Σάββατο 23.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Επτά μερόνυχτα με μια αγαπημένη και καταθλιπτική γειτόνισσα

Σταμάτης Κυριάκης
17 Ιουνίου 2023 / 13:57

Γράφει ο Σταμάτης Κυριάκης

Υπάρχει μια βασική αρχή την οποία τηρώ πάντα και μου βγαίνει πάντα σε καλό.

Σύμφωνα με αυτήν την σοφή αρχή αν πηγαίνεις με το ρεύμα,  θα σε ξεβράσει πνιγμένο στη θάλασσα.

Έτσι, λοιπόν, όταν οι άλλοι  φεύγουν εγώ έρχομαι.

Όταν οι άλλοι έρχονται ξεθεωμένοι από διακοπές εγώ πάω.

Όταν οι άλλοι τρώνε ψητό  αρνί εγώ τρώω κόκορο παστιτσάδο.

Όταν οι άλλοι πάνε στο βουνό εγώ πάω στην θάλασσα.

Επιδιώκω συνειδητά να είμαι στην απέναντι λωρίδα από τους «άλλους»  (που ως γνωστόν φταίνε για όλα) .

Οι «άλλοι» σιχαίνονται τους βατράχους.

Αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκομαι καλοκαιριάτικα σε ένα νησάκι στη μέση μιας λούμπας που οι Γιαννιώτες  την έχουν ως το κορυφαίο αξιοθέατο.

Σε αυτό το νησάκι ,κάτω από τα πλατάνια βρίσκομαι μπροστά σε μια πιατέλα με τηγανιτά βατραχοπόδαρα , χέλια και καραβίδες του γλυκού νερού με συνοδεία παγωμένου ηπειρώτικου τσίπουρου.

Στην υπόλοιπη Ήπειρο τρώνε κοντοσούβλια και παϊδάκια πρωί μεσημέρι βράδυ.

Στη μέση τσι λούμπας ισχύουν άλλοι νόμοι.

Γι αυτό ήρθα.

Εδώ κόψανε το κεφάλι του Αλή Πασά και φαίνεται ότι από τότε έχει μείνει ως έθιμο να αποκεφαλίζουνε καρλάκους και να τηγανίζουνε τα ποδάρια τους.

Από μικρός είχα να φάω καρλακοπόδαρα. Ο Πατέρας μου τα έπιανε στο ποτάμι με πιρούνι (δεμένο σε καλάμι)  και μου τάψηνε σαν σουβλάκι.  Φοβερός μεζές. Τηγανισμένα με αλεύρι χάνουν πολύ. Ποιός κάθετε όμως να ψήνει;

Σκέφτομαι ότι μια καλή μπίζνα θα ήταν να φτιάξει κάποιος που έχει όρεξη μια ψαροταβέρνα στο Μέτσοβο.

Να τηγανίζει μαρίδες και να λέει ότι τις ψάρεψε στη γέφυρα της Μπαλτούμας.

Η ακόμα να ανοίξει ένα μαγαζί και να πουλάει είδη θαλάσσης  . Να γίνει, λέει,  μόδα στους ορεσίβιους και να βλέπεις να κάθονται στην πλατεία του Μετσόβου αρειμάνιοι μυστακοφόροι κτηνοτρόφοι με αγκλίτσες   που αντί για τα άβολα και χοντροκομμένα τσαρούχια τους να φοράνε βατραχοπέδιλα.

Τα Γιάννενα την Κυριακή του καλοκαιριού είναι μια πόλη φάντασμα . Οι  Ηπειρωτοπούλες λιάζονται με στρίγκ  στις αμμουδιές του Μούρτου και της Πρεβέζης (εκεί που ξέβρασε το κύμα τον Καρυωτάκη πριν αυτοκτονήσει στα αλήθεια).

Τις καλλίγραμμες Ηπειρωτοπούλες ακολουθούν πειθήνια ιδρωμένοι Ηπειρώτες μεταφέροντας αγόγγυστα ομπρέλες καρεκλάκια καπέλα και ταπεράκια με κοντοσούβλια.

Αυτά περί του χορού του Ζαλόγγου είναι για αφελείς.

Αν τύχει και περάσει κανένας Τούρκος από της Πάργας τον ανήφορο, θα μαλλιοτραβηχτούν ποια θα τόνε πρωτοπάρει.

Λίγο πιο πέρα είναι η Αχερουσία λίμνη αλλά κανείς ζωντανός δεν θέλει να την σκέφτεται.

Άλλωστε η Αχερουσία λίμνη δεν υπάρχει πια. Μόνο στην μέση μια λίμνης με καλαμπόκια υπάρχει ένας λοφίσκος όπου οι αρχαίοι υμών πρόγονοι (λέμε τώρα) είχανε στήσει μια φοβερή μπίζνα.

Στην κορυφή του λόφου υπάρχει ένα «Ιερό» και από κάτω ένα πέτρινο και σκοτεινό υπόγειο.

Ερχότανε οι πλούσιοι Αρχαίοι κουτοαθηναίοι  και κλείνανε ένα ξύλινο και πανάκριβο μπαγκαλόους  στις πλαγιές του μικρού αυτού νησιού για να μιλήσουν με τους νεκρούς τους.

Τους αφήνανε είκοσι μέρες νηστικούς στην αναμονή και λίγο πριν αφήκουνε την αποξυλή τους εκεί τους κατεβάζανε στο σκοτεινό υπόγειο όπου  τους κερνούσαν ένα σφηνάκι νερό με μια άσπρη σκόνη μέσα.

Υπό αυτάς τα συνθήκας, όχι τους νεκρούς σου βλέπεις,  αλλά και το Χριστό φαντάρο.

Περιμένω καρτερικά  στην ουρά του ταμείου του μουσείου της Αχερουσίας.

Στο τζάμι είναι κολλημένο ένα χαρτί όπου με ενημερώνει ότι  το εισιτήριο κάνει δεκαπέντε ευρώ (εκτός από τα «μικρά παιδιά και τους άνω των εξήντα πέντε» όπου εκεί πέφτει όλο με μίας στα οχτώ).

Ζητάω εισιτήριο των οχτώ.

Με κοιτάει καχύποπτα.

-«Πόσο ετών είστε κύριε;»

-«Εξηνταέξι» απαντώ.

-«Δεν φαίνεστε»

-»Μικροδείχνω»

Χαμογελάει

- «Από πού είστε;»

-«Κερκυραίος»

-« ..Και ήρθατε από την Κέρκυρα καλοκαιριάτικα εδώ!;»

-« Να ξέρω το δρόμο… μην ψάχνουμε την τελευταία στιγμή.»

Βάζει τα γέλια  και μου δίνει εισιτήριο των οχτώ.

«Παλιά για να περάσεις την Αχερουσία ήθελες έναν οβολό.  Πως ακρίβυνε έτσι η ζωή!» Μονολογώ και ο ταμίας συνεχίζει τα γέλια.

Όταν λέμε «κόντρα στο ρεύμα» το εννοούμε.

Έτσι ξεκίνησα να ανέβω τον Αχέροντα με το σακίδιο μου  πάνω από το κεφάλι ωσάν τον Συλβέστερ Σταλόνε στο «Χαμηλό Βαρομετρικό».

Όλα πήγαινα καλά μέχρι που μουπεσε το κινητό στο νερό και αναγκάστηκα να ρίξω μακροβούτι.

Μέχρι και κάτι Σκανδιναβοί τουρίστες με κοίταζαν με ανυπόκριτο θαυμασμό να βγαίνω  μελανιασμένος από τα παγωμένα νερά του Αχέροντα.

Στο Γλυκή είχε πανηγύρι το βράδυ και ο δρόμος ήτανε γεμάτος ψησταριές με κοντοσούβλια.

Έβαλα το κινητό μου στη σχάρα να στεγνώσει και παρήγγειλα καφέ.

Στέγνωσε το κινητό. Ψηθήκανε και τα κοντοσούβλια. Βάζω την κάρτα και αρχίζει να τηλεφωνάει μόνο του.

Πάμε για άλλο κινητό .

Το πανηγύρι μόλις αρχίζει.

Στην Ήπειρο παίζουν ένα είδος κλαρίνου (δική τους πατέντα μάλλον) που παίζει μόνο κλαψιάρικα  σε μινόρε.

Και το Τζάκ Πότ στο Λόττο να έχεις κερδίσει σούρχεται να βάλεις τα κλάματα.

Αυτή η αξιαγάπητη γειτόνισσα κλαίει ασταμάτητα υπάρχει δεν υπάρχει λόγος.

Κλαίει σε γάμους .

Κλαίει σε βαφτίσια . 

Κλαίει σε κηδείες.

Κλαίει σε πανηγύρια.

Κλαίει σε δεξιώσεις.

Κλαίει στο φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή.

Κλαίει όταν έχει λεφτά.

Κλαίει και αδέκαρη.

Δεν μοιάζουμε. Είναι αλήθεια. Αλλά είναι πανέμορφη.

Κυρίως όταν κλαίει.