Χωρίς φωνές και περίσσια φασαρία, γδύνονται και μπαίνουν στο νερό. Ξημερώματα η θάλασσα στα Μπάνια τ' Αλέκου, είναι απόλαυση. Η μια απέναντι στην άλλη, αντίκρυ, πιάνουν την κουβέντα. Πόσο αλάτι βάζεις; Ποιά σπετσερικά για την παστιτσάδα; Πόσες ώρες βράζει κοκ.
Είναι οι γυναίκες της παλιάς πόλης, που συνεχίζουν κανονικά την συνήθειά τους. Μια βουτιά στα μπάνια τ' Αλέκου. Όπως παλιά, που η πόλη έκανε το καλοκαιρινό της μπάνιο εκεί, στη ΝΑΟΚ, στο Μον Ρεπό. Στις μικρές και μεγαλύτερες λαϊκές πλαζ. Ίσως με μια μικρή είσοδο και μια τσιτσιμπύρα.
Άλλες εποχές. Ο τουρισμός θέλησε κάθε γωνιά γης και κάθε δευτερόλεπτο. Τα πήρε και τα αφαίρεσε απ' αυτές τις γυναίκες. Απ' τον καθένα!
Το να κάνεις ένα μπάνιο έγινε πολιτικό πρόβλημα. Αίτημα, αντικείμενο διεκδίκησης. Αφορμή συγκρότησης φορέων, διοικητικών συμβουλίων, προέδρων, δημοτικών συμβούλων. Ένα γαμημένο, καλοκαιρινό μπάνιο στην πόλη που περιβάλλεται από θάλασσα και στην παραλία της που ανήκει στο υπουργείο Οικονομικών.
Γι' αυτό κι αυτές οι «αντάρτισες» χτυπούν τα χαράματα, διατηρώντας το παιδιόθεν χούι. Διότι πως αλλιώς να ανταλλάξεις τον Ιούλιο πληροφορίες για τις μελιτζάνες, με ντομάτα και σκορδάκι ψιλοκομμένο αν δεν έχεις τα ποδάρια σου στο νερό ή καλύτερα ίσαμε τη μέση; Να κουβεντιάζεις με τη γειτόνισα, που χάνεται μετά, ανάμεσα στα κρεβάτια της βραχυχρόνιας μίσθωσης, στην οικονομία διαμοιρασμού; Ποιός πήρε τις γειτονιές; Ποιός άλλαξε τον χώρο και τον χρόνο, που κάκο χρόνο νάχει; Ποιός;
Χαράματα στα μπάνια τ' Αλέκου, μια ώρα της ημέρας που σε συνδέει με τη νοσταλγία της παλιάς Κέρκυρας. Σχεδόν στα κρυφά!