Πίσω στα βασικά
Κώστας Σπίγγος
24 Φεβρουαρίου 2017
/ 12:07
Γράφει ο Κώστας Σπίγγος*
Στο σύγχρονο σύστημα οργανωμένης κάλυψης των αναγκών των μελών μιας πληθυσμιακά πυκνής κοινωνίας, που το ονομάζουμε και οικονομικό σύστημα, κάθε παραγωγός αγαθών δεν εργάζεται μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον του. Ελάχιστοι βρισκόμαστε σε κατάσταση ναυαγού σε απομονωμένο νησί και μάλιστα φιλοσοφίας μποέμικης, που σταματά να ψαρεύει μόλις πιάσει το πρώτο ψάρι της ημέρας (αν και σίγουρα περισσότεροι το φαντασιωνόμαστε). Όπως και καμία γενιά δεν οδηγείται στο θάνατο από την επόμενη, μόλις πάψει να παράγει.
Στη κοινωνία στην οποία ζούμε, έχει καταστεί θεμελιώδης η αξία της παραμονής μου εν ζωή με πόρους είτε που δημιούργησα (συσσώρευσα) ο ίδιος (χρησιμοποιώντας κάποιο διαθέσιμο μέσο αποθήκευσης έργου, αν αυτό υποθέσουμε πως υπάρχει), είτε που θα δημιουργεί η επόμενη της δικής μου γενιά, η οποία όμως με τη σειρά της θα περιμένει να επιβιώσει και αυτή, όταν δεν θα μπορεί αυτόνομα, με τους πόρους της μεθεπόμενης γενιάς και ούτω καθεξής. (Η οικογένεια είναι η λύση που έχει επιτελέσει διαχρονικά αυτό το έργο και συνεχίζει, μερικώς αλλά και με επιταχυνόμενα καθοδική πορεία, να το επιτελεί). Ο σχηματισμός οικογένειας είναι βιολογική ένδειξη ανώτερης προνοητικότητας σίγουρα (ενώ για την πιο σύνθετη ιδιότητα, της ευφυίας, αρκετοί κι αρκετές θα είχαν τις αντιρρήσεις τους)…
Αυτού του είδους το ανθρωπο-κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, πάντως, θα παραμένει βιώσιμο (αειφόρο) όσο αφιερώνει ένα οριακά μεγαλύτερο μέρος της πλεονάζουσας παραγωγής του στην βελτίωση της παραγωγικής απόδοσης (αποτέλεσμα μείον το κόστος) της κάθε επόμενης γενιάς, από όσο στη βελτίωση της επιβίωσης της προηγούμενης γενιάς.
Για την εξασφάλιση του πλεονάσματος, απαιτείται η οικονομικά ενεργός γενιά να παράγει αγαθά περισσότερα από όσα θα καταναλώνει. Αυτό το διάφορο, όμως, η υπεραξία της εργασίας, σημαίνει με άλλα λόγια ότι η αγοραστική δύναμη του παραγωγού οφείλει να είναι πάντα κατά τι μικρότερη από την πραγματική αξία της εργασίας του. Οι παραγωγοί θα μπορούν να αγοράσουν (ανταλλάξουν) λιγότερα από όσα θα μπορούσαν με βάση το έργο που παράγουν.
«Σκοτώστε το γερο-πατέρα μου…»
Είναι σημαντικό εδώ να κατανοηθεί ότι ακόμη και το δικαιότερο οικονομικό σύστημα οφείλει να «αδικεί» ελαφρώς το σημερινό παραγωγό προς όφελος του χτεσινού, του αυριανού και του ανήμπορου, που είναι καταναλωτές, διότι έτσι η διαχρονική ανθρωπολογία υπαγορεύει ως σήμερα. Κι αν για την οικογένεια είναι συνήθως αυτονόητη η έλλειψη της αίσθησης αδικίας, για ένα σύστημα πρόνοιας προς τον άγνωστο θα απαιτούνται πρόσθετες ιδεολογικές ενέσεις και μάλλον κάπως έτσι γεννιέται (και παραμένει ζωντανό) το έθνος-κράτος. Οι στέρεες ανθρώπινες σχέσεις, που θα δημιουργούσαν εκ των κάτω προς τα άνω ένα «οικουμενικό κράτος», είναι ακόμη σε σπερματικό-πειραματικό στάδιο και μέχρι νεοτέρας θα ανθούν μόνο οι Μ.Κ.Ο. αλληλεγγύης…
Η θέσμιση των κανόνων της εξαγωγής και της μετέπειτα διαχείρισης της υπεραξίας είναι που καθορίζει το υποείδος του οικονομικού συστήματος, που πάντως δεν διαφοροποιείται ως προς τη γενική παραδοχή των προηγούμενων παραγράφων ή τουλάχιστον κανείς μέχρι σήμερα δεν την έχει αμφισβητήσει στα σοβαρά. Αν θα το έκανε, βέβαια, το κεντρικό του σύνθημα θα ήταν της μορφής «σκοτώστε το γερο-πατέρα μου να σκοτώσω το δικό σας».
Η εξαγωγή του μέγιστου ατομικού κέρδους και η αποφυγή της ελάχιστης ατομικής ζημιάς, από τη συμμετοχή του καθένα σε ένα αρρύθμιστο οικονομικό δούναι και λαβείν, έχει φιλοσοφικά θεμελιωθεί από τον Άνταμ Σμιθ ως το ατομικό κίνητρο που μπορεί να επιτελέσει τη «μαγική» μεταμόρφωση: να μετατρέπει, «αόρατα», το υποτίθεται καταρχήν ατομιστικό και αποδομητικό για την κοινωνία κίνητρο των συμφεροντολογικά και χρησιμοθηρικά συμπεριφερόμενων ιδιωτών προς ένα τελικό αποτέλεσμα που διαρκώς θα αυξάνει την απόδοση του συστήματος ως προς την παραγωγή των αγαθών.
Πώς; Διά της δαρβινικής επικράτησης των αποδοτικότερων τέτοιων πρωτοβουλιών και της δαρβινικής εξάλειψης των λιγότερο αποδοτικών. Κάθε νεότερη γενιά, ως αποδοτικότερη, θα μπορεί τότε εύκολα να ικανοποιήσει τη θεμελιώδη ανάγκη του συστήματος για διαρκή αύξηση της παραγωγής (ανάπτυξη), ακόμη ίσως και αν οι ηλικιακές αναλογίες είναι ασύμμετρες. Από την άποψη της παραγωγικότητάς του, το ανθρώπινο είδος επανιδρύεται κάθε όλο και λιγότερες γενιές, ενώ οι συγκρούσεις και καταστροφές, ο πόνος και το αίμα, που απαιτούνται για κάτι τέτοιο θεωρούνται αναγκαίο παράπλευρο κακό και πάντως το ελάχιστο δυνατόν, συγκριτικά με κάθε άλλη εναλλακτική. (Προφανώς, για την παραπάνω θεώρηση απαιτούνται και πολύ συγκεκριμένες ανθρωπολογικές παραδοχές, που δεν είναι του παρόντος).
Μέχρι στιγμής δεν μίλησα για τρόπους οικονομικής οργάνωσης και είναι ώρα να το κάνω. Μια ακραία σχέση αποκομιδής υπεραξίας είναι βέβαια αυτή μεταξύ αφέντη και σκλάβου, όπου ο σκλάβος παράγει και ο αφέντης καταναλώνει. Όμως, οι σύγχρονες προτάσεις παραγωγής κινούνται γενικώς σε έναν ενδιάμεσο χώρο του φάσματος ή κοντά προς τον άλλο πόλο.
Ο καπιταλισμός υπόσχεται στον παραγωγό το δικαίωμα βελτίωσης της θέσης του στο μηχανισμό αποκομιδής υπεραξίας και ταυτόχρονα τον απειλεί με επιδείνωση αυτής της θέσης, ανάλογα με την εκ μέρους του κατοχή σωρευμένου κεφαλαίου, την θετική ή αρνητική προσαρμοστικότητα και προσπάθειά του, αλλά δυστυχώς ανάλογα και με τη διαθεσιμότητα αυτών των καλύτερων θέσεων. Η θέση αυτή δεν θεωρείται εξασφαλισμένη, θεωρητικά ακόμη και όταν είναι κληρονομική. Από τον παραγωγό του καπιταλισμού ζητείται να φοβάται και να ελπίζει τα πάντα, ακόμη και τα θεμελιώδη της ζωής του.
Η εξαγωγή του μέγιστου ατομικού κέρδους και η αποφυγή της ελάχιστης ατομικής ζημιάς, από τη συμμετοχή του καθένα σε ένα αρρύθμιστο οικονομικό δούναι και λαβείν, έχει φιλοσοφικά θεμελιωθεί από τον Άνταμ Σμιθ ως το ατομικό κίνητρο που μπορεί να επιτελέσει τη «μαγική» μεταμόρφωση: να μετατρέπει, «αόρατα», το υποτίθεται καταρχήν ατομιστικό και αποδομητικό για την κοινωνία κίνητρο των συμφεροντολογικά και χρησιμοθηρικά συμπεριφερόμενων ιδιωτών προς ένα τελικό αποτέλεσμα που διαρκώς θα αυξάνει την απόδοση του συστήματος ως προς την παραγωγή των αγαθών.
Πώς; Διά της δαρβινικής επικράτησης των αποδοτικότερων τέτοιων πρωτοβουλιών και της δαρβινικής εξάλειψης των λιγότερο αποδοτικών. Κάθε νεότερη γενιά, ως αποδοτικότερη, θα μπορεί τότε εύκολα να ικανοποιήσει τη θεμελιώδη ανάγκη του συστήματος για διαρκή αύξηση της παραγωγής (ανάπτυξη), ακόμη ίσως και αν οι ηλικιακές αναλογίες είναι ασύμμετρες. Από την άποψη της παραγωγικότητάς του, το ανθρώπινο είδος επανιδρύεται κάθε όλο και λιγότερες γενιές, ενώ οι συγκρούσεις και καταστροφές, ο πόνος και το αίμα, που απαιτούνται για κάτι τέτοιο θεωρούνται αναγκαίο παράπλευρο κακό και πάντως το ελάχιστο δυνατόν, συγκριτικά με κάθε άλλη εναλλακτική. (Προφανώς, για την παραπάνω θεώρηση απαιτούνται και πολύ συγκεκριμένες ανθρωπολογικές παραδοχές, που δεν είναι του παρόντος).
Ο Καρλ Μαρξ έχει αποδείξει την ανισορροπία, εν είδη ωρολογιακής βόμβας, της θεμελιώδους παραδοχής του καπιταλιστικού συστήματος για διαρκή αύξηση του κέρδους, της οποίας η τελική κατάληξη είναι η εξάλειψη όλων των κατόχων κεφαλαίου: ο τελευταίος «νικητής» δεν θα έχει πού να επενδύσει με κέρδος και το κεφάλαιό του, σε οποιαδήποτε μορφή, θα αδυνατεί να αυγατίσει. Αν είναι χρυσός και παράγωγα, ούτε καν τρώγεται, αν είναι τσιγάρα, κονσέρβες ή σφαίρες, κάτι γίνεται… Αυτό αποσοβείται μόνο με την κυκλική εμφάνιση φάσεων καταστροφής, όπου ένα ικανό ποσοστό καταναλωτών θα καταναλωθεί, μεταπίπτοντας βίαια σε κατάσταση παραγωγού (με όρους που φυσικά δεν επιλέγει), θύματος μαχών ή και σκλάβου.
Έτσι, εναλλακτικά, η παράδοση της υπεραξίας του έργου του ατομικού παραγωγού σε ένα συλλογικό διαχειριστικό μηχανισμό ο οποίος δεν θα απειλεί τη θέση του παραγωγού αλλά και ούτε θα ανταμείβει την αποδοτικότητά του με κάτι περισσότερο από αυτό που και οι άλλοι έχουν, χαρακτηρίζει το σοσιαλισμό. Εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι κάθε σοσιαλισμός που δεν αποκηρύσσει τη βία, θα είναι μεν συλλογικά προσανατολισμένος, αλλά δεν θα αναιρεί αυτή τη θεμελιακή δυσαρμονία του καπιταλιστικού πολιτισμού.
Το ψυχολογικό ανάλογο
Μια πραγματική κρίση, δεν μπορεί παρά να είναι συστημική, όπου η παρούσα ακολουθία αλληλεπιδράσεων απαιτείται να οδηγεί σε τελική αποδόμηση του συστήματος. Στην ανθρώπινη ψυχολογία, εάν κάποιος άγχεται, θρηνεί ή θυμώνει σε καθημερινή βάση για κυκλικά επαναλαμβανόμενες καταστάσεις της ζωής του, μπορεί υποκειμενικά να θεωρεί ότι βρίσκεται σε ψυχολογική κρίση, καθώς αισθάνεται δυσφορία, ωστόσο, εάν το σύστημα - εν προκειμένω η ισορροπία μεταξύ των συνεργαζόμενων και των ανταγωνιστικών συναισθηματικών και αναλυτικών δυνάμεων εντός του εγκεφάλου μας - παραμένει ακέραιο ως είναι, τότε δεν πρόκειται για κρίση.
Κρίση θα υπάρξει μόνο εάν τα συμπτώματα οδηγήσουν κάποιον στο νοσοκομείο, στο ψυχιατρείο ή στο νεκροτομείο. Με την έγκαιρη προσέλευση σε μια θεραπεύτρια που θα καταπιαστεί στα σοβαρά με το γκρέμισμα του οικοδομήματος (εφόσον φυσικά αυτή το αντιληφθεί, θεωρήσει ότι κάτι τέτοιο θα βοηθήσει τον πελάτη της και λάβει και την άδεια του να το κάνει), ιδανικά, η κρίση ουσιαστικά θα διοχετευθεί προς θεραπευτική κατεύθυνση.
Πόλεμος ή ποίηση;
Εάν λοιπόν κανείς επιθυμεί να εξάγει συμπεράσματα ως προς το μέλλον του συστήματος θα πρέπει να απαντήσει αν όντως υπάρχει κρίση του ίδιου. Το βασικό ερώτημα, έτσι, δεν είναι μόνο το εάν έχουν απομείνει χώροι όπου η ιδιοτελής παραγωγή έργου από τα άτομα της παρούσας γενιάς, με βάση τις υποκειμενικά προσδιοριζόμενες ανάγκες τους, εξακολουθεί να αποδίδει υπεραξία ικανή να καλύψει τις - έστω και υποκειμενικές - ανάγκες της επόμενης και της προηγούμενης, ερώτημα του οποίου η αρνητική απάντηση εν πολλοίς εξηγεί την αντάρα και τα βαρομετρικά χαμηλά που προοδευτικά σχηματίζονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη μας. Διότι αυτό προβλέπεται από το σύστημα…
Το βασικό ερώτημα είναι αν υπάρχει κάποια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που διαθέτει μια στοιχειώδη εποπτεία αυτής της εξελισσόμενης φάσης καταστροφής, τέτοια ώστε να μπορεί ενδεχομένως να τη μετατρέψει σε συστημική κρίση και υπό προϋποθέσεις, σε αλλαγή συστήματος. Αν όχι, όσοι αισθάνονται την έλλειψη αρμονίας στη ζωή τους αναμένεται, στις επόμενες δεκαετίες, να διοχετεύουν τον κόπο τους απλώς σε προσπάθειες μετριασμού των αρνητικών συνεπειών του υπάρχοντος μοντέλου. Ή ίσως στην φιλοσοφία και την τέχνη!...
*Είναι γιατρός νευρολόγος
*Είναι γιατρός νευρολόγος