…Teachers! Leave them kids alone!...
Κώστας Σπίγγος
01 Σεπτεμβρίου 2016
/ 13:20
Αν η επιστημονική καριέρα δεν φέρνει λεφτά κι αν η επιστημονική καριέρα δεν μας πάει ούτε στον παράδεισο κι αν τα λεφτά επίσης δεν μας πάνε στον παράδεισο, τότε, παρακαλώ, «πού έχει χαθεί η μπάλα»;
...Κι όλα πιο εύκολα τ’ αντέχεις στον παράδεισο.
Η μοναξιά, η απόρριψη, οι απώλειες, ο θάνατος,
οι σαματάδες, οι θυμοί, πόνοι και δάκρυα,
τα πανανθρώπινα, εφήμερα ή πάτρια,
σ’ ένα παράδεισο, όλα θ’ ανακουφίζονταν.
Τίποτα δεν θα έρχεται για να μείνει.
Των πεπραγμένων το αμείλικτο; Θα φθίνει.
Ναι, στον παράδεισο, όλα θα αφανίζονταν!
Οι άγριες νίκες στήνονται πάνω στην ωδίνη…
Αν η επιστημονική καριέρα δεν φέρνει λεφτά κι αν η επιστημονική καριέρα δεν μας πάει ούτε στον παράδεισο κι αν τα λεφτά επίσης δεν μας πάνε στον παράδεισο, τότε, παρακαλώ, «πού έχει χαθεί η μπάλα»; Η δημοσίευση μου έχει ως αφορμή το Σεπτέμβρη, του πνεύματος και της ανασύνταξης. Από Σεπτέμβρη σε Σεπτέμβρη, όλο και περισσότεροι, όλο και περισσότερο μορφωμένοι, όλο και περισσότερες ώρες της ημέρας, δουλεύουμε σε δουλειές όλο και πιο εύκολες που όμως μας φαίνονται όλο και περισσότερο βαρετές (α-νόητες, άνευ νοήματος) και είναι όλο και φτωχότερα αμειβόμενες. Μήπως το μέλλον μας απολήγει έτσι στη ρυθμική αναπνοή στο κρεβάτι, με επιδόσεις expert, 24 ώρες επί 7 μέρες, με αμοιβή ορούς και ευφοριογόνα;
Αν κάτι προάγει ο πολιτισμός μας με απόλυτη συνέπεια, αυτό είναι η αύξηση του πληθυσμού μας στον πλανήτη. Ως τώρα όμως, ο παράδεισος επί της γης, η ευτυχία, μοιάζει να είναι σταθερό μέγεθος: διαμοιράζεται σε περισσότερους από όλο και λιγότερη. Τα δε ναρκωτικά, νόμιμα, παράνομα ή συγκαλυμμένα, ηρεμιστικά η ευφοριογόνα, ως παρακάμψεις του μπλόκου της κυρίας οδού, προαπαιτούν την ανθρώπινη δυσφορία.
Γεμάτο στομάχι
Για πολλούς, η μπάλα χάθηκε στην απληστία, την αγνωμοσύνη και την αμνησία. Διαφορετικά, θα είχαμε τη στοιχειώδη συναίσθηση της καταγωγής μας αλλά και της πραγματικότητας γύρω μας και αυτά τα ερωτήματα θα τα απαντούσαμε στο λεπτό. Εννοούν, με λίγα λόγια, ότι αυτά είναι ερωτήματα μόνο των χορτασμένων. Οι πεινασμένοι δεν βασανίζονται από τέτοια. Αν λοιπόν οι ταλαίπωροι του πνεύματος και κορεσμένοι του σώματος Δυτικοί γινόμασταν μεγαλόψυχοι, θα απαρνούμασταν τα μισά μας υπάρχοντα και θα μειώναμε τις απολαύσεις μας και τότε μπορεί όλα αυτά, τα ενδεχομένως ψευδή ερωτήματα, να εξαφανίζονταν ακαριαία.
Χάνουμε οι χορτάτοι το δικαίωμα στο εντελώς υποκειμενικό βίωμα πληρότητας, που θρυλείται πως ονομάζεται ευτυχία; Μια τέτοια φίμωση, μέσω της δημιουργίας ενοχής, ως προς το ότι χορτάτοι διανοούμενοι αγωνιούν για ζητήματα βαρεμάρας όταν άλλοι αγωνιούν για να γεμίσουν το στομάχι τους, δεν συνιστά απάντηση. Θα εμπεριείχε ίσως και μια αντίφαση, καθώς η πληρότητα του ανθρώπου θεωρείται πως θα προέλθει από τη μεγαλοψυχία, θα είναι δηλαδή πνευματικής φύσης, η οποία όμως μεγαλοψυχία εξακολουθεί να έχει μόνο υλικό περιεχόμενο, τη δίκαιη συμμετοχή στην πείνα.
Και ποιος μας λέει πως όταν οι πεινασμένοι καταστούν χορτάτοι δεν θα περάσουν στο επόμενο στάδιο, αναζητώντας πλέον πνευματικά και όχι υλικά την ευτυχία τους; Προφανώς, το ηθικό βάρος του ζητήματος της δικαιοσύνης στον κόσμο παραμένει ατόφιο, αλλά η απονομιμοποίηση του ερωτήματος περί ευτυχίας δεν απαντά στην ουσία του. Η συζήτηση περί ευτυχίας δεν παρακάμπτει τη συζήτηση περί δικαιοσύνης.
Επί του πρακτέου μάλιστα, δεν ωφελεί κανένα, ούτε εμάς ούτε τους δυνητικούς οφειλέτες ημών, να ξεχνάμε πως ακριβώς ο κορεσμός, η χορτασίλα, θα μπορούσε να είναι κι αυτή που θα κατέλυε την αγαθή ιδέα της μεγαλοψυχίας. Αν π.χ. υπάρχει κάποιος πόλεμος πολιτισμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης και αν υπάρχει κάποιο υπερόπλο της πρώτης εναντίον της δεύτερης, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η μόλυνση του χορτάτου μυαλού από τη σκλήρυνση των συναισθημάτων και το στένεμα της σκέψης των απελπισμένων. Κι αν δεχτούμε τα διαθέσιμα ιστορικά δεδομένα, στην υλική αποστέρηση ο H. sapiens έχει δείξει πολύ μεγαλύτερη έλλειψη οικουμενικής ή έστω και ανθρωπιστικής συνείδησης.
Η μεγαλοψυχία, όπως και η οικουμενική συλλογικότητα, δεν μοιάζουν να φέρονται εντός του ανθρώπου ως καθολικές έννοιες (βεβαίως, μπορούν να διδαχτούν). Οι ανθρώπινες συνομαδώσεις είναι διαβόητες για τη διαρκή αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, ατόμων ή άλλων συνομαδώσεων, των οποίων η αποκοπή από το κυρίως σώμα λειτουργεί ενωτικά για τις πρώτες.
Υπερτροφία της γλώσσας
Η αγάπη δεν έχει ανάγκη μια λέξη με 5, 4 ή 6 γράμματα για να υπάρχει. Αν η λέξη δεν υπήρχε, τότε η παντομίμα που θα την αντικαθιστούσε θα ήταν άκρως πιο αντιπροσωπευτική του νοήματος της αγάπης. Όμως, αυτή η κατάχρηση του επικοινωνιακού μέσου, που όντως είναι η γλώσσα, καθιστά βιώσιμους και μη δακτυλοδειχτούμενους διάφορους που σου στέλνουν μήνυμα «Σε αγαπώ» την ώρα που σε μαχαιρώνουν!
Στη νεωτερική εποχή μας, αν κάτι δεν έχει όνομα «δεν υπάρχει». Οι λέξεις τείνουν να κυριαρχούν ολοκληρωτικά πάνω στις αισθήσεις και να καταδικάζουν σε φαινομενική ανυπαρξία τόσο τις λεπτότατες αποχρώσεις του υπαρκτού αλλά συχνά και ολόκληρα χοντρά κομμάτια του. Ακόμη και στην ιδανική περίπτωση που αυτό δεν θα συνέβαινε, οι αφαιρετικά παραγόμενες λέξεις διαθέτουν από μυαλό σε μυαλό διαφορετικό συναισθηματικό βάρος, άρα χαρακτηρίζονται από εγγενή υποκειμενισμό. Είναι δηλαδή οι λέξεις δίκοπα μαχαίρια, επιταχυντής αλλά και αναστολέας της επικοινωνίας. Ένας υποχρεωτικός προθάλαμος των σύγχρονων ψυχώσεων.
Αν λοιπόν απελευθερωθούμε από τη δικτατορία του λόγου επί των αισθήσεων, η ευτυχία δεν έχει ως αντίθετό της τη δυστυχία. Είναι βασικό για τη συζήτησή μας να διακρίνουμε μεταξύ της ιδεαλιστικής ευτυχίας, προσεγγίσιμης από το πνεύμα και με αντίθετό της τη δυσφορία και της βιωματικής ευεξίας, ψηλαφητής από τις αισθήσεις και με αντίθετό της τη στέρηση, την πραγματική ίσως δυστυχία.
Ο άνθρωπος δεν παύει είναι ο μοναδικός οργανισμός που εκτός από την συντήρηση των γονιδίων του επιζητά παράλληλα και τη συντήρηση των ιδεών του. Αποζητά δηλαδή νόημα στην ύπαρξή του, το οποίο μόνο ο ίδιος είναι σε θέση να δώσει, γινόμενος εκπρόσωπος (φορέας) ιδεατών υπερατομικών οντοτήτων που τον υπερβαίνουν. Η μεγαλοψυχία είναι μία από αυτές. Η θέωση μια άλλη. Αυτή η πνευματικότητα δεν μπορεί να είναι ψευδαίσθηση· απορρέει από τον ίδιο τον εγκέφαλο που σκέφτεται, σκέφτεται για να υπάρχει, σκέφτεται γιατί υπάρχει και δεν θα χρειαζόταν να υπάρχει χωρίς να σκέφτεται.
«Γιατί» ζητά «Επειδή» κι ο ευρών αμειφθήσεται
Το γεμάτο στομάχι και η υπερτροφία της γλώσσας και του πνεύματος είναι λοιπόν δύο πιθανοί λόγοι για τους οποίους η της ευτυχίας αναζήτηση μπορεί να καθίσταται άκυρη, ώστε η μπάλα να παραμένει χαμένη. Ο κόσμος σήμερα δεν σταματά στον ορίζοντα εκεί που πέφτει το βλέμμα μας, ούτε προς την Ανατολή ούτε και προς τη Δύση. Έχει γίνει τόσο πολύπλοκος για το φτωχό μυαλό μας, ώστε ένα τεράστιο πλήθος από «Γιατί» αναζητούν απελπισμένα τα «Επειδή» τους προς βίον ανθόσπαρτον - και δεν τα βρίσκουν. Δεν τα βρίσκουν καθώς αυτά είναι σε γενική έλλειψη, οπότε τα διψασμένα «Γιατί» μας πέφτουν εύκολα στην παγίδα διαφόρων επιτήδειων «Έτσι μου φαίνεται» και άλλων παρόμοιων απατεωνίσκων της σκέψης.
Η δε περιρρέουσα μορφωτική ατμόσφαιρα (σχολείο, πανεπιστήμιο, ΜΜΕ) καλλιεργεί έντονα την παραπάνω προσδοκία, υπαινισσόμενη ότι για κάθε «Γιατί» υπάρχει ένα ακλόνητο «Επειδή» που φυσικά και μπορούμε να το βρούμε (πολύ ευκολότερα, προφανώς, με την ανάγκη των διαφόρων ειδικών, με το αζημίωτο βεβαίως). Όσο οι θεοί τοποθετούνταν εκτός του ανθρώπου, η δυστυχία ήταν θεϊκή βούληση, αν όμως ο άνθρωπος της νεωτερικότητας είναι θεός, οφείλει και να ευτυχεί, ειδάλλως είναι ο γελοιωδέστερος θεός όλων των εποχών.
Οι στίχοι μου της αρχής υπονοούν την αποδοχή που αναγκαστικά οφείλουμε στις απώλειες, ως του αναγκαίου καμβά για την ύφανση της ανακούφισης. Χωρίς την απώλεια δεν υπάρχει μέτρο για τη χαρά, παρά στείροι βερμπαλισμοί. Κι όπως υπονόησε ο Ν. Καζαντζάκης, ο Χριστός είναι απάντηση στον αντίχριστο και όχι το αντίστροφο. Ας φέρουμε λοιπόν τα κόκκαλά μας από τη μήτρα της μάνας μας ως τον τάφο μας, αφήνοντας ζωντανά επί της γης όσα κρίνουμε χρήσιμα στους επόμενους και μην ταΐζοντας όσα θεωρούμε επιζήμια, με όση περισσότερη χαρά μπορούμε να αντλήσουμε από αυτή τη φορεία.
Η δημοσίευση μου έχει ως αφορμή το Σεπτέμβρη, του πνεύματος και της ανασύνταξης. (sic) Παίρνω λοιπόν τη θέση, ότι σε αυτό τον πλανήτη, το Σεπτέμβρη του 2016, χρειαζόμαστε δεκαπλάσιους δασκάλους και υποδεκαπλάσιους καθηγητές πανεπιστημίου και φοιτητές, με όλους μας αιώνιους μαθητές. Και τότε, o στίχος από το «Another brick in the wall»* αποκτά μια πολύ ουσιαστική διάσταση.
*Pink Floyd, 1979
Η μοναξιά, η απόρριψη, οι απώλειες, ο θάνατος,
οι σαματάδες, οι θυμοί, πόνοι και δάκρυα,
τα πανανθρώπινα, εφήμερα ή πάτρια,
σ’ ένα παράδεισο, όλα θ’ ανακουφίζονταν.
Τίποτα δεν θα έρχεται για να μείνει.
Των πεπραγμένων το αμείλικτο; Θα φθίνει.
Ναι, στον παράδεισο, όλα θα αφανίζονταν!
Οι άγριες νίκες στήνονται πάνω στην ωδίνη…
Αν η επιστημονική καριέρα δεν φέρνει λεφτά κι αν η επιστημονική καριέρα δεν μας πάει ούτε στον παράδεισο κι αν τα λεφτά επίσης δεν μας πάνε στον παράδεισο, τότε, παρακαλώ, «πού έχει χαθεί η μπάλα»; Η δημοσίευση μου έχει ως αφορμή το Σεπτέμβρη, του πνεύματος και της ανασύνταξης. Από Σεπτέμβρη σε Σεπτέμβρη, όλο και περισσότεροι, όλο και περισσότερο μορφωμένοι, όλο και περισσότερες ώρες της ημέρας, δουλεύουμε σε δουλειές όλο και πιο εύκολες που όμως μας φαίνονται όλο και περισσότερο βαρετές (α-νόητες, άνευ νοήματος) και είναι όλο και φτωχότερα αμειβόμενες. Μήπως το μέλλον μας απολήγει έτσι στη ρυθμική αναπνοή στο κρεβάτι, με επιδόσεις expert, 24 ώρες επί 7 μέρες, με αμοιβή ορούς και ευφοριογόνα;
Αν κάτι προάγει ο πολιτισμός μας με απόλυτη συνέπεια, αυτό είναι η αύξηση του πληθυσμού μας στον πλανήτη. Ως τώρα όμως, ο παράδεισος επί της γης, η ευτυχία, μοιάζει να είναι σταθερό μέγεθος: διαμοιράζεται σε περισσότερους από όλο και λιγότερη. Τα δε ναρκωτικά, νόμιμα, παράνομα ή συγκαλυμμένα, ηρεμιστικά η ευφοριογόνα, ως παρακάμψεις του μπλόκου της κυρίας οδού, προαπαιτούν την ανθρώπινη δυσφορία.
Γεμάτο στομάχι
Για πολλούς, η μπάλα χάθηκε στην απληστία, την αγνωμοσύνη και την αμνησία. Διαφορετικά, θα είχαμε τη στοιχειώδη συναίσθηση της καταγωγής μας αλλά και της πραγματικότητας γύρω μας και αυτά τα ερωτήματα θα τα απαντούσαμε στο λεπτό. Εννοούν, με λίγα λόγια, ότι αυτά είναι ερωτήματα μόνο των χορτασμένων. Οι πεινασμένοι δεν βασανίζονται από τέτοια. Αν λοιπόν οι ταλαίπωροι του πνεύματος και κορεσμένοι του σώματος Δυτικοί γινόμασταν μεγαλόψυχοι, θα απαρνούμασταν τα μισά μας υπάρχοντα και θα μειώναμε τις απολαύσεις μας και τότε μπορεί όλα αυτά, τα ενδεχομένως ψευδή ερωτήματα, να εξαφανίζονταν ακαριαία.
Χάνουμε οι χορτάτοι το δικαίωμα στο εντελώς υποκειμενικό βίωμα πληρότητας, που θρυλείται πως ονομάζεται ευτυχία; Μια τέτοια φίμωση, μέσω της δημιουργίας ενοχής, ως προς το ότι χορτάτοι διανοούμενοι αγωνιούν για ζητήματα βαρεμάρας όταν άλλοι αγωνιούν για να γεμίσουν το στομάχι τους, δεν συνιστά απάντηση. Θα εμπεριείχε ίσως και μια αντίφαση, καθώς η πληρότητα του ανθρώπου θεωρείται πως θα προέλθει από τη μεγαλοψυχία, θα είναι δηλαδή πνευματικής φύσης, η οποία όμως μεγαλοψυχία εξακολουθεί να έχει μόνο υλικό περιεχόμενο, τη δίκαιη συμμετοχή στην πείνα.
Και ποιος μας λέει πως όταν οι πεινασμένοι καταστούν χορτάτοι δεν θα περάσουν στο επόμενο στάδιο, αναζητώντας πλέον πνευματικά και όχι υλικά την ευτυχία τους; Προφανώς, το ηθικό βάρος του ζητήματος της δικαιοσύνης στον κόσμο παραμένει ατόφιο, αλλά η απονομιμοποίηση του ερωτήματος περί ευτυχίας δεν απαντά στην ουσία του. Η συζήτηση περί ευτυχίας δεν παρακάμπτει τη συζήτηση περί δικαιοσύνης.
Επί του πρακτέου μάλιστα, δεν ωφελεί κανένα, ούτε εμάς ούτε τους δυνητικούς οφειλέτες ημών, να ξεχνάμε πως ακριβώς ο κορεσμός, η χορτασίλα, θα μπορούσε να είναι κι αυτή που θα κατέλυε την αγαθή ιδέα της μεγαλοψυχίας. Αν π.χ. υπάρχει κάποιος πόλεμος πολιτισμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης και αν υπάρχει κάποιο υπερόπλο της πρώτης εναντίον της δεύτερης, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η μόλυνση του χορτάτου μυαλού από τη σκλήρυνση των συναισθημάτων και το στένεμα της σκέψης των απελπισμένων. Κι αν δεχτούμε τα διαθέσιμα ιστορικά δεδομένα, στην υλική αποστέρηση ο H. sapiens έχει δείξει πολύ μεγαλύτερη έλλειψη οικουμενικής ή έστω και ανθρωπιστικής συνείδησης.
Η μεγαλοψυχία, όπως και η οικουμενική συλλογικότητα, δεν μοιάζουν να φέρονται εντός του ανθρώπου ως καθολικές έννοιες (βεβαίως, μπορούν να διδαχτούν). Οι ανθρώπινες συνομαδώσεις είναι διαβόητες για τη διαρκή αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, ατόμων ή άλλων συνομαδώσεων, των οποίων η αποκοπή από το κυρίως σώμα λειτουργεί ενωτικά για τις πρώτες.
Υπερτροφία της γλώσσας
Η αγάπη δεν έχει ανάγκη μια λέξη με 5, 4 ή 6 γράμματα για να υπάρχει. Αν η λέξη δεν υπήρχε, τότε η παντομίμα που θα την αντικαθιστούσε θα ήταν άκρως πιο αντιπροσωπευτική του νοήματος της αγάπης. Όμως, αυτή η κατάχρηση του επικοινωνιακού μέσου, που όντως είναι η γλώσσα, καθιστά βιώσιμους και μη δακτυλοδειχτούμενους διάφορους που σου στέλνουν μήνυμα «Σε αγαπώ» την ώρα που σε μαχαιρώνουν!
Στη νεωτερική εποχή μας, αν κάτι δεν έχει όνομα «δεν υπάρχει». Οι λέξεις τείνουν να κυριαρχούν ολοκληρωτικά πάνω στις αισθήσεις και να καταδικάζουν σε φαινομενική ανυπαρξία τόσο τις λεπτότατες αποχρώσεις του υπαρκτού αλλά συχνά και ολόκληρα χοντρά κομμάτια του. Ακόμη και στην ιδανική περίπτωση που αυτό δεν θα συνέβαινε, οι αφαιρετικά παραγόμενες λέξεις διαθέτουν από μυαλό σε μυαλό διαφορετικό συναισθηματικό βάρος, άρα χαρακτηρίζονται από εγγενή υποκειμενισμό. Είναι δηλαδή οι λέξεις δίκοπα μαχαίρια, επιταχυντής αλλά και αναστολέας της επικοινωνίας. Ένας υποχρεωτικός προθάλαμος των σύγχρονων ψυχώσεων.
Αν λοιπόν απελευθερωθούμε από τη δικτατορία του λόγου επί των αισθήσεων, η ευτυχία δεν έχει ως αντίθετό της τη δυστυχία. Είναι βασικό για τη συζήτησή μας να διακρίνουμε μεταξύ της ιδεαλιστικής ευτυχίας, προσεγγίσιμης από το πνεύμα και με αντίθετό της τη δυσφορία και της βιωματικής ευεξίας, ψηλαφητής από τις αισθήσεις και με αντίθετό της τη στέρηση, την πραγματική ίσως δυστυχία.
Ο άνθρωπος δεν παύει είναι ο μοναδικός οργανισμός που εκτός από την συντήρηση των γονιδίων του επιζητά παράλληλα και τη συντήρηση των ιδεών του. Αποζητά δηλαδή νόημα στην ύπαρξή του, το οποίο μόνο ο ίδιος είναι σε θέση να δώσει, γινόμενος εκπρόσωπος (φορέας) ιδεατών υπερατομικών οντοτήτων που τον υπερβαίνουν. Η μεγαλοψυχία είναι μία από αυτές. Η θέωση μια άλλη. Αυτή η πνευματικότητα δεν μπορεί να είναι ψευδαίσθηση· απορρέει από τον ίδιο τον εγκέφαλο που σκέφτεται, σκέφτεται για να υπάρχει, σκέφτεται γιατί υπάρχει και δεν θα χρειαζόταν να υπάρχει χωρίς να σκέφτεται.
«Γιατί» ζητά «Επειδή» κι ο ευρών αμειφθήσεται
Το γεμάτο στομάχι και η υπερτροφία της γλώσσας και του πνεύματος είναι λοιπόν δύο πιθανοί λόγοι για τους οποίους η της ευτυχίας αναζήτηση μπορεί να καθίσταται άκυρη, ώστε η μπάλα να παραμένει χαμένη. Ο κόσμος σήμερα δεν σταματά στον ορίζοντα εκεί που πέφτει το βλέμμα μας, ούτε προς την Ανατολή ούτε και προς τη Δύση. Έχει γίνει τόσο πολύπλοκος για το φτωχό μυαλό μας, ώστε ένα τεράστιο πλήθος από «Γιατί» αναζητούν απελπισμένα τα «Επειδή» τους προς βίον ανθόσπαρτον - και δεν τα βρίσκουν. Δεν τα βρίσκουν καθώς αυτά είναι σε γενική έλλειψη, οπότε τα διψασμένα «Γιατί» μας πέφτουν εύκολα στην παγίδα διαφόρων επιτήδειων «Έτσι μου φαίνεται» και άλλων παρόμοιων απατεωνίσκων της σκέψης.
Η δε περιρρέουσα μορφωτική ατμόσφαιρα (σχολείο, πανεπιστήμιο, ΜΜΕ) καλλιεργεί έντονα την παραπάνω προσδοκία, υπαινισσόμενη ότι για κάθε «Γιατί» υπάρχει ένα ακλόνητο «Επειδή» που φυσικά και μπορούμε να το βρούμε (πολύ ευκολότερα, προφανώς, με την ανάγκη των διαφόρων ειδικών, με το αζημίωτο βεβαίως). Όσο οι θεοί τοποθετούνταν εκτός του ανθρώπου, η δυστυχία ήταν θεϊκή βούληση, αν όμως ο άνθρωπος της νεωτερικότητας είναι θεός, οφείλει και να ευτυχεί, ειδάλλως είναι ο γελοιωδέστερος θεός όλων των εποχών.
Οι στίχοι μου της αρχής υπονοούν την αποδοχή που αναγκαστικά οφείλουμε στις απώλειες, ως του αναγκαίου καμβά για την ύφανση της ανακούφισης. Χωρίς την απώλεια δεν υπάρχει μέτρο για τη χαρά, παρά στείροι βερμπαλισμοί. Κι όπως υπονόησε ο Ν. Καζαντζάκης, ο Χριστός είναι απάντηση στον αντίχριστο και όχι το αντίστροφο. Ας φέρουμε λοιπόν τα κόκκαλά μας από τη μήτρα της μάνας μας ως τον τάφο μας, αφήνοντας ζωντανά επί της γης όσα κρίνουμε χρήσιμα στους επόμενους και μην ταΐζοντας όσα θεωρούμε επιζήμια, με όση περισσότερη χαρά μπορούμε να αντλήσουμε από αυτή τη φορεία.
Η δημοσίευση μου έχει ως αφορμή το Σεπτέμβρη, του πνεύματος και της ανασύνταξης. (sic) Παίρνω λοιπόν τη θέση, ότι σε αυτό τον πλανήτη, το Σεπτέμβρη του 2016, χρειαζόμαστε δεκαπλάσιους δασκάλους και υποδεκαπλάσιους καθηγητές πανεπιστημίου και φοιτητές, με όλους μας αιώνιους μαθητές. Και τότε, o στίχος από το «Another brick in the wall»* αποκτά μια πολύ ουσιαστική διάσταση.
*Pink Floyd, 1979