Ο Άρχοντας της γκρίνιας
Σταμάτης Κυριάκης
27 Μαΐου 2023
/ 11:03
Γράφει ο Σταμάτης Κυριάκης
Του έφταιγαν όλα.
Τριγύρναγε στο λιμάνι και κατήγγειλε τα πάντα.
Πολλοί είχαν παράπονα .
Το λιμάνι είχε τα χάλια του.
Αυτός όμως δεν έκανε άλλη δουλειά.
Έμπαινε στο κουρείο τάχαμου να κουρευτεί και εξαπέλυε κατάρες για τα κακώς κείμενα του λιμανιού.
Έμπαινε στα καφενεία και κατήγγειλε ασταμάτητα τους πάντες.
«Τα δέντρα στους δρόμους ήταν ακούρευτα από πέρσι και κανένας δεν ενδιαφέρεται».
«Τα σιντριβάνια ήταν γεμάτα αποτσίγαρα και σκουπίδια».
«Τα αγάλματα στις πλατείες ήταν μαύρα από τα καυσαέρια».
«Τα πεζοδρόμια ξηλωμένα ».
«Οι σκουπιδοτενεκέδες γεμάτοι».
«Τα καντούνια σκοτεινά ».
Αλλοίμονο αν τον συναντούσες . Σου μαύριζε την καρδιά.
Του φταίγανε οι πάντες και τα πάντα .
Αν τολμούσες να μιλήσεις για ένα καλοκαιρινό δειλινό , μια πανσέληνο του Αυγούστου, ένα παρτέρι με πανσέδες, δύο παιδιά που φιλιούνται στο παγκάκι, τα χελιδόνια στον ανοιξιάτικο ουρανό, σε κοίταζε με καχυποψία.
Η ομορφιά για αυτόν ήταν πλέον σημάδι συμβιβασμού.
Περισσότερο, όμως, του φταίγανε τα παιδιά του σχολείου που παίζανε στην πλατεία και φλέρταραν . « Η νεολαία είναι αναίσθητη και αδιάφορη για την κατάντια του λιμανιού».
Όλοι, πλέον, ήταν σίγουροι ότι αυτός (και μόνον αυτός) μισούσε περισσότερο από όλους το καταραμένο λιμάνι.
Αλλοίμονο σου αν τολμούσες να ασβεστώσεις τον τοίχο σου η να κοντοσταθείς σε μια βιτρίνα.
Σε κατήγγειλε αμέσως ως «Ρεφορμιστή».
Μια Κυριακή πήγαν, μια ομάδα παιδιών, με μικρές απόχες και μάζεψαν τα αποτσίγαρα και τα σκουπίδια από το σιντριβάνι.
Κόντεψε να πάθει έμφραγμα. «Αυτή ήταν δουλειά του Λιμενάρχη» …. «Γιαυτό τόνε πληρώνουμε».
Το χειρότερο, όμως, που μπορούσες να του κάνεις ήταν να του προτείνεις ένα σχέδιο για τον απόπλου από το λιμάνι της συμφοράς.
«Αφού δεν γίνεται να δούμε τον ωκεανό εάν δεν εγκαταλείψουμε το λιμάνι, ας αποπλεύσουμε λοιπόν!».
Σαν έτοιμος από καιρό σου αράδιαζε όλα τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η απόπλευση ήταν υπόθεση μιας «κατάλληλης στιγμής που δεν είχε έρθει ακόμα».
Αυτός θα καθόριζε το χρόνο και τον τρόπο της απόπλευσης ως ο πλέον έμπειρος σε ζητήματα αποπλεύσεων.
«Είδες τι έπαθαν όσοι δοκίμασαν να αποπλεύσουν ;»
«Η απόπλευση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια του κάθε μικροαστού τυχοδιώκτη και του κάθε βολονταριστή».
«Αν το καράβι δεν είναι ανθεκτικό και πλήρως εξοπλισμένο ποιος σου εγγυάται ότι θα καταφέρεις να βγεις στο πέλαγο».
«Ποιος σου εγγυάται ότι θα φτάσεις στον προορισμό;»
..και … «ποιος καθόρισε τον προορισμό;»
…και … «αναλογίστηκες τι θα γίνει στην πρώτη κακοκαιρία;»
…και … «Είναι αρκετά έμπειροι οι ναύτες;»
…και … «Θα φτάσουν τα τρόφιμα;»
Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια έκανε τον καθένα να νοιώθει τουλάχιστον σαν τυχοδιώκτη η σαν αφελή ερασιτέχνη της ναυσιπλοΐας.
Με τούτα και με κείνα κατάφερε, μετά από χρόνια ασταμάτητης γκρίνιας και ανακηρύχτηκε ο επίσημος γκρινιάρης της αθλιότητας του Λιμανιού.
Άνοιξε και γραφεία στην παραλιακή λεωφόρο .
Έστησε τον δερμάτινο θρόνο του πίσω από το δρύινο γραφείο και μπροστά στην τεράστια τζαμαρία που έβλεπε στην θάλασσα.
Προσέλαβε και προσωπικό και ξεκίνησε την αρχειοθέτηση της γκρίνιας κατά θέματα.
«Ύδρευση - αποχέτευση»
«Σιντριβάνια»
«Δημόσια ουρητήρια»
«Πεζοδρόμια»
«Σκουπιδοτενεκέδες».
Κρέμασε και ένα τεράστιο κάδρο πάνω από το γραφείο του με την φωτογραφία ενός φημισμένου θαλασσοπόρου μιας παλιάς απόπλευσης.
Έτσι, για να μην έχει κανένας καμιά αμφιβολία περί της ιδιοκτησίας του επί της γκρίνιας και επί των οραμάτων των μεγάλων θαλασσοπόρων .
Τρείς πλέον ήταν οι πυλώνες της κοινωνίας του λιμανιού.
Ο Λιμενάρχης, ο Μητροπολίτης και ο Άρχοντας της γκρίνιας.
Δεν ήταν και μικρό πράγμα.
Τριγύρναγε στο λιμάνι και κατήγγειλε τα πάντα.
Πολλοί είχαν παράπονα .
Το λιμάνι είχε τα χάλια του.
Αυτός όμως δεν έκανε άλλη δουλειά.
Έμπαινε στο κουρείο τάχαμου να κουρευτεί και εξαπέλυε κατάρες για τα κακώς κείμενα του λιμανιού.
Έμπαινε στα καφενεία και κατήγγειλε ασταμάτητα τους πάντες.
«Τα δέντρα στους δρόμους ήταν ακούρευτα από πέρσι και κανένας δεν ενδιαφέρεται».
«Τα σιντριβάνια ήταν γεμάτα αποτσίγαρα και σκουπίδια».
«Τα αγάλματα στις πλατείες ήταν μαύρα από τα καυσαέρια».
«Τα πεζοδρόμια ξηλωμένα ».
«Οι σκουπιδοτενεκέδες γεμάτοι».
«Τα καντούνια σκοτεινά ».
Αλλοίμονο αν τον συναντούσες . Σου μαύριζε την καρδιά.
Του φταίγανε οι πάντες και τα πάντα .
Αν τολμούσες να μιλήσεις για ένα καλοκαιρινό δειλινό , μια πανσέληνο του Αυγούστου, ένα παρτέρι με πανσέδες, δύο παιδιά που φιλιούνται στο παγκάκι, τα χελιδόνια στον ανοιξιάτικο ουρανό, σε κοίταζε με καχυποψία.
Η ομορφιά για αυτόν ήταν πλέον σημάδι συμβιβασμού.
Περισσότερο, όμως, του φταίγανε τα παιδιά του σχολείου που παίζανε στην πλατεία και φλέρταραν . « Η νεολαία είναι αναίσθητη και αδιάφορη για την κατάντια του λιμανιού».
Όλοι, πλέον, ήταν σίγουροι ότι αυτός (και μόνον αυτός) μισούσε περισσότερο από όλους το καταραμένο λιμάνι.
Αλλοίμονο σου αν τολμούσες να ασβεστώσεις τον τοίχο σου η να κοντοσταθείς σε μια βιτρίνα.
Σε κατήγγειλε αμέσως ως «Ρεφορμιστή».
Μια Κυριακή πήγαν, μια ομάδα παιδιών, με μικρές απόχες και μάζεψαν τα αποτσίγαρα και τα σκουπίδια από το σιντριβάνι.
Κόντεψε να πάθει έμφραγμα. «Αυτή ήταν δουλειά του Λιμενάρχη» …. «Γιαυτό τόνε πληρώνουμε».
Το χειρότερο, όμως, που μπορούσες να του κάνεις ήταν να του προτείνεις ένα σχέδιο για τον απόπλου από το λιμάνι της συμφοράς.
«Αφού δεν γίνεται να δούμε τον ωκεανό εάν δεν εγκαταλείψουμε το λιμάνι, ας αποπλεύσουμε λοιπόν!».
Σαν έτοιμος από καιρό σου αράδιαζε όλα τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η απόπλευση ήταν υπόθεση μιας «κατάλληλης στιγμής που δεν είχε έρθει ακόμα».
Αυτός θα καθόριζε το χρόνο και τον τρόπο της απόπλευσης ως ο πλέον έμπειρος σε ζητήματα αποπλεύσεων.
«Είδες τι έπαθαν όσοι δοκίμασαν να αποπλεύσουν ;»
«Η απόπλευση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια του κάθε μικροαστού τυχοδιώκτη και του κάθε βολονταριστή».
«Αν το καράβι δεν είναι ανθεκτικό και πλήρως εξοπλισμένο ποιος σου εγγυάται ότι θα καταφέρεις να βγεις στο πέλαγο».
«Ποιος σου εγγυάται ότι θα φτάσεις στον προορισμό;»
..και … «ποιος καθόρισε τον προορισμό;»
…και … «αναλογίστηκες τι θα γίνει στην πρώτη κακοκαιρία;»
…και … «Είναι αρκετά έμπειροι οι ναύτες;»
…και … «Θα φτάσουν τα τρόφιμα;»
Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια έκανε τον καθένα να νοιώθει τουλάχιστον σαν τυχοδιώκτη η σαν αφελή ερασιτέχνη της ναυσιπλοΐας.
Με τούτα και με κείνα κατάφερε, μετά από χρόνια ασταμάτητης γκρίνιας και ανακηρύχτηκε ο επίσημος γκρινιάρης της αθλιότητας του Λιμανιού.
Άνοιξε και γραφεία στην παραλιακή λεωφόρο .
Έστησε τον δερμάτινο θρόνο του πίσω από το δρύινο γραφείο και μπροστά στην τεράστια τζαμαρία που έβλεπε στην θάλασσα.
Προσέλαβε και προσωπικό και ξεκίνησε την αρχειοθέτηση της γκρίνιας κατά θέματα.
«Ύδρευση - αποχέτευση»
«Σιντριβάνια»
«Δημόσια ουρητήρια»
«Πεζοδρόμια»
«Σκουπιδοτενεκέδες».
Κρέμασε και ένα τεράστιο κάδρο πάνω από το γραφείο του με την φωτογραφία ενός φημισμένου θαλασσοπόρου μιας παλιάς απόπλευσης.
Έτσι, για να μην έχει κανένας καμιά αμφιβολία περί της ιδιοκτησίας του επί της γκρίνιας και επί των οραμάτων των μεγάλων θαλασσοπόρων .
Τρείς πλέον ήταν οι πυλώνες της κοινωνίας του λιμανιού.
Ο Λιμενάρχης, ο Μητροπολίτης και ο Άρχοντας της γκρίνιας.
Δεν ήταν και μικρό πράγμα.