Παρασκευή 22.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Δεθελοντής στον παγωμένο βορρά.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
21 Οκτωβρίου 2023 / 14:04

Μου έρχεται στον νου ο νόμος του Ruckert: «Δεν υπάρχει τίποτα τόσο μικρό που να μην μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις».

Ο Σπύρος ήταν ένας συνηθισμένος επαγγελματίας μέχρι που χώρισε.

Στην αρχή πέρασε μια περίοδο πένθους.

Για καιρό ήτανε σκυμμένος πάνω σε τιμολόγια.

Ξαφνικά κάτι τον τσίμπησε και βγήκε έξω χαμογελαστός.

Σκιάχτηκα.

Ο Σπύρος χαμογελούσε όλη μέρα. Βρέξει χιονίσει. Ότι και αν άκουγε. 

Λένε οι μεγάλοι της ψυχολογίας ότι όλοι οι άνθρωποι μετά από μια μεγάλη καμπή της ζωής τους αναπροσαρμόζονται αναλόγως.

Ήξερα μια υπάλληλο της στατιστικής υπηρεσία η οποία μόλις πήρε σύνταξη ασχολήθηκε με την καλλιέργεια ρίγανης. Έβγαλε και μια θεωρία για τις θεραπευτικές ιδιότητες της ρίγανης. Κατήγγειλε, δε και όλη την ανθρωπότητα (και κυρίως την νέα γενιά) που δεν γυρνάει στα χωριά της να ζήσει καλλιεργώντας ρίγανη.

Ένας άλλος γνωστός μου, τυπικός υπάλληλος των δικαστηρίων μια ζωή, μόλις πήρε σύνταξη έγινε «αναρχοαυτόνομος» και κατήγγειλε τους νέους για συμβιβασμό και απάθεια.

Ο Σπύρος μόλις χώρισε αγόρασε χορτοκοπτικό και βάλθηκε να καθαρίσει εθελοντικά όλον τον πλανήτη από τσι βατσουνιές.

Έπλενε πεζοδρόμια με πιεστικό.

Έξυνε κολλημένες τσίχλες με σπάτουλες από τις πλάκες των πεζοδρομίων.

Τοποθετούσε κάδους ανακύκλωσης.

Το μέλλον πλέον για τον Σπύρο ήταν ο «εθελοντισμός».

Αυτά όλα δεν με ενοχλούσαν. Το αντίθετο, μάλιστα, τα έβλεπα με συμπάθεια.

Εκείνο που με τάραζε ήταν το χαμόγελό του.

Έχει μια αποθήκη εδώ κοντά και περνάει δεκάδες φορές κάθε πρωί από μπροστά μου με το σκουτεράκι του φωνάζοντάς μου «Καλημέρααα!» χαμογελαστός.

Μιλάμε για είκοσι φορές την ημέρα επί είκοσι χρόνια.

Ο εφιάλτης μου.

Πρέπει να είμαι συνεχώς σταντ μπάι μην περάσει ο Σπύρος, μου πει καλημέρα, δεν προλάβω να ανταποδώσω και με περάσει για αγενή.

«Σώνει ρε Σπύρο! Μια φορά λέμε «καλημέρα».

«Έλα μωρέ γκρινιάρη που σε πειράζουνε και οι καλημέρες».

Έτσι, το λοιπόν, όταν η γυναίκα μου είπε να πάμε διακοπές στην Βουλγαρία συμφώνησα αμέσως προκειμένου να μην βλέπω τον Σπύρο έστω για λίγες μέρες.

Διασχίσαμε κάμπους και βουνά, γιοφύρια και λαγκάδια και φτάσαμε επιτέλους στα αδιαμφισβήτητα σύνορα της BP με την Gazprom.

Ανεβήκαμε τις αμέτρητες στροφές του όρους Πιρίν και επιτέλους φτάσαμε στο χιονοδρομικό κέντρο ενός, μέχρι πρότινος, ασήμαντου ορεινού χωριού που έχει μια εκκλησιά ένα νεκροταφείο, 50 σπίτια και πεντακόσια ξενοδοχεία.

Με το που άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου μου κόπηκε η ανάσα.

17 υπό το μηδέν!

Σκέφτηκα ότι αν δεν καταφέρω να διασχίσω το δρόμο θα με βρούνε το πρωί κοκκαλωμένονε απάνω στην νησίδα σαν τον Τζάκ Νίκολσον στην «Λάμψη».

Μπαίνοντας στην είσοδο του ξενοδοχείου συμβαίνει το αδιανόητο.

Μπροστά στην ρεσεψιόν ο… Σπύρος χαμογελαστός.

Μου ξανακόβεται η ανάσα.

Ο Χριστός και η Παναγία!.

«Αδελφέ! Και εσύ εδώ;  Θα περάσουμε τέλεια!»

Κοίταξα προς τα πάνω που συνήθως βρίσκονται οι Θεοί.

Ήθελε να μου πάρει και τις βαλίτσες στο δωμάτιο.

Θυμάμαι τον νόμο του Hane : «Δεν υπάρχει όριο στο πόσο στραβά μπορούν να πάνε τα πράματα.»

Έσφιξα τα δόντια.

Στο εστιατόριο, αργότερα, εκεί που περίμενα στην ουρά στον μπουφέ νοιώθω να με ακουμπάνε δυό στητά και μυτερά στήθη ψηλά στην πλάτη.

Γυρνάω και μου κόβεται πάλι η ανάσα.

Μια ρωσίδα δύο μέτρα από αυτές των επιδείξεων μόδας με ένα πιτσιρίκι στο χέρι.

Ο Ρώσος απέναντι περιμένει  στο τραπέζι κοιτάζοντας αφηρημένος τριγύρω.

Ξυρισμένο κεφάλι χοντρός λαιμός και τατού.

Κρατάω την ψυχραιμία μου.

Κάθομαι ήσυχα στο τραπέζι να φάω.

Η Ρωσίδα έρχεται και κάθεται στο απέναντι τραπέζι σε στυλ «Βασικό ένστικτο».

Κοντεύω να πνιγώ.

Ξαφνικά έρχεται ο Σπύρος και κάθεται ανάμεσα μας και μου κόβει την θέα.

Θα μου εξηγήσει, λέει, τι παρεμβάσεις θα κάνουμε όταν γυρίσουμε στην Κέρκυρα.

Κρατιέμαι να μην του βγάλω το μάτι με το πιρούνι.

Επιτέλους ξημέρωσε και βλέπω στην ρεσεψιόν μέσα στο τσούρμο τον Σπύρο και τον μαφιόζο με πέδιλα σκούφους γυαλιά και λοιπά συμπράγκαλα να ετοιμάζονται για το χιονοδρομικό κέντρο.

Ωραία λοιπόν! Είναι ευκαιρία τώρα που θα λείπουν όλοι στις ερημιές να κατέβω στα υπόγεια του ξενοδοχείου και να μπω επιτέλους σε τζακούζι.

Φοράω το μπουρνούζι και διασχίζω τους άδειους διαδρόμους ωσάν τον Βασίλειο τον Β τον Βουλγαροκτόνο.

Η τεράστια αίθουσα με την πισίνες ήταν εντελώς άδεια.

Μπαίνω στο τζακούζι και αισθάνομαι ότι δεν πήγε τσάμπα τόσος δρόμος.

Ξαφνικά μου κόβεται η ανάσα ξανά.

Μπαίνει στην άδεια αίθουσα η ρωσίδα με τον πιτσιρικά.

Ρίχνει τον πιτσιρίκο στην μεγάλη θερμαινόμενη πισίνα (να πάρει ένα μπούγιο) και έρχεται με βηματισμό μοντέλου καταπάνω μου.

Ανεβαίνει στο περβάζι και περνάει πάνω από το κεφάλι μου.

Φοράει ένα μαγιό που δεν είναι πρέπον να το περιγράψω δημοσίως.

Κατεβαίνει αργά τα σκαλιά του Τζακούζι και ξαπλώνει κλείνοντας τα μάτια.

Τα πόδια της έχουν φτάσει δίπλα από την μύτη μου.

Μ’ έχει πιάσει ταχυπαλμία.

Σκέφτομαι ότι αν πάθω ανακοπή εδώ μέσα την άλλη μέρα θα είμαι πρώτο θέμα στο δελτίο ειδήσεων των κερκυραϊκών ΜΜΕ : «Γνωστός Κερκυραίος ηλεκτροσυγκολλητής άφησε την τελευταία του πνοή από ανακοπή σε τζακούζι όπου  βρισκόταν με ρωσίδα τοπ μόντελ».

Μου κόβεται η ανάσα ξανά όταν βλέπω εκείνη την στιγμή να μπαίνει στην αίθουσα ο Σπύρος χαμογελαστός.

Νόμιζα ότι έβλεπα βρικόλακα.

Τον είδα να φεύγει με το  τελεφερίκ για τα βουνά.

Τι έγινε; Πήδησε από τα όρη;

Κρεμάει το μπουρνούζι και έρχεται καταπάνω μου.

«Το μετάνιωσα. Θα μείνω εδώ σήμερα και αύριο βλέπουμε».

Βγαίνω άρον άρον από το τζακούζι και τρέχω να καλυφθώ.

Με παίρνει από πίσω.

Καταφεύγω στο χαμάμ.

Μου ξανακόβεται η ανάσα.

Θερμοκρασία Καζαμπλάνκας.

Κάθομαι σε ένα ξύλινο πάγκο και μπροστά κάτι κάρβουνα να καίνε.

Ο Σπύρος δίπλα μου με ψέλνει.

Σκέφτομαι ότι αν πάθω ανακοπή εδώ μέσα από την πολύ ζέστη  αύριο θα είμαι πρώτη είδηση. «Γνωστός γκέι Κερκυραίος ηλεκτροσυγκολλητής βρέθηκε νεκρός από ανακοπή σε χαμάμ με τον συνοδό του».

Δεν θα ησυχάσει η ψυχή μου ούτε στον άλλο κόσμο.

Θα γυρίσω πίσω με μοναδικό σκοπό να τον πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια.

Μου έρχεται στον νου ο νόμος του Ruckert: «Δεν υπάρχει τίποτα τόσο μικρό που να μην μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις».

Γυρίσαμε στην Κέρκυρα με ανακούφιση.

Έπεσα στα γόνατα και προσκύνησα τα ιερά μπετά του λιμανιού.

Την επομένη πάω να βάλω το κλειδί στην πόρτα και ακούω πίσω μου μια φωνή.

«Καλημέραααα!».

Απελπίζομαι!

Μου έρχεται στο νου ο νόμος του Smith: «Κανένα πραγματικό πρόβλημα δεν έχει λύση.»

ΦΩΤΟ@pixabay