Ο Φάρος
Γράφει ο Σταμάτης Κυριάκης
Πάντα με ενοχλούσε η αγέρωχη αλαζονεία των φάρων.
Αυτό το απόλυτο, το σταθερό, το επαναλαμβανόμενο και το κουραστικά αδιαμφισβήτητο που εκπέμπουν.
Όταν ανέλαβα να φτιάξω εκ νέου τα κάγκελα του φάρου των Οθωνών περισσότερο με ένοιαζε η εμπειρία παρά η αμοιβή.
Ξεκίνησα με ένα ταχύπλοο από ένα έρημο λιμανάκι της βόρειας Κέρκυρας φορτωμένος εργαλεία.
Είχε βάλει μαΐστρο και έφτασα στο νησάκι βρεγμένος και τρέμοντας από το κρύο.
Στο λιμανάκι με περίμενε ένας αμίλητος, αξούριστος και παράξενος μεταφορέας με μια σαραβαλιασμένη καμιονέτα χωρίς πινακίδες.
Μπήκα σε ένα παντοπωλείο που πουλούσε τα πάντα.
Πήρα τα βασικά για την διαμονή μου εκεί και διασχίσαμε το έρημο νησί.
Προσπάθησα να μιλήσω με τον οδηγό αλλά δεν φαινόταν να έχει όρεξη για κουβέντες.
Μετά από μια στροφή, στην βορειοανατολική πλευρά, νάσου μπροστά μου ολομόναχος ο θρυλικός φάρος των Οθωνών.
Ξεφόρτωσα και έμεινα μόνος με τον φαροφύλακα στη μέση του πουθενά.
Όσο έμεινα εκεί οι λέξεις που ανταλλάξαμε μετριόταν στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Είχα διαρκώς την αίσθηση πως ότι είχε να πει το είχε πει κάπου αλλού, σε κάποια άλλη εποχή ή, ακόμα, πως είχε ξεχάσει να μιλάει.
Όταν τελείωνα τη δουλειά, δανειζόμουν την καραμπίνα του, έδενα σε δύο πουρνάρια έναν άχρηστο μουσαμά, έκανα μικρούς κύκλους με έναν μαρκαδόρο στην τύχη και καθισμένος σε μια καρέκλα απέναντι έκανα εξάσκηση σκοποβολής.
Όλοι οι φάροι θεωρούν τον εαυτό τους αδιαμφισβήτητο σηματοδότη της πορείας μας.
Μιλούν ο καθένας μια δική του μοναδική και ακατανόητη γλώσσα.
Την καταλαβαίνουν μονάχα οι μυημένοι, οι καπετάνιοι και οι φαροφύλακες.
Αν για παράδειγμα περνάει το καράβι νύχτα με ομίχλη ανοιχτά από το φρούριο, ο καπετάνιος θα καταλάβει που ακριβώς βρίσκεται από αυτό το μοναδικό σήμα του φάρου στο παλιό φρούριο.
Γνώρισα πολλούς φάρους στην ζωή μου.
Ήταν αδιανόητο να τους αμφισβητήσεις.
Αυτή είναι η ψυχοσύνθεση ενός Φάρου.
Το φώς τους, βέβαια είναι ενοχλητικό, ειδικά τις έναστρες νύχτες.
Οι μαστόροι της καλλιτεχνικής φωτογραφίας και της ζωγραφικής τους προτιμούν βυθισμένους στην θαλασσινή πάχνη της αμφιβολίας.
Μόλις περάσεις τον φάρο των Οθωνών, αν βάλεις την πλώρη στις 250 μοίρες, σε λίγα μίλια θα αρχίσεις να βλέπεις τον φάρο του Ότραντο.
Στη μέση της θάλασσας μοιάζουν σαν απόκοσμοι πολεμιστές ενός μακρινού μέλλοντος που διασταυρώνουν τα φωτισμένα ξίφη τους στο σκοτάδι.
Άλλες φορές σαν γειτόνισσες που κουτσομπολεύουν σε μια ακατανόητη διάλεκτο.
Δεν δίνουν σημασία στις μικροαστικές μας αμφιβολίες.
Έχουν τα δικά τους ιντερέσα.