Ο ήσυχος θάνατος της σιόρα Βερόνικα Δαλιέτου
Σταμάτης Κυριάκης
29 Απριλίου 2023
/ 13:49
Γράφει ο Σταμάτης Κυριάκης
Η Βερόνικα γεννήθηκε, μεγάλωσε και πέθανε στο ίδιο δωμάτιο.
Το παράθυρο της στα μουράγια «έβλεπε» από μια γωνία λίγη θάλασσα και ένα κομμάτι από το Βίδο.
Το όνειρό της πάντα ήταν ένα σύγχρονο διαμέρισμα που να καθαρίζεται εύκολα.
Με γυαλιστερά πατώματα , κάτασπρους τοίχους και μπετονένιο ταβάνι.
Το σπίτι ήταν σχετικά μεγάλο αλλά χωρίστηκε με μοροφίντα για να έχει το δωμάτιο του κάθε παιδί.
Εκεί παντρεύτηκε και εκεί μεγάλωσε «τρία κεφάλια παιδιά».
Η διαρρύθμιση του σπιτιού άλλαξε τρείς φορές.
Την μία όταν παντρεύτηκε.
Την άλλη όταν ήταν γκαστρωμένη στο τρίτο παιδί και την τρίτη στο τέλος που έμεινε μόνη της.
Με φώναξε στην τελευταία ανακαίνιση να βάλουμε τρία σιδερένια δοκάρια γιατί είχε λάντζο το πάτωμα.
Θυμάμαι που μου έδειχνε τα σημάδια από τα χωρίσματα και μου εξηγούσε λεπτομερώς την διαρρύθμιση του σπιτιού ανά εποχή.
Η Βερόνικα Δαλιέτου αισθανόταν πάντα ενοχές διότι παντρεύτηκε «έναν τιποτένιο».
Κυρίως τα είχε με τον εαυτό της και απορούσε για την ανοησία της να τον παντρευτεί.
Δεν ξέρω αν ο «τιποτένιος» ζει ακόμα. Έχω καιρό να τονε δώ. Όταν όμως τον έβλεπα να σουλατσάρει στην πιάτσα με ύφος καρδινάλιου μου γυρίζανε τα άντερα.
Στο καφενείο παρουσιαζόταν άλλοτε ως «Manager» , άλλοτε ως «shef» , άλλοτε ως «Responsabile» και άλλοτε ως μέτοχος εταιρείας ενοικιαζομένων αυτοκινήτων στην Μπενίτσα.
Ένας κλασικός κερκυραίος νιοράντες που ζούσε με δανεικά , με μικροαπάτες και με δουλειές του ποδαριού.
Όταν ετέθει το ζήτημα επί τάπητος η να μεγαλώσει τα παιδιά με το μισθό της η να θρέφει τον νιοράντε αποφάσισε να τον χωρίσει.
Αυτός , βέβαια έλεγε στα καφενεία ότι την παράτησε αυτός διότι δεν άντεχε την μιζέρια της.
Η Βερόνικα Δαλιέτου κράτησε το πατρικό της όνομα και το πατρικό της σπίτι και συνέχισε την ζωή της.
Δούλευε χρόνια δημοτικός υπάλληλος μέχρι που πήρε την σύνταξή της.
Με ένα μισθό κατάφερε και μεγάλωσε τα παιδιά της με απίστευτες στερήσεις.
Σε μια εποχή που η Κέρκυρα έβγαζε πολλά λεφτά , η Βερόνικα μετρούσε δεκάρες για να τα βγάλει πέρα αξιοπρεπώς. Μιλάμε για απίστευτους οικογενειακούς προϋπολογισμούς που ακόμα και εγώ που είμαι πάμφτωχος δεν θα τους είχα διανοηθεί.
Η Βερόνικα Δαλιέτου πέρασε την ζωή της δίπλα σε ένα παράθυρο που έβλεπε από μια γωνία την θάλασσα.
Δεν χρειαζόταν να κοιτάει το ρολόι στον τοίχο. Καταλάβαινε την ώρα από τα φέρυ που περνούσαν.
Την ρώταγες «τι ώρα είναι» και σου απαντούσε αμέσως χωρίς να κοιτάξει ρολόι.
Κάποια φορά πήγε και στην αδελφή της που ήταν παντρεμένη στην Αγγλία και όλο έλεγε για αυτό το ταξίδι.
Όποια συζήτηση και να είχατε θα στο γύριζε στο ταξίδι στην Αγγλία.
Κάποια στιγμή τα παιδιά έφυγαν και ακολούθησε το καθένα τον δρόμο του.
Η Βερόνικα Δαλιέτου έμεινε μόνη στο πατρικό της σπίτι στα μουράγια για πρώτη φορά στην ζωή της.
Ήταν τότε που την γνώρισα και άλλαξε για τρίτη φορά τα μοροφίντα.
Τώρα το σπίτι είχε μια μονοκόμματη και ευρύχωρη κουζίνα-τραπεζαρία με το δωμάτιο προς την θάλασσα, ένα μικρό υπνοδωμάτιο πίσω και ένα ευρύχωρο μπάνιο.
Όταν αρρώστησε μαζεύτηκαν παιδιά και αγγόνια στο νοσοκομείο.
Μπροστά της ήταν όλο λόγια παρηγοριάς.
Στο διάδρομο όμως τα βλέμματα σκοτείνιαζαν και γινόταν ανήσυχα.
Αγαπούσαν την μάνα τους αλλά τώρα άρχιζαν τα δύσκολα.
Τα συναισθήματα ήταν αντικρουόμενα και τα διλλήματα ασήκωτα .
Το κάθε παιδί είχε πλέον δική του οικογένεια και τα βάρη ήταν μεγάλα.
Αν αργήσει να πεθάνει ποιος θα την αναλάβει και έναντι ποίου ανταλλάγματος.
Δεν το λέγανε έτσι αλλά αυτό ήταν.
Η Βερόνικα Δαλιέτου ήξερε καλά τι γινόταν στους διαδρόμους του νοσοκομείου .
Καταλάβαινε και δικαιολογούσε.
Σε λίγες μέρες ήρθε το εξιτήριο και η «Μάμα» ξαναγύρισε στο σπίτι.
Το πρώτο πράμα που έκανε ήταν να καθίσει λαχανιασμένη στην ψάθινη καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και να τους ζητήσει ένα ποτήρι νερό.
Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι.
«Αυτή δεν ζήταγε ποτέ τίποτα».
«Τι συμβαίνει;»
Τις επόμενες μέρες κατέληξαν σε συμφωνία.
Θα την αναλάμβανε ο μικρότερος και όταν θα πέθαινε θα έπαιρνε το σπίτι.
Της ανακοίνωσαν την απόφαση και επειδή «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» έμενε να γραφτεί η διαθήκη για να είναι εξασφαλισμένος ο «μικρός» και να υπογράψουν και δήλωση στον συμβολαιογράφο οι υπόλοιποι ότι «ουδεμίαν απαίτησιν έχουν».
Αρνήθηκε. «Δεν έχω ανάγκη από νοσοκόμο». Είπε γελώντας και για να μην βαρύνει το κλίμα τους είπε και ένα ανέκδοτο και γέλασαν όλοι.
Αναρωτήθηκε και «Τι να μαγειρέψω για αύριο;» και τους καληνύχτισε.
Η Βερόνικα Δαλιέτου πέθανε μετά από δύο χρόνια καθώς ανέβαινε την σκάλα.
Είχε κατέβει στην πιάτσα να πάρει την σύνταξη και στο γυρισμό πήρε και μια τυρόπιτα.
Την βρήκαν οι γειτόνοι του παραπάνω ορόφου καθισμένη στο πλατύσκαλο με το κεφάλι της ακουμπημένο στον τοίχο και την τυρόπιτα στο χέρι.
Νόμιζαν ότι στάθηκε να ξεκουραστεί και αποκοιμήθηκε.
Κέρκυρα 19/2/2017
Το παράθυρο της στα μουράγια «έβλεπε» από μια γωνία λίγη θάλασσα και ένα κομμάτι από το Βίδο.
Το όνειρό της πάντα ήταν ένα σύγχρονο διαμέρισμα που να καθαρίζεται εύκολα.
Με γυαλιστερά πατώματα , κάτασπρους τοίχους και μπετονένιο ταβάνι.
Το σπίτι ήταν σχετικά μεγάλο αλλά χωρίστηκε με μοροφίντα για να έχει το δωμάτιο του κάθε παιδί.
Εκεί παντρεύτηκε και εκεί μεγάλωσε «τρία κεφάλια παιδιά».
Η διαρρύθμιση του σπιτιού άλλαξε τρείς φορές.
Την μία όταν παντρεύτηκε.
Την άλλη όταν ήταν γκαστρωμένη στο τρίτο παιδί και την τρίτη στο τέλος που έμεινε μόνη της.
Με φώναξε στην τελευταία ανακαίνιση να βάλουμε τρία σιδερένια δοκάρια γιατί είχε λάντζο το πάτωμα.
Θυμάμαι που μου έδειχνε τα σημάδια από τα χωρίσματα και μου εξηγούσε λεπτομερώς την διαρρύθμιση του σπιτιού ανά εποχή.
Η Βερόνικα Δαλιέτου αισθανόταν πάντα ενοχές διότι παντρεύτηκε «έναν τιποτένιο».
Κυρίως τα είχε με τον εαυτό της και απορούσε για την ανοησία της να τον παντρευτεί.
Δεν ξέρω αν ο «τιποτένιος» ζει ακόμα. Έχω καιρό να τονε δώ. Όταν όμως τον έβλεπα να σουλατσάρει στην πιάτσα με ύφος καρδινάλιου μου γυρίζανε τα άντερα.
Στο καφενείο παρουσιαζόταν άλλοτε ως «Manager» , άλλοτε ως «shef» , άλλοτε ως «Responsabile» και άλλοτε ως μέτοχος εταιρείας ενοικιαζομένων αυτοκινήτων στην Μπενίτσα.
Ένας κλασικός κερκυραίος νιοράντες που ζούσε με δανεικά , με μικροαπάτες και με δουλειές του ποδαριού.
Όταν ετέθει το ζήτημα επί τάπητος η να μεγαλώσει τα παιδιά με το μισθό της η να θρέφει τον νιοράντε αποφάσισε να τον χωρίσει.
Αυτός , βέβαια έλεγε στα καφενεία ότι την παράτησε αυτός διότι δεν άντεχε την μιζέρια της.
Η Βερόνικα Δαλιέτου κράτησε το πατρικό της όνομα και το πατρικό της σπίτι και συνέχισε την ζωή της.
Δούλευε χρόνια δημοτικός υπάλληλος μέχρι που πήρε την σύνταξή της.
Με ένα μισθό κατάφερε και μεγάλωσε τα παιδιά της με απίστευτες στερήσεις.
Σε μια εποχή που η Κέρκυρα έβγαζε πολλά λεφτά , η Βερόνικα μετρούσε δεκάρες για να τα βγάλει πέρα αξιοπρεπώς. Μιλάμε για απίστευτους οικογενειακούς προϋπολογισμούς που ακόμα και εγώ που είμαι πάμφτωχος δεν θα τους είχα διανοηθεί.
Η Βερόνικα Δαλιέτου πέρασε την ζωή της δίπλα σε ένα παράθυρο που έβλεπε από μια γωνία την θάλασσα.
Δεν χρειαζόταν να κοιτάει το ρολόι στον τοίχο. Καταλάβαινε την ώρα από τα φέρυ που περνούσαν.
Την ρώταγες «τι ώρα είναι» και σου απαντούσε αμέσως χωρίς να κοιτάξει ρολόι.
Κάποια φορά πήγε και στην αδελφή της που ήταν παντρεμένη στην Αγγλία και όλο έλεγε για αυτό το ταξίδι.
Όποια συζήτηση και να είχατε θα στο γύριζε στο ταξίδι στην Αγγλία.
Κάποια στιγμή τα παιδιά έφυγαν και ακολούθησε το καθένα τον δρόμο του.
Η Βερόνικα Δαλιέτου έμεινε μόνη στο πατρικό της σπίτι στα μουράγια για πρώτη φορά στην ζωή της.
Ήταν τότε που την γνώρισα και άλλαξε για τρίτη φορά τα μοροφίντα.
Τώρα το σπίτι είχε μια μονοκόμματη και ευρύχωρη κουζίνα-τραπεζαρία με το δωμάτιο προς την θάλασσα, ένα μικρό υπνοδωμάτιο πίσω και ένα ευρύχωρο μπάνιο.
Όταν αρρώστησε μαζεύτηκαν παιδιά και αγγόνια στο νοσοκομείο.
Μπροστά της ήταν όλο λόγια παρηγοριάς.
Στο διάδρομο όμως τα βλέμματα σκοτείνιαζαν και γινόταν ανήσυχα.
Αγαπούσαν την μάνα τους αλλά τώρα άρχιζαν τα δύσκολα.
Τα συναισθήματα ήταν αντικρουόμενα και τα διλλήματα ασήκωτα .
Το κάθε παιδί είχε πλέον δική του οικογένεια και τα βάρη ήταν μεγάλα.
Αν αργήσει να πεθάνει ποιος θα την αναλάβει και έναντι ποίου ανταλλάγματος.
Δεν το λέγανε έτσι αλλά αυτό ήταν.
Η Βερόνικα Δαλιέτου ήξερε καλά τι γινόταν στους διαδρόμους του νοσοκομείου .
Καταλάβαινε και δικαιολογούσε.
Σε λίγες μέρες ήρθε το εξιτήριο και η «Μάμα» ξαναγύρισε στο σπίτι.
Το πρώτο πράμα που έκανε ήταν να καθίσει λαχανιασμένη στην ψάθινη καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και να τους ζητήσει ένα ποτήρι νερό.
Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι.
«Αυτή δεν ζήταγε ποτέ τίποτα».
«Τι συμβαίνει;»
Τις επόμενες μέρες κατέληξαν σε συμφωνία.
Θα την αναλάμβανε ο μικρότερος και όταν θα πέθαινε θα έπαιρνε το σπίτι.
Της ανακοίνωσαν την απόφαση και επειδή «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» έμενε να γραφτεί η διαθήκη για να είναι εξασφαλισμένος ο «μικρός» και να υπογράψουν και δήλωση στον συμβολαιογράφο οι υπόλοιποι ότι «ουδεμίαν απαίτησιν έχουν».
Αρνήθηκε. «Δεν έχω ανάγκη από νοσοκόμο». Είπε γελώντας και για να μην βαρύνει το κλίμα τους είπε και ένα ανέκδοτο και γέλασαν όλοι.
Αναρωτήθηκε και «Τι να μαγειρέψω για αύριο;» και τους καληνύχτισε.
Η Βερόνικα Δαλιέτου πέθανε μετά από δύο χρόνια καθώς ανέβαινε την σκάλα.
Είχε κατέβει στην πιάτσα να πάρει την σύνταξη και στο γυρισμό πήρε και μια τυρόπιτα.
Την βρήκαν οι γειτόνοι του παραπάνω ορόφου καθισμένη στο πλατύσκαλο με το κεφάλι της ακουμπημένο στον τοίχο και την τυρόπιτα στο χέρι.
Νόμιζαν ότι στάθηκε να ξεκουραστεί και αποκοιμήθηκε.
Κέρκυρα 19/2/2017