Ο κήπος της Ευτυχίας
Σταμάτης Κυριάκης
03 Ιουνίου 2023
/ 10:08
Γράφει ο Σταμάτης Κυριάκης
Η Ευτυχία Ρωμανού παντρεύτηκε 20 χρονών έναν νέο τραπεζικό υπάλληλο.
Ο τραπεζικός υπάλληλος μιλούσε ελάχιστα , έβλεπε ακόμα λιγότερο και δεν άκουγε σχεδόν καθόλου.
Κανονικά θα έπρεπε να παίρνει αναπηρική σύνταξη αλλά τα χρόνια εκείνα (που δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα η αξιοκρατία ) άμα δεν μιλούσες , δεν έβλεπες και δεν άκουγες ανέβαινες ιεραρχικώς πολύ γρήγορα.
Ο τραπεζικός υπάλληλος αγόρασε μια δίχρονη Ζάξ πεντάρα όταν το ποδήλατο ήταν ακόμα πολυτέλεια.
Κάθε σαββατοκύριακο του καλοκαιριού η κυρία Ευτυχία ετοίμαζε γεμιστά με κιμά και κεφτεδάκια με δυόσμο , φορτώνανε την Ζάξ και φεύγανε.
Η Ζάξ με την καμπούλα που έβγανε, ήταν ορατή από το διάστημα (μαζί με το Σινικό τείχος).
Γυρίσανε όλη την Κέρκυρα με το μηχανάκι και η Ευτυχία είχε να το λέει.
«Μέχρι την Κουλούρα με έφτακε ο Πίπης μου»
Το να πάς «εις την Κουλούρα» εκείνα τα χρόνια ήταν σαν να πάς σήμερα στα στενά του Μαγγελάνου.
Μόλις ο τραπεζικός υπάλληλος ανέβηκε μερικά σκαλιά της ιεραρχίας μετακομίσανε από το Καμπιέλο και πήρανε με δάνειο ένα ισόγειο διαμέρισμα κοντά στο Σαρόκο με ακάλυπτο από πίσω.
Ο ακάλυπτος ήταν κοινόχρηστος και εξ αδιαιρέτου αλλά η κυρία Ευτυχία τον θεωρούσε πάντα δικό της.
Κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει τότε με κοτζάμ «Τραπεζικό», πόσο μάλλον με την Ευτυχία.
Κάνανε όλοι τα στραβά μάτια.
Τα χρόνια περνούσαν και ο ακάλυπτος έγινε «ο κήπος της Ευτυχίας».
Στην αρχή ο κήπος χρησίμευε μόνο για άπλωμα.
Μετά μπήκαν και δυο καρέκλες με ένα τραπεζάκι και ομπρέλα.
Προς την δύσιν γιόμησε λουλούδια και φυτά παντός τύπου.
Στην αρχή η Ευτυχία ήταν όλο βόλτες, χαρές και αθώα τσιλιμπουρδίσματα.
Μετά ήρθε η σοβαρότης.
Προς την Δύσιν την ενοχλούσαν οι «Μούλοι του Λυκείου» που φιλιώντουσαν και τα μηχανάκια που περνάγανε απέξω.
Στην αρχή οι γιοί της Ευτυχίας προοριζόταν για επιστήμονες.
Αργότερα εξαφανίστηκαν «για σπουδές».
Προς την δύσιν οι κακές οι γλώσσες λένε ότι ο ένας «εγίνηκε καλόγερος στο Αγιονόρος» και ο άλλος παντρεύτηκε μια ξεβράκωτη αγγλίδα που τηνε βρήκε στη Μυρτιώτισσα και ζει άνεργος στην Αγγλία.
Στην αρχή η Ευτυχία ήταν «ο Πίπης μου και ο Πίπης μου».
Μετά έγινε «ο Σπύρος»
Προς την δύσιν , κάθε τόσο, του έριχνε και από ένα χέρι κατάρες.
Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ήρθε η «κατάρρευση του Πίπη».
Έτσι συμβαίνει συνήθως. Πρώτα καταρρέουν οι Πίπιδες και μετά οι Ευτυχίες.
Στην «μετά-Πίπη» εποχή κατά ένα ανεξήγητο τρόπο επιστρέφουμε ξανά στα… «Ο Πίπης μου και ο Πίπης μου».
Τα χρόνια του γήρατος και της μοναξιάς της Ευτυχίας ήρθαν μαζί με την οικονομική κρίση και η οικονομική κρίση έσερνε μαζί της και πολλές άλλες αρρώστιες.
Τίποτε δεν άρεσε της Ευτυχίας.
Άμα είχε ήλιο «μας έκαψε»
Άμα έβρεχε «μας έπνιξε»
Άμα έκανε κρύο «μας θέρισε»
Δεν υπήρχε πλέον καλός καιρός για την Ευτυχία.
Τότε ήταν που ξεκίνησε τα έργα οχυρώσεων.
Ήθελε κλειδαριές , καδινάτσους, σιδεριές και πάνω απ όλα καινούργιο σιδερένιο φράχτη από ψηλά σίδερα με λόγχες.
Θα έβαζε και ηλεκτροφόρα σύρματα αλλά απαγορεύονταν.
Φοβόταν «τσου αρβανούς», «τσου γύφτους» «τσου βιαστές», «τσου λογιστές» και προπάντων «τσου φυσιοθεραπευτές».
Οι πάντες ήταν ύποπτοι.
Η Ευτυχία κλείστηκε στο οχυρό της.
Μισή καλημέρα και αυτή πίσω από τα κάγκελα.
Πίστευε δε ότι εκεί μέσα ήταν η ελευθερία και απέξω η φυλακή.
Έτρεμε τα Σαββατοκύριακα.
Αυτή που περίμενε τον Πίπη της πως και πώς να «ασκολάσει» για να πάνε εκδρομή τώρα έτρεμε μην φύγουν οι γειτόνοι και μείνει μόνη της στην πολυκατοικία.
Ενώ η κατάρρευση Πίπη προήλθε από χέσιμο, η μοιραία κατάρρευση της Ευτυχίας αρχίνησε από πέσιμο.
Τρείς γιατροί και δυό νοσοκόμες επιστρατεύτηκαν για να βιδώσουν το «Ισχίο» της.
Ένας Αλβανός κηπουρός ανέλαβε την φροντίδα του κήπου και ένας φυσιοθεραπευτής ανέλαβε να επιβραδύνει την οριστική κατάρρευση της Ευτυχίας.
Ο μηχανικός απεφάνθη ότι η Ζάξ είναι άχρηστη διότι .. «κολήσανε τα εμβολοχυτώνια».
Ο λογιστής ανέλαβε να καταθέσει τις πινακίδες και μια οικογένεια «γύφτων» με αμέτρητα κουτσούβελα και με γκαστρωμένη την κόρη, τη μάνα και τη γιαγιά ανέλαβε να κουβαλήσει την Ζάξ για παλιοσίδερα.
Στην συνέλευση της πολυκατοικίας ήταν όλοι μαζεμένοι στην είσοδο με πυτζάμες , νυχτικά , μπαστούνια και πατερίτσες.
Τελευταίος κατέβηκε αργά και με την δέουσα μεγαλοπρέπεια ο διαχειριστής ωσάν τον Λέοντα τον Γ΄ των Ισαύρων.
Κρατούσε το σκήπτρο του και φορούσε μια μακριά μπορντό ρόμπα και κεντητές παντόφλες.
Τους κοίταξε όλους βλοσυρά και η συνέλευση άρχισε τις εργασίες της.
Όλοι εξέφρασαν την λύπη τους για το «ισχίο» της Ευτυχίας ενώ οι πιο έμπειροι κατέληξαν και σε αντιφατικά ιατρικά πορίσματα ικανά να προκαλέσουν σύρραξη.
Κάποιος τολμηρός οραματιστής , μάλιστα, προέβλεψε μια νέα εποχή που ο κήπος της Ευτυχίας θα γίνει ξανά «εξ αδιαιρέτου».
Το πρόβλημα ήταν ότι όλοι πλέον ήταν σε μια ηλικία που δεν μπορούσαν να κατέβουν στον ακάλυπτο .
Η συνέλευση συνεχίστηκε σύμφωνα με τα αναρτημένα στον πίνακα ανακοινώσεων θέματα ημερήσιας διάταξης.
«Οι Φυτίτριες» του δευτέρου που κάνανε φασαρία.
«Καθαρισμός φοταγογού»
«Πρόσλιψι νέας καθαρίστριας» κλπ. Κλπ.
Έτσι που λες αγαπητέ.
Τελικά ο θρυλικός «κήπος της Ευτυχίας» γέμισε πεσμένα μανταλάκια και εσώρουχα των επάνω ορόφων και μια φορά το χρόνο ο Λέοντας ο Γ΄ των Ισαύρων βάζει έναν «αρβανό» να τον καθαρίζει.
Ο τραπεζικός υπάλληλος μιλούσε ελάχιστα , έβλεπε ακόμα λιγότερο και δεν άκουγε σχεδόν καθόλου.
Κανονικά θα έπρεπε να παίρνει αναπηρική σύνταξη αλλά τα χρόνια εκείνα (που δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα η αξιοκρατία ) άμα δεν μιλούσες , δεν έβλεπες και δεν άκουγες ανέβαινες ιεραρχικώς πολύ γρήγορα.
Ο τραπεζικός υπάλληλος αγόρασε μια δίχρονη Ζάξ πεντάρα όταν το ποδήλατο ήταν ακόμα πολυτέλεια.
Κάθε σαββατοκύριακο του καλοκαιριού η κυρία Ευτυχία ετοίμαζε γεμιστά με κιμά και κεφτεδάκια με δυόσμο , φορτώνανε την Ζάξ και φεύγανε.
Η Ζάξ με την καμπούλα που έβγανε, ήταν ορατή από το διάστημα (μαζί με το Σινικό τείχος).
Γυρίσανε όλη την Κέρκυρα με το μηχανάκι και η Ευτυχία είχε να το λέει.
«Μέχρι την Κουλούρα με έφτακε ο Πίπης μου»
Το να πάς «εις την Κουλούρα» εκείνα τα χρόνια ήταν σαν να πάς σήμερα στα στενά του Μαγγελάνου.
Μόλις ο τραπεζικός υπάλληλος ανέβηκε μερικά σκαλιά της ιεραρχίας μετακομίσανε από το Καμπιέλο και πήρανε με δάνειο ένα ισόγειο διαμέρισμα κοντά στο Σαρόκο με ακάλυπτο από πίσω.
Ο ακάλυπτος ήταν κοινόχρηστος και εξ αδιαιρέτου αλλά η κυρία Ευτυχία τον θεωρούσε πάντα δικό της.
Κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει τότε με κοτζάμ «Τραπεζικό», πόσο μάλλον με την Ευτυχία.
Κάνανε όλοι τα στραβά μάτια.
Τα χρόνια περνούσαν και ο ακάλυπτος έγινε «ο κήπος της Ευτυχίας».
Στην αρχή ο κήπος χρησίμευε μόνο για άπλωμα.
Μετά μπήκαν και δυο καρέκλες με ένα τραπεζάκι και ομπρέλα.
Προς την δύσιν γιόμησε λουλούδια και φυτά παντός τύπου.
Στην αρχή η Ευτυχία ήταν όλο βόλτες, χαρές και αθώα τσιλιμπουρδίσματα.
Μετά ήρθε η σοβαρότης.
Προς την Δύσιν την ενοχλούσαν οι «Μούλοι του Λυκείου» που φιλιώντουσαν και τα μηχανάκια που περνάγανε απέξω.
Στην αρχή οι γιοί της Ευτυχίας προοριζόταν για επιστήμονες.
Αργότερα εξαφανίστηκαν «για σπουδές».
Προς την δύσιν οι κακές οι γλώσσες λένε ότι ο ένας «εγίνηκε καλόγερος στο Αγιονόρος» και ο άλλος παντρεύτηκε μια ξεβράκωτη αγγλίδα που τηνε βρήκε στη Μυρτιώτισσα και ζει άνεργος στην Αγγλία.
Στην αρχή η Ευτυχία ήταν «ο Πίπης μου και ο Πίπης μου».
Μετά έγινε «ο Σπύρος»
Προς την δύσιν , κάθε τόσο, του έριχνε και από ένα χέρι κατάρες.
Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ήρθε η «κατάρρευση του Πίπη».
Έτσι συμβαίνει συνήθως. Πρώτα καταρρέουν οι Πίπιδες και μετά οι Ευτυχίες.
Στην «μετά-Πίπη» εποχή κατά ένα ανεξήγητο τρόπο επιστρέφουμε ξανά στα… «Ο Πίπης μου και ο Πίπης μου».
Τα χρόνια του γήρατος και της μοναξιάς της Ευτυχίας ήρθαν μαζί με την οικονομική κρίση και η οικονομική κρίση έσερνε μαζί της και πολλές άλλες αρρώστιες.
Τίποτε δεν άρεσε της Ευτυχίας.
Άμα είχε ήλιο «μας έκαψε»
Άμα έβρεχε «μας έπνιξε»
Άμα έκανε κρύο «μας θέρισε»
Δεν υπήρχε πλέον καλός καιρός για την Ευτυχία.
Τότε ήταν που ξεκίνησε τα έργα οχυρώσεων.
Ήθελε κλειδαριές , καδινάτσους, σιδεριές και πάνω απ όλα καινούργιο σιδερένιο φράχτη από ψηλά σίδερα με λόγχες.
Θα έβαζε και ηλεκτροφόρα σύρματα αλλά απαγορεύονταν.
Φοβόταν «τσου αρβανούς», «τσου γύφτους» «τσου βιαστές», «τσου λογιστές» και προπάντων «τσου φυσιοθεραπευτές».
Οι πάντες ήταν ύποπτοι.
Η Ευτυχία κλείστηκε στο οχυρό της.
Μισή καλημέρα και αυτή πίσω από τα κάγκελα.
Πίστευε δε ότι εκεί μέσα ήταν η ελευθερία και απέξω η φυλακή.
Έτρεμε τα Σαββατοκύριακα.
Αυτή που περίμενε τον Πίπη της πως και πώς να «ασκολάσει» για να πάνε εκδρομή τώρα έτρεμε μην φύγουν οι γειτόνοι και μείνει μόνη της στην πολυκατοικία.
Ενώ η κατάρρευση Πίπη προήλθε από χέσιμο, η μοιραία κατάρρευση της Ευτυχίας αρχίνησε από πέσιμο.
Τρείς γιατροί και δυό νοσοκόμες επιστρατεύτηκαν για να βιδώσουν το «Ισχίο» της.
Ένας Αλβανός κηπουρός ανέλαβε την φροντίδα του κήπου και ένας φυσιοθεραπευτής ανέλαβε να επιβραδύνει την οριστική κατάρρευση της Ευτυχίας.
Ο μηχανικός απεφάνθη ότι η Ζάξ είναι άχρηστη διότι .. «κολήσανε τα εμβολοχυτώνια».
Ο λογιστής ανέλαβε να καταθέσει τις πινακίδες και μια οικογένεια «γύφτων» με αμέτρητα κουτσούβελα και με γκαστρωμένη την κόρη, τη μάνα και τη γιαγιά ανέλαβε να κουβαλήσει την Ζάξ για παλιοσίδερα.
Στην συνέλευση της πολυκατοικίας ήταν όλοι μαζεμένοι στην είσοδο με πυτζάμες , νυχτικά , μπαστούνια και πατερίτσες.
Τελευταίος κατέβηκε αργά και με την δέουσα μεγαλοπρέπεια ο διαχειριστής ωσάν τον Λέοντα τον Γ΄ των Ισαύρων.
Κρατούσε το σκήπτρο του και φορούσε μια μακριά μπορντό ρόμπα και κεντητές παντόφλες.
Τους κοίταξε όλους βλοσυρά και η συνέλευση άρχισε τις εργασίες της.
Όλοι εξέφρασαν την λύπη τους για το «ισχίο» της Ευτυχίας ενώ οι πιο έμπειροι κατέληξαν και σε αντιφατικά ιατρικά πορίσματα ικανά να προκαλέσουν σύρραξη.
Κάποιος τολμηρός οραματιστής , μάλιστα, προέβλεψε μια νέα εποχή που ο κήπος της Ευτυχίας θα γίνει ξανά «εξ αδιαιρέτου».
Το πρόβλημα ήταν ότι όλοι πλέον ήταν σε μια ηλικία που δεν μπορούσαν να κατέβουν στον ακάλυπτο .
Η συνέλευση συνεχίστηκε σύμφωνα με τα αναρτημένα στον πίνακα ανακοινώσεων θέματα ημερήσιας διάταξης.
«Οι Φυτίτριες» του δευτέρου που κάνανε φασαρία.
«Καθαρισμός φοταγογού»
«Πρόσλιψι νέας καθαρίστριας» κλπ. Κλπ.
Έτσι που λες αγαπητέ.
Τελικά ο θρυλικός «κήπος της Ευτυχίας» γέμισε πεσμένα μανταλάκια και εσώρουχα των επάνω ορόφων και μια φορά το χρόνο ο Λέοντας ο Γ΄ των Ισαύρων βάζει έναν «αρβανό» να τον καθαρίζει.