκι και έρχεται με ένα κιβώτιο μπύρες και ένα σακί πατατάκια (επαγγελματικό).
Ώρα 4.30 π.μ.
Μου αφηγείται την πονεμένη ιστορία της ζωής του.
Τον ακούω μασώντας πατατάκια και πίνοντας μπύρες.
Βγαίνει ο γιατρός και φωνάζει:
-«Να περάσει ο επόμενος».
Κοιταζόμαστε με ύφος «Ποιος είναι αυτός και τι να εννοεί άραγε;»
Ήδη έχω ξεχάσει γιατί πήγα στο νοσοκομείο.
Ώρα 4.45 π.μ.
Φεύγω.
Μπαίνω από τα στενά του Ποταμού μην με πιάσουνε για αλκοτέστ
Ώρα 4.55 π.μ.
Βάζω τις πυτζάμες μου και πέφτω στο κρεβάτι όσο πιο αθόρυβα γίνεται.
Μάλλον μυρίζω αλκοόλ .
-«Πού ήσουνα;»
-«Στο νοσοκομείο».
-«Μάλιστα».
-«Δεν είναι αυτό που νομίζεις».
-«Ότι πεις».
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΦΩΤΟ@SHUTTERSTOCK