Δευτέρα 23.12.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Εμβόλια, λογική κι ευαισθησία

Κώστας Σπίγγος
14 Απριλίου 2021 / 10:25

Αναλόγως του ατομικού σκοπού, καθορίζεται η χαλαρότητα ή αυστηρότητά μας απέναντι στο να αφήσουμε τις πιθανότητες να αποφασίσουν για εμάς. Αν σκοπός μας είναι η γενική βελτίωση της ανθρωπότητας, τότε οι ατομικές «ατυχίες» βιώνονται ως μάθηση. Αν όχι, βιώνονται ως απειλές. Δύσκολο να δούμε τα της πανδημίας ως ευκαιρία για γενική βελτίωση, εύκολο ως ατομική απειλή.

Μετά και τις ανησυχίες για δεύτερο εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, είναι πλέον γεγονός ότι για την ομαλή εξέλιξη του εμολιασμού κατά της COVID-19, χρειάζεται ο προσδιορισμός του ηλικιακού ορίου εκείνου (που μάλλον είναι διαφορετικό και ανά φύλο) που θα βελτιστοποιεί το λόγο οφέλους και κινδύνων από την εφαρμογή του και η διαρκής αναπροσαρμογή αυτού του ορίου στα νέα δεδομένα.
Η έλλειψη / αναβολή των αποφάσεων δεν προστατεύει κανέναν, απλώς αυξάνει τις παρενέργειες, προσθέτοντας σε αυτές όσους αχρείαστα καθυστερούν τον εμβολιασμό τους και στην πορεία θα νοσήσουν σοβαρά εξαιτίας της καθυστέρησης.
Χρέος της Ελληνικής πολιτείας και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων δεν είναι φυσικά να παρέχει εγγυήσεις που μόνο ο Θεός μπορεί να δώσει (εγγυήσεις που δεν υπάρχουν και είναι υπεράνω της επιστήμης), αλλά να επικαιροποιεί επίσημα και υπεύθυνα τα δεδομένα που αφορούν την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων και ακολούθως, να συντάσσει επειγόντως τις κατευθυντήριες οδηγίες και συστάσεις, εξειδικευόμενες ανά πληθυσμιακές ομάδες. Οι συστάσεις αυτές θα βασιστούν στις σχετικές πιθανότητες, γνωστές και ως «λόγοι πιθανοτήτων». Κάτι τέτοιο ήδη γίνεται σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες αλλά όχι σε όλες.
Τι μπορεί τελικά να σημαίνει η «πιθανότητα»; Πέρα από τους μαθηματικούς ορισμούς, στην πράξη πρόκειται μόνο για μια σύγκριση, η οποία αφορά τις επαναλήψεις ενός σαφώς προσδιορισμένου συμβάντος. Αν κάποιο γεγονός συμβαίνει ίδιο πάλι και πάλι, τότε το πόσες φορές συμβαίνει, σε σύγκριση με το πόσες φορές συμβαίνει κάποιο άλλο -προσδιορισμένο- συμβάν, διαμορφώνει την έννοια του μυαλού μας που μετά, ως μαθηματικό πηλίκο, την ονομάζουμε πιθανότητα.
Για παράδειγμα, πόσες φλεβικές θρομβώσεις ετησίως παθαίνουν π.χ. οι 50χρονοι «στα καλά του καθουμένου» πόσες οι εμβολιαζόμενοι από κάποιο εμβόλιο και πόσα εμβόλια θα γίνουν σε 50χρονους, έναντι του πόσες οι πιθανότητες να νοσήσουν από κορωνοϊό, πόσες να εμφανίσουν σοβαρή νόσο ή θάνατο, πόσο αυτές μειώνονται με ένα συγκεκριμένο εμβόλιο κ.λπ.
Η δύναμη της επιστήμης είναι ότι εκμεταλλεύεται τις πιθανότητες. Το ένα εγγενές πρόβλημα, όμως, είναι ότι ακόμη και ο πιο άρτιος υπολογισμός τους μπορεί να οδηγήσει σε λάθη εάν βασίστηκε σε ανακριβή δεδομένα. Αυτό ομολογουμένως συμβαίνει πάντα, αλλά ο βαθμός της ανακρίβειας διαφέρει, ενώ στην περίπτωση μας είναι πολύ μεγάλος.
Το δεύτερο πρόβλημα -απόλυτο αυτό- είναι ότι η ζωή του ατόμου που αποφασίζει είναι μόνο μία. Όλοι τραβάμε λαχνό από το σακούλι αλλά μόνο μία φορά. Άρα, για όσους αποφασίσουν με βάση τις πιθανότητες, θα υπάρξουν -με μαθηματική βεβαιότητα- εκείνοι οι λίγοι, τους οποίους η επιστήμη θα προδώσει ατομικά! Κυρίως για το δεύτερο λόγο, η βιολογική εξέλιξη του εγκεφάλου μας δεν έχει συμπεριλάβει τις πιθανότητες ως κύρια μέθοδο λήψης των αποφάσεων μας, αλλά τα συναισθήματα. Λογικό είναι (!) πως η μία ζωή μας είναι αδύνατο να βιωθεί ως «αντικειμενική», δηλαδή ως «εκδοχή ζωής».
Το έργο, η ζωή με αρχή, σκοπό και τέλος, βιώνεται σε μία μοναδική παράσταση. Αναλόγως του ατομικού σκοπού, καθορίζεται η χαλαρότητα ή αυστηρότητά μας απέναντι στο να αφήσουμε τις πιθανότητες να αποφασίσουν για εμάς. Αν σκοπός μας είναι η γενική βελτίωση της ανθρωπότητας, τότε οι ατομικές «ατυχίες» βιώνονται ως μάθηση. Αν όχι, βιώνονται ως απειλές. Δύσκολο να δούμε τα της πανδημίας ως ευκαιρία για γενική βελτίωση, εύκολο ως ατομική απειλή. Έτσι, αυτό που θα καθορίσει πόσοι θα εμβολιαστούμε είναι το τι φοβόμαστε περισσότερο (τις αρρώστιες ή τις θεραπείες) και όχι η λογική. Κι επειδή μιλάμε για απειλές και όχι για εξερεύνηση, κάθε διαφωνία είναι συνθήκη σύγκρουσης και όχι αφορμή για γόνιμο διάλογο.