Κατάχρησις εξουσίας
Η Θεία Ράνια με έγδερνε κάθε Κυριακή πρωί με τα γένια της. Με σήκωνε ψηλά και με φίλαγε ασταμάτητα. Ήταν μια από τις παιδικές τραυματικές μου εμπειρίες.
Εκτός από το μουστάκι είχε γένια και σε διάφορες κρεατοελιές εδώ και εκεί.
Μου θύμιζε την Μπουμπουλίνα με την γαμψή μύτη που με κοίταγε βλοσυρά στην Δευτέρα δημοτικού. Η μάνα μου την έλεγε «αλόγα» και την αντιπαθούσε. Η θεία Ράνια είχε αναλάβει να προστατεύει και να κουμαντάρει τον θείο Θωμά. Οποιαδήποτε κίνηση του στο τραπέζι, στο δρόμο και φαντάζομαι και στο κρεβάτι, ήταν υπό την άγρυπνη παρατήρηση της θείας Ράνιας.
Ο Θείος Θωμάς ήταν το ακριβώς αντίθετο. Πάντα φοβισμένος, πάντα υποχωρητικός, πάντα χαμηλών τόνων, ομορφάντρας, λεπτός, κομψός, πάντα καλοντυμένος, καλοχτενισμένος με μαλλιά κατάμαυρα κολλημένα με μπριγιόλ που σκεφτόσουν ότι άμα σε ακουμπήσει θα σε γιομίσει λάδια. Φορούσε δε, και γυαλιά ηλίου.
Μου θύμιζε τον Κούρκουλο στην ταινία «Κατάχρησις εξουσίας» με εκείνο το κουλ ύφος όταν ερχόταν από τον Έβρο με μια Μπεενβέ 316 φορτωμένος με ηρωίνη.
Η διαφορά ήταν ότι ο θείος Θωμάς είχε ένα Φολξβάγκεν σκαραβαίο χίλια τρακόσια κυβικά που το έλεγε «Ταρζάν». Ο θείος Θωμάς και η θεία Ράνια ήταν δύο άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί. Η θεία Ράνια ήταν δεξιά, νευρική, αγριεμένη αντρογυναίκα που τάβαζε με τους πάντες.
Μια φορά σε μια διασταύρωση κατέβηκε από τον Ταρζάν (από την θέση του συνοδηγού που καθόταν πάντα) άνοιξε την πόρτα του απέναντι αυτοκινήτου και έσυρε έξω από τα πέτα κάποιο δυστυχή οδηγό που, κατά την εκτίμηση της θείας Ράνιας, δεν είχε προτεραιότητα.
Ο θείος Θωμάς ήταν αριστερός που στα νεανικά του χρόνια πέρασε ένα φεγγάρι και από τους Λαμπράκηδες και είχε να το λέει ως πράξη ανυπέρβλητου ηρωισμού ισάξιου με του Λεωνίδα στην μάχη των Θερμοπυλών.
Κάθε Κυριακή στο τραπέζι η θεία Ράνια, εκτός από καθήκοντα προέδρου που ασκούσε , αφηγούταν και διάφορες ιστορίες που περιελάμβαναν καρκίνους , κολικούς του νεφρού, εμφράγματα, αυτοκινητιστικά δυστυχήματα και πτώσεις αεροπλάνων. Τα πάντα κατάληγαν σε φρικτούς θανάτους η σε εντατικές νοσοκομείων. Ο θείος Θωμάς παρακολουθούσε αμίλητος ξεροκαταπίνοντας την μπουκιά του.
Στην αρχή νόμιζα ότι αυτή η εμμονή της θείας Ράνιας με τους καρκίνους, τις καρδιοπάθειες, τις κολίτιδες και τις παθήσεις του παχέως εντέρου ήταν μια προσπάθεια να ξορκίσει τους ενδόμυχους φόβους που την κατέτρεχαν. Συν τω χρόνω κατάλαβα ότι συνέβαινε κάτι βαθύτερο.
Η θεία Ράνια μέσω μιας δήθεν αθώας συζήτησης ενστάλαζε το δηλητήριο του φόβου στον θείο Θωμά αργά και μεθοδικά. Έτσι πίστευε ότι μπορεί να τον κρατά δέσμιο.
Ένοιωθε διαρκώς ανασφαλής ζώντας δίπλα σε έναν άνδρα που είχε όλα τα προσόντα και θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να της φύγει με κάποιαν άλλη.
Ο θείος Θωμάς είχε παγιδευτεί και, όχι απλά συνηγορούσε σε όσα έλεγε η θεία Ράνια, αλλά είχε γίνει και κατά φαντασία ασθενής.
Τότε δούλευε σε μια αποθήκη κατεψυγμένων στην οδό Αθηνάς.
Του είχε μπει η ιδέα ότι εξαιτίας των κατεψυγμένων είχε αποκτήσει «καρδιά».
Σύμφωνα με την θεωρία του , τα παγωμένα κοτόπουλα του προκαλούσαν συστολή των αρτηριών με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η πίεση και η καρδιά του να μπαίνει σε δοκιμασία.
Ματαίως ο γιατρός του έλεγε ότι δεν έχει τίποτα και όλα αυτά τα προκαλεί ο φόβος.
-«Αν ήταν έτσι θα είχαν εξαφανισθεί οι Νορβηγοί» του είπε.
Παρόλα αυτά η θεία Ράνια του αγόρασε πιεσόμετρο και ανέλαβε να του μετράει την πίεση τρείς φορές την ημέρα.
Κάθε Κυριακή μεσημέρι μαθαίναμε ακριβώς την πίεση του θείου Θωμά για κάθε μέρα της εβδομάδας αναλυτικά, καθώς και πλήρες δελτίο θανάτων της περιοχής.
Εν συνεχεία ρευόμαστε ασταμάτητα τα γεμιστά της θείας Ράνιας τα οποία τα έφτιαχνε σχεδόν με σκέτο κιμά, λάδια φουλ και που και πού έβρισκες μέσα και κανένα σπυρί ρύζι.
Σε κάποια συζήτηση ο θείος Θωμάς ανέφερε ότι το «Κεφάλαιο μας πίνει το αίμα».
Η θεία Ράνια αναστατώθηκε και τον πήγε να κάνει ανάλυση αίματος.
Διαγνώστηκε με χαμηλό αιματοκρίτη και η θεία Ράνια του ξεκίνησε δίαιτα με τροφές πλούσιες σε σίδηρο και βιταμίνες Β 12.
Έτσι κυλούσε η ζωή μας τα μεσημέρια της Κυριακής στο τραπέζι ώσπου μια Κυριακή (που ήταν η σειρά μα ) δεν ήρθαν.
Το βράδυ χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει ο πατέρας μου. Γουρλώνει τα μάτια και λέει:
-«Πέθανε!».
-«Πέθανε ο θείος ο Θωμάς;» ερωτώ.
-«Όχι …πέθανε η θεία Ράνια»
Αδιανόητο! Η θεία Ράνια ήταν ογκόλιθος υγείας. Αν σούδινε φούσκο σε ξάπλωνε κάτω.
Κι όμως η θεία Ράνια πέθανε πριν τον θείο Θωμά. Δεν περνάει λίγος καιρός και ξαναχτυπάει το τηλέφωνο.
-«Παντρεύεται!»
-«Ποιος παντρεύεται ρε πατέρα;»
-«Ο θείος Θωμάς!»
-«Κιόλας!»
-«Ναι! βρήκε στο νεκροταφείο μια χήρα και την ερωτεύτηκε»
Έτσι , που λέτε, ο θείος Θωμάς βρέθηκε με δύο διαμερίσματα, ένα εξοχικό και δύο «οικοπεδάκια» στο Ζούμπερι. Μετά από κανένα εξάμηνο χτυπάει ξανά το τηλέφωνο.
-«Πέθανε!»
-«Ποιος πέθανε ρε πατέρα, ο θείος Θωμάς;»
-«Όχι! .. η χήρα.»
Άιντε πάλι ξανά στα νεκροταφεία.
Για να μην σας τα πολυλογώ ο θείος Θωμάς από νεκροταφείο σε νεκροταφείο απέκτησε μια μικρή αλλά υπολογίσιμη περιουσία.
Την τελευταία φορά τον συνάντησα στο φεριμπότ από την Ηγουμενίτσα για την Κέρκυρα.
Ερχόταν για διακοπές με κάποια τελευταία χήρα.
Είχα χάσει τον λογαριασμό. Μούφερε καφέ.
-«Γεράσαμε ανιψιέ» μου λέει με βλέμμα θλιμμένο.
-«Μια χαρά..τι ήθελες; Να πεθάνεις νέος;» απαντώ.
Συνέχισε σαν να μην με άκουσε.
-«Τελευταία ακούω κάτι πεταρίσματα».
-«Τι πεταρίσματα;» ερωτώ αφελώς.
-«Στην καρδιά» μου λέει χαμηλόφωνα δείχνοντας με την παλάμη του.
-«Η καρδιά είναι από την άλλη μεριά» απαντώ σοβαρά.
Κατέβηκε από το φέριμποτ με μία Άλφα Ρομέο Τζουλιέτα καμπριολέ. Φορούσε γυαλιά ηλίου και ένα φουλάρι μεταξωτό που ανέμιζε.
-«Τα λέμε ανιψιέ»!
Πέρασαν τα χρόνια και ο θείος Θωμάς χάθηκε ωσάν να αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Κάποιος μου είπε ότι μετανάστευσε στην Νέα Ζηλανδία για ένα καλύτερο αύριο.
Τελικά κανείς δεν έμαθε το «αν» ή το «πότε» πέθανε ο Θείος Θωμάς.
«Λεπτομέρειες» θα μου πείτε.