Η ωρολογιακή βόμβα του μερικού εμβολιασμού
Κώστας Σπίγγος
02 Ιουλίου 2021
/ 16:04
Μπορούμε και μακάρι να προβληματιστούμε συλλογικά πάνω σε προτάσεις ανθρωπιστικής, συμπεριληπτικής, ορθολογικής και οικολογικής αντιμετώπισης, με γνώμονα το «δάσος» και όχι τα «δέντρα», είναι κάτι που το τονίζω εδώ και ένα χρόνο, αλλά μέχρι τότε, γίνεται ατομικά παράλογο το να μην εμβολιαστούμε οι ευπαθείς, και εξηγούμαι!
Ας προσπαθήσω να διαφωτίσω, μέσα από τις αρχές της εξελικτικής βιολογίας, το βαθιά κρυμμένο άγνωστο ζήτημα των μεταλλάξεων και των εμβολίων. Σε αντίθεση με τα αντισώματα από τη φυσική νόσηση, τα εμβόλια που έχουμε μέχρι σήμερα παρασκευάσει δεν είναι εμβόλια κατά ολόκληρου του ιού αλλά κατά της ακίδας του, δηλαδή του πιο επικίνδυνου για τον άνθρωπο κομματιού του ιού. Η ακίδα κολλά τον ιό πάνω στους κυτταρικούς υποδοχείς της πρωτεΐνης ΜΕΑ, που αφθονούν στο αναπνευστικό δέντρο μας, ώστε ο κύκλος της ζωής του να προκαλεί την παράπλευρη συνέπεια της πνευμονίας, ιδίως σε όσους από εμάς έχουμε αφθονία αυτών των υποδοχέων και μάλιστα κινδυνεύουμε περισσότερο όσοι για διάφορους συνδημικούς λόγους δεν είμαστε σε θέση να αντέξουμε μία τέτοια πνευμονία.
Το μήνυμα που το εμβόλιο μεταφέρει προς τον ιό είναι, «δεν έχουμε πρόβλημα με το σύνολο του... χαρακτήρα σου αλλά βασικά με... τα δάκτυλά σου γιατί το άρπαγμά σου μάς σκοτώνει. Αν δεχτείς να μεινεις χωρίς δάκτυλα, τότε μπορεί και να γίνεις και... φίλος μας». Ασκούμε δηλαδή αυτό που ονομάζεται εξελικτική πίεση ώστε ο ιός να βρει άλλους κυτταρικούς υποδοχείς για να αρπάζεται. Ενδέχεται να το καταφέρει, αλλά προφανώς δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο ιός, δηλαδή μία δεινή μηχανή παρασιτικής αναπαραγωγής του εαυτού της με τεράστια διάδοση αυτή τη στιγμή εντός του ανθρώπινου σώματος παγκοσμίως, δεν θα βρει να αρπαχτεί από κάπου ακόμη χειρότερα για εμάς. Ο ιός δεν γνωρίζει πώς να γίνει φίλος μας!
Δεδομένου ότι είναι εντελώς ουτοπικό να συζητάμε για εκρίζωση του κορωνοϊού-19 από τον πλανήτη, το τι θα απογίνει είναι πραγματικά απρόβλεπτο. Μπορούμε και μακάρι να προβληματιστούμε συλλογικά πάνω σε προτάσεις ανθρωπιστικής, συμπεριληπτικής, ορθολογικής και οικολογικής αντιμετώπισης, με γνώμονα το «δάσος» και όχι τα «δέντρα», είναι κάτι που το τονίζω εδώ και ένα χρόνο, αλλά μέχρι τότε, γίνεται ατομικά παράλογο το να μην εμβολιαστούμε οι ευπαθείς, και εξηγούμαι!
Τα σωρευόμενα δεδομένα του τελευταίου μήνα δείχνουν ότι το εμβόλιο, τουλάχιστον αναφορικά με το στέλεχος Δέλτα, ασκεί τη δράση του εξαιρετικά ως προς την αποτροπή της σοβαρής νόσου, λιγότερο της ελαφράς νόσου των ευπαθών και ακόμα λιγότερο της φορείας του ιού ή της αμβλυχρής νόσου, δηλαδή της ασυμπτωματικής μετάδοσης. Αυτό όμως δημιουργεί ένα σοβαρό ζήτημα για την πολιτική μας των εμβολιασμών.
Είμαστε μακριά από την επιθυμητή πλήρη εμβολιαστική κάλυψη του >80% του συνόλου του πληθυσμού. Αν λοιπόν η πολιτική είναι πάνω από όλα ιεράρχηση προτεραιοτήτων, ο εμβολιασμός των ευπαθών κρίνεται μακράν αποδοτικότερος υγειονομικά από τον εμβολιασμό των νέων. Σε προ ημερών κεντρικό άρθρο μου, τόνισα ότι στη βάση των αριθμητικών δεδομένων της πανδημίας, η ομάδα πληθυσμού που θα είχε τη μεγαλύτερη αξία να εμβολιαστεί δεν είναι οι 18-χρονοι, αλλά αυτοί που έχουν μεν βιολογικά καλές πιθανότητες να βγουν σε λειτουργική κατάσταση αυτονομίας και όχι ανεπανόρθωτης βλάβης από μια ΜΕΘ, ενώ παράλληλα έχουν και μεγάλη πιθανότητα να μπουν σε αυτή αν μολυνθούν, δηλαδή, το κρίσιμο για τον ερχόμενο χειμώνα κάτω ηλικιακό όριο είναι τα 45 και το άνω τα 75 έτη. Ακόμη σημαντικότερα: ακόμη και αν όλοι οι ευπαθείς (πρακτικά οι άνω των 45) πείθονταν να εμβολιαστούν σήμερα, είναι μεγάλο ζήτημα αν προλαβαίνουμε να φτάσουμε στο 80% μέχρι τον Οκτώβριο, αν όχι νωρίτερα.
Αντί να επικεντρωθούμε λοιπόν μόνο στον πάση θυσία εμβολιασμό των ευπαθών, τα βασικά μηνύματα που επισήμως εκπέμπονται γίνονται ο τρόπος γιγάντωσης του τέταρτου κύματος, καθώς, δεδομένων των συνθηκών, κάθε νέος εμβολιασμένος που παράλληλα χαλαρώνει τα μέτρα αποστασιοποίησης και ατομικής προστασίας γίνεται κυριολεκτικά μια ωρολογιακή βόμβα κατά του ευπαθούς ανεμβολίαστου. Τώρα, περισσότερο από πριν, αυτό καθιστά τον άμεσο εμβολιασμό των ευπαθών κυριολεκτικά ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Εκλιπαρώ κι εγώ, όλες κι όλους τους συμπολίτες μου, προς επικράτηση της λογικής σε συνεπικουρία του ενστίκτου της επιβίωσης…
Το μήνυμα που το εμβόλιο μεταφέρει προς τον ιό είναι, «δεν έχουμε πρόβλημα με το σύνολο του... χαρακτήρα σου αλλά βασικά με... τα δάκτυλά σου γιατί το άρπαγμά σου μάς σκοτώνει. Αν δεχτείς να μεινεις χωρίς δάκτυλα, τότε μπορεί και να γίνεις και... φίλος μας». Ασκούμε δηλαδή αυτό που ονομάζεται εξελικτική πίεση ώστε ο ιός να βρει άλλους κυτταρικούς υποδοχείς για να αρπάζεται. Ενδέχεται να το καταφέρει, αλλά προφανώς δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο ιός, δηλαδή μία δεινή μηχανή παρασιτικής αναπαραγωγής του εαυτού της με τεράστια διάδοση αυτή τη στιγμή εντός του ανθρώπινου σώματος παγκοσμίως, δεν θα βρει να αρπαχτεί από κάπου ακόμη χειρότερα για εμάς. Ο ιός δεν γνωρίζει πώς να γίνει φίλος μας!
Δεδομένου ότι είναι εντελώς ουτοπικό να συζητάμε για εκρίζωση του κορωνοϊού-19 από τον πλανήτη, το τι θα απογίνει είναι πραγματικά απρόβλεπτο. Μπορούμε και μακάρι να προβληματιστούμε συλλογικά πάνω σε προτάσεις ανθρωπιστικής, συμπεριληπτικής, ορθολογικής και οικολογικής αντιμετώπισης, με γνώμονα το «δάσος» και όχι τα «δέντρα», είναι κάτι που το τονίζω εδώ και ένα χρόνο, αλλά μέχρι τότε, γίνεται ατομικά παράλογο το να μην εμβολιαστούμε οι ευπαθείς, και εξηγούμαι!
Τα σωρευόμενα δεδομένα του τελευταίου μήνα δείχνουν ότι το εμβόλιο, τουλάχιστον αναφορικά με το στέλεχος Δέλτα, ασκεί τη δράση του εξαιρετικά ως προς την αποτροπή της σοβαρής νόσου, λιγότερο της ελαφράς νόσου των ευπαθών και ακόμα λιγότερο της φορείας του ιού ή της αμβλυχρής νόσου, δηλαδή της ασυμπτωματικής μετάδοσης. Αυτό όμως δημιουργεί ένα σοβαρό ζήτημα για την πολιτική μας των εμβολιασμών.
Είμαστε μακριά από την επιθυμητή πλήρη εμβολιαστική κάλυψη του >80% του συνόλου του πληθυσμού. Αν λοιπόν η πολιτική είναι πάνω από όλα ιεράρχηση προτεραιοτήτων, ο εμβολιασμός των ευπαθών κρίνεται μακράν αποδοτικότερος υγειονομικά από τον εμβολιασμό των νέων. Σε προ ημερών κεντρικό άρθρο μου, τόνισα ότι στη βάση των αριθμητικών δεδομένων της πανδημίας, η ομάδα πληθυσμού που θα είχε τη μεγαλύτερη αξία να εμβολιαστεί δεν είναι οι 18-χρονοι, αλλά αυτοί που έχουν μεν βιολογικά καλές πιθανότητες να βγουν σε λειτουργική κατάσταση αυτονομίας και όχι ανεπανόρθωτης βλάβης από μια ΜΕΘ, ενώ παράλληλα έχουν και μεγάλη πιθανότητα να μπουν σε αυτή αν μολυνθούν, δηλαδή, το κρίσιμο για τον ερχόμενο χειμώνα κάτω ηλικιακό όριο είναι τα 45 και το άνω τα 75 έτη. Ακόμη σημαντικότερα: ακόμη και αν όλοι οι ευπαθείς (πρακτικά οι άνω των 45) πείθονταν να εμβολιαστούν σήμερα, είναι μεγάλο ζήτημα αν προλαβαίνουμε να φτάσουμε στο 80% μέχρι τον Οκτώβριο, αν όχι νωρίτερα.
Αντί να επικεντρωθούμε λοιπόν μόνο στον πάση θυσία εμβολιασμό των ευπαθών, τα βασικά μηνύματα που επισήμως εκπέμπονται γίνονται ο τρόπος γιγάντωσης του τέταρτου κύματος, καθώς, δεδομένων των συνθηκών, κάθε νέος εμβολιασμένος που παράλληλα χαλαρώνει τα μέτρα αποστασιοποίησης και ατομικής προστασίας γίνεται κυριολεκτικά μια ωρολογιακή βόμβα κατά του ευπαθούς ανεμβολίαστου. Τώρα, περισσότερο από πριν, αυτό καθιστά τον άμεσο εμβολιασμό των ευπαθών κυριολεκτικά ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Εκλιπαρώ κι εγώ, όλες κι όλους τους συμπολίτες μου, προς επικράτηση της λογικής σε συνεπικουρία του ενστίκτου της επιβίωσης…