Άνοιξε πόρτα (Βαγγέλη)!
Κώστας Σπίγγος
21 Δεκεμβρίου 2016
/ 11:38
Γράφει ο Κώστας Σπίγγος
Μια φορά κι ένα καιρό, η γυαλιστερή μεταλλικού χρώματος πόρτα ενός πολύ όμορφου ψυγείου σκέφτηκε ότι το νόημα της ύπαρξής της δεν μπορεί να εξαντλείται στο να αποτελεί ένα σκέτο ανταλλακτικό. Τα ανοίγματα, τα κλεισίματα και τα τριξίματα, που τόσο καλά ήξερε να κάνει, δεν μπορεί παρά να είχαν μια πολύ σπουδαία και αυθύπαρκτη υπόσταση.
Σκέφτηκε, επίσης, ότι κρύωνε πολύ από την ψύξη…
της έπαιρνε τα αυτιά η λειτουργία του μοτέρ, που μάλιστα την ξυπνούσε όποτε ήθελε, το άθλιο…
βαριόταν αφόρητα την παρέα των εντελώς ηλίθιων ραφιών… τις προάλλες, μάλιστα, ένα τη σκούντηξε και κανένας δεν την υπερασπίστηκε…
αφήστε πια και τα ανεγκέφαλα, τα εντελώς αναλώσιμα σαλάμια και λάχανα…
και τα μονίμως αναποφάσιστα παγάκια…
Ενώ αν ξεφορτωνόταν αυτούς τους ποταπούς με τους οποίους ήταν σαν αλυσοδεμένη, η ζωή της θα ήταν ευτυχισμένη, διότι θα αποκτούσε «απαξάπαντος» πολύ ανώτερο νόημα…
Όσο το σκεφτόταν, τόσο της άρεσε η ιδέα της και σκέψου-σκέψου την έπιασε μεγάλος καϋμός να ολοκληρώσει την ύπαρξη της. Χρειαζόταν να εξελιχθεί. Να αναπτυχθεί. Για αρχή, αυτό ίσως να γινόταν επιβάλλοντας στους άλλους αυτά που της άρεσαν…
Άνοιξε ένα βράδυ μια κουβέντα με το μοτέρ και τα ράφια ελπίζοντας ότι θα την καταλάβουν…
Ζήτησε από το μοτέρ να μη δουλεύει όταν κοιμόταν και από τα ράφια ζήτησε να πάνε πιο πίσω…
Όμως αυτοί κάγχασαν και την έστειλαν στο από κει που ’ρθε…
Τότε κόλλησε πάνω της μαγνητάκια από τα καλύτερα μουσεία του κόσμου…
Όμως οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούσαν να τα δουν…
Ένα άλλο βράδυ η πόρτα επανήλθε στην αυτογνωσία, μαζί όμως και με ένα ακλόνητο επιχείρημα: «χαλόου, χωρίς εμένα, το ψυγείο δεν μπορεί να λειτουργήσει!…»
Όμως αυτοί, προς κακή έκπληξή της, πάλι κάγχασαν και την έστειλαν στο από κει που ’ρθε…
Η πόρτα θύμωσε και δεν κατάπιε την προσβολή, ούτε και τον ξεδιάντροπο εγωισμό των άλλων….
Άρχισε στην αρχή να τρίζει επιδεικτικά…
μετά να σκούζει…
μετά να καμώνεται πως έκλεισε και να μένει ανοιχτή…
ώσπου ένα καλοκαίρι, το μοτέρ του ψυγείου κάηκε.
Η πόρτα τότε ανατρίχιασε σύγκορμη. Ήταν σίγουρη πως ήρθε η ώρα της, η ώρα να παίξει επιτέλους το σπουδαίο ρόλο που της επιφύλασσε το σύμπαν: να γίνει ΑΥΤΗ το νόημα του ψυγείου - τι σας λέω, του σπιτιού ολόκληρου!
Ήταν σίγουρη ότι ο κάτοχος του ψυγείου θα έβλεπε τώρα κι εκείνος ξεκάθαρα, το προφανές: από αυτό το ψυγείο, το πιο σημαντικό που πραγματικά άξιζε να είχε προσεχθεί ήταν αυτή η πανέξυπνη, ατόφια, γυαλιστερή πόρτα. Ήλπιζε πως τώρα, ο ιδιοκτήτης θα αποφάσιζε επιτέλους να μετακινήσει αυτό, το στην ουσία αναβαθμισμένο και όχι χαλασμένο ψυγείο, σε μια θέση που πάντα του άξιζε: ίσως («αχ, μακάρι!») να του έβγαζε την πλάτη και τα ράφια και να το ενσωμάτωνε στην κάσα της εξώπορτας, στη θέση μάλιστα της προϋπάρχουσας πόρτας, με την οποία συνέχεια λοξοκυττιόντουσαν (εντάξει, οφείλω να το παραδεχτώ, ξύλινη, λιγομίλητη και με βαριά διάθεση).
Ο ιδιοκτήτης δεν προχώρησε βέβαια σε τέτοια ανοησία, αλλά ω του θαύματος, έβγαλε την πόρτα από το ψυγείο και με αυτήν έκλεισε ένα κοτέτσι που είχε έξω στον κήπο του.
Η πόρτα μας θεωρούσε ότι αναπτυσσόταν ραγδαία, ήταν πολύ υπερήφανη και δεν έπαυε να κάνει σχέδια για την αυτοπραγμάτωσή της…
-------------------------
…Καθώς έμπαινε το φθινόπωρο, μια μέρα έβρεξε και την επόμενη η πόρτα σκούριασε…
Σύντομα, τη φορτώσανε στη σκάρα ενός αυτοκινήτου και μετά από λίγες μέρες ακολούθησε το υπόλοιπο ψυγείο στην άδοξη τη μοίρα του (βίδες προς ανακύκλωση)…
Όπως αποφάνθηκαν αργότερα κάποιοι, πίνοντας ράθυμα τον πρωινό καφέ τους στην πλατεία, η πόρτα αυτή παρανόησε, αυτονομήθηκε και αποκόπηκε από το αρχικό νόημά της, που δεν ήταν άλλο από το να βοηθά στην ψύξη, με αποτέλεσμα το ψυγείο να αλλοτριωθεί και να (αυτο)-καταστραφεί… Η πόρτα, ως μέρος, ζήτησε να γίνει όλον στη θέση του όλου, παραβιάζοντας τη σαφή Δεύτερη Εντολή, να μην το κάνει (η Πρώτη είναι το «Μη μένεις μόνο στην κακή πλευρά ενός γεγονότος, πάντα υπάρχει και καλή, αρκεί να ψάξεις»). Τελικά, εννοείται πως τα έφαγε κι αυτή τα μούτρα της - και καλά να πάθει κιόλας!
Κι ας σημειωθεί δε πως στο λυπητερό αυτό παραμύθι κανείς δεν πέρασε καλά, ούτε κι εμείς καλύτερα. Ευτυχώς, να λέμε, που όλα αυτά αφορούσαν μια παλιόπορτα…