Σάββατο 23.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Η ψύχωση ως πλεονέκτημα

Κώστας Σπίγγος
09 Ιουνίου 2016 / 15:47

«Η χαρά του ανθρώπου είναι να υπηρετεί τα ιδεώδη και τα πιστεύω του». Μ. Θεοδωράκης, Μάιος 2016

Η προβολή του φάσματος της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας πάνω στην ιστορία των ιδεών προσέφερε σε προηγούμενο δημοσιευμένο προβληματισμό μου ορισμένες κατευθύνσεις. Όπως έγραφα, «…αν οι κύριες ψυχοπαθολογικές κατηγορίες είναι η νεύρωση, η ψύχωση και η κοινωνιοπάθεια, κατά τη νεύρωση η δυνατότητα θέασης του εαυτού μας από απόσταση και κριτικής αποτίμησης των πρακτικών αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς μας διασώζεται εν μέρει, ενώ η απουσία μιας τέτοιας δυνατότητας, με πλήρη αποκοπή του αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας του εαυτού και του κόσμου και με παραμονή σε μια αποκλειστικά ατομική (ιδιωτική) πραγματικότητα, ορίζεται ως ψύχωση…Στην κοινωνιοπάθεια, αποκόπτεται πλέον και η ατομική πίστη στην αρχική ιδέα και το μόνο που απομένει, ως τρελός έλικας άνευ αεροσκάφους, είναι η ίδια η προσπάθεια κατίσχυσης».
 
Η ψύχωση ως μαμή
 
Η κλινική ψύχωση πράγματι προσβάλλει σταθερό ποσοστό του πληθυσμού παγκοσμίως άσχετα με τα διαφορετικά κατά τόπους κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα. Η εγκεφαλική δυνατότητα για μια τέτοια αναχώρηση του ατόμου από την απτή πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς, ούτε μόνο αρρώστια: είναι μάλλον το τίμημα, που σε ένα ποσοστό της πληρώνει η ανθρωπότητα, για τη μεγάλη εγκεφαλική «μετάλλαξη» της, που κάποτε τη διαφοροποίησε από τα απολύτως «γειωμένα», μέχρι την εμφάνιση του H. sapiens, ανθρωποειδή κατώτερου δυναμικού. Η ψύχωση είναι, υπό μια έννοια, η άλλη όψη του νομίσματος που ο άνθρωπος ονομάζει πρόοδο, καθώς η τελευταία, όπως την έχει καταγράψει η Ιστορία, θα ήταν αδύνατη χωρίς τη χρήση των ιδεών. 
Η νέα, κολοσσιαίας έκτασης ικανότητα συνεργασίας για τα δεδομένα των μέχρι τότε προηγμένων πιθήκων, βασίστηκε ακριβώς στη εγκεφαλική δυνατότητα όλων να δείξουν εμπιστοσύνη όχι μόνο σε αρχηγούς, αλλά και σε άυλες οντότητες: σε ιδέες, σε αφηρημένες έννοιες, σε θεούς, σε σκοπούς, σε νόμους, σε θεσμούς. Με ένα ουσιαστικά «παράλογο» τρόπο, οι πολλοί πίστεψαν σε κάτι που υπάρχει μόνο στο μυαλό τους, το ίδιο ακριβώς πίστεψαν και οι άλλοι και ταυτόχρονα καθένας πίστεψε στην ικανότητα των άλλων να πιστεύουν στο άυλο όπως αυτός. Η νέα οντότητα, η ιδέα, ως εγκεφαλικό κατασκεύασμα, προκύπτει με μια εν πολλοίς μαθηματική πράξη: είναι άθροισμα, αφαίρεση, μέγιστος κοινός διαιρέτης κ.λπ. [π.χ. (δημοκρατία) = (εκλογές) + (κόμματα) + (διοικητικός μηχανισμός) -και συγνώμη για την αυθαιρεσία, χάριν της παροχής παραδείγματος]. Μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι ακριβώς γονιδιακή· ίσα-ίσα πρόκειται για το τέλος της βασιλείας των γονιδίων, δηλαδή την απελευθέρωση (;) του ανθρώπινου γένους από το ράθυμο και συντηρητικό γονιδιακό πεπρωμένο του. 
 
Το μεγάλο άλμα…
 
Η ύπαρξη του «φαντασιακού» εγκεφάλου, σε αποκοπή και αυτόνομη πλέον εξέλιξη από τον «ρεαλιστικό», το γειωμένο με τις παροντικές μόνο ανάγκες, τον υλιστικό αν προτιμάτε, εγκέφαλο είναι λοιπόν το ίδιον του είδους του Σοφού ανθρώπου, του ανθρώπου που δημιούργησε τους πολιτισμούς που γνωρίζουμε από την ιστορία των πρόσφατων 100.000 χρόνων, έναντι των προηγούμενων 2.000.000 ενός στάσιμου τρόπου ζωής των αρχαιότερων ανθρώπων. Ο πολιτισμός ήρθε κατά πολύ νωρίτερα από όσο θα ερχόταν, αν ερχόταν, με τη γονιδιακή διαδικασία και μάλλον γι’ αυτό ακριβώς το λόγο αντιφάσκει.
Στο βιοψυχολογικό επίπεδο, η φαντασία αφόρισε την αρχή της ιστορίας και το πέρασμα της βιολογίας σε δεύτερη μοίρα.
Η ιδέα καταλύει την εμπιστοσύνη μεταξύ των ατόμων έτσι ώστε να μη χρειάζεται αυτή να χτιστεί με κοπιώδη και χρονοβόρο τρόπο μέσα από μια στενή σχέση. Είσαι φίλος μου, αν και άγνωστος, αρκεί να πιστεύεις στον ίδιο θεό με μένα. 
Οι ιδέες μάς ενώνουν και αυτός είναι ο κοινωνικο-βιολογικός προορισμός τους, παρά το ίδιο το επιχειρησιακό τους περιεχόμενο, που προκύπτει από την εκάστοτε συνισταμένη αναγκών, εχθροτήτων και συμμαχιών. Η ύπαρξη των ιδεών είναι τόσο ισχυρή, ώστε ακόμη και χωρίς την εφαρμογή τους στην καθημερινή πράξη, μπορεί να διαιωνίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με τις πρακτικές ανάγκες, ακόμη και αν οι δεύτερες είναι τόσο οφθαλμοφανείς ώστε εύκολα ένας τρίτος θα τις προσδιόριζε. (Αυτή η «τύφλωση» του υποκειμένου στο οφθαλμοφανές είναι και το κλινικό όριο μεταξύ νεύρωσης και ψύχωσης.)
 
…προς την πλάνη;
 
Με το πέρασμα του γονιδίου και της βιολογίας σε δεύτερη μοίρα, έχει προταθεί από τους κοινωνικούς βιολόγους -οι δόλιοι, δεν ήθελαν φαίνεται να χάσουν και οι ίδιοι την πρωτοκαθεδρία στην επιστήμη!- η έννοια του μιμιδίου, δηλαδή της αυτονομημένης αναπαραγωγής των ιδεών, που έτσι χρησιμοποιούν ως φορέα τους το φτωχό ανυποψίαστο άνθρωπο, όπως ακριβώς το κάνουν και τα γονίδια του. Και τότε η ελεύθερη βούληση δεν μπορεί παρά να περιορίζεται στην επιλογή κατεύθυνσης και σταθμού και όχι στην αποφυγή του να ανεβείς στο τρένο. Υπάρχει κάποια «μία και μόνη» αλήθεια της ύπαρξης μας και αν ναι ποια είναι; Κι αν η μόνη ευρύτερη αλήθεια είναι η ανυποψίαστη φορεία των μιμιδίων, αυτό ισοδυναμεί με μια ουτοπική φύση της χαράς, με καταδίκη στη ματαίωση; Εξακολουθεί, δηλαδή, να υπάρχει χαρά εν μέσω πλάνης; Αν ναι, αυτή θα προέρχεται, λοιπόν, από μια ζωή σύμφωνα με τα ιδεώδη ή από μια ζωή σύμφωνα με τις υλικές ανάγκες; Αντίστοιχα της απάντησης που δίνουμε, θα περιμέναμε ότι το αντίθετο της χαράς, που είναι η ματαίωση και το συνεπαγόμενο άλυτο πένθος, θα προέρχεται είτε από την έλλειψη τέτοιων ιδεωδών, είτε από την αδυναμία προσδιορισμού των αναγκών είτε από την καταπίεση των ιδεωδών ή των αναγκών. 
Σίγουρα είναι καλύτερο οι επιθυμίες μας να μετατρέπονται σε απώλειες παρά σε ματαιώσεις, διότι στην πρώτη περίπτωση το πένθος είναι οξύ και περαστικό, δίνοντας πάντα χώρο και πνοή σε νέες επιθυμίες. Αναλόγως όμως της απάντησης στο αρχικό ερώτημα, θα προσανατολισθεί ένα επόμενο: ποιες επιθυμίες; Αυτές με βάση το ρεαλιστικό ή αυτές με βάση το φαντασιακό επιθυμητικό μας; Μέσα στα παπούτσια μας ή έξω από αυτά; 
Οι ασχολούμενοι με τις νευροεπιστήμες, συχνά ως κριτές και πολύ περισσότερο ως θεραπευτές του ακατόρθωτου, των διχασμών, των ιδεαλισμών, των ανεδαφικών επιδιώξεων, των νευρώσεων, των ψυχώσεων, παρασυρόμαστε να δράσουμε αντιφατικά, ενάντια δηλαδή στην ίδια μας τη φύση - την οποία όπως πιστεύουμε κατανοούμε και εξηγούμε- αλλά επίσης και ενάντια στον καταλύτη της ανθρώπινης προόδου, μιας προόδου που προφανώς γέννησε και την επιστήμη και τους επιστήμονες; Η θεωρητική εξάλειψη της ψύχωσης από τον πλανήτη, η γείωση όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων με το «εδώ και τώρα» τους, η άντληση χαράς μόνο από την ικανοποίηση υλικών αναγκών, θα άλλαζε και τον ανθρώπινο πολιτισμό όπως τον ξέρουμε. Αν όχι προς το χειρότερο, σίγουρα προς το πιο ρουτινιάρικο! Πάνω από όλα, θα άλλαζε, ήδη αλλάζει, το περιεχόμενο της ελευθερίας.
 
Γεννά και η κοινωνιοπάθεια πολιτισμό; 
 
Όπως φαίνεται, μόνο αν προϋπάρξουν τα ακόμη ισχύοντα αποτελέσματος της ψύχωσης και μέχρι αυτά να αναλωθούν. Περνώντας από το κλινικό στο κοινωνικό πεδίο, η κοινωνιοπάθεια μάς ενοχλεί σήμερα και την ενοχοποιούμε για την ηθική παρακμή του τεχνοκρατικού πολιτισμού. Η κοινωνιοπάθεια πράγματι ώθησε την τεχνολογική εξέλιξη στο πλαίσιο του ατομικού ανταγωνισμού. Κανένας όμως δεν μπορεί π.χ. να προκαλέσει παγκόσμιο πόλεμο, στο όνομα οποιασδήποτε ιδέας, αν αυτή δεν έχει πρώτα μπει βαθιά, έως και ψυχωσικά, στο φαντασιακό των εκατομμυρίων υπηκόων του. Ούτε να αμυνθεί σε έναν πόλεμο αν μια κοινή για όλους απειλή δεν έχει προσδιοριστεί με την ίδια σαφήνεια. Το ίδιο όμως αναμένεται να ισχύει και για μια ειρηνική κοινωνία, τοπική ή παγκόσμια! Η νεωτερικότητα πέτυχε ακριβώς διότι πάτησε πάνω στα ισχυρά κοινωνικά θεμέλια της προνεωτερικής, «μαγικής» εποχής και καταρρέει μόλις τα αποσάρθρωσε εντελώς. 
Διότι χωρίς τις ενωτικές ιδέες τους, ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήταν πιο μόνοι, τόσο ελεύθεροι από τους άλλους ανθρώπους και ταυτόχρονα τόσο υπόδουλοι στον ίδιο τον εαυτό τους. Ο υλιστικός νεωτερικός άνθρωπος διευρύνει διαρκώς την εξωτερική ελευθερία του, αλλά δυστυχώς, με τίμημα τη μείωση της εσωτερικής ελευθερίας του. Απελευθερωνόμαστε από τα δεσμά του άλλου πάνω μας μέσω της υπερτροφίας του ατόμου μας, ώστε τελικά να γινόμαστε απλώς δέσμιοι αυτού του υπερτροφικού εαυτού μας. Μια τρύπα στο νερό ή χειρότερα, μπορεί και δύο!
Το επιχειρησιακό όμως ερώτημα έρχεται μετά από την παραπάνω συνειδητοποίηση. Στον έτσι εδραιωμένο κόσμο του σήμερα, όπου η εξωτερική ελευθερία αποτυχαίνει να μετατραπεί σε εσωτερική και όπου η εσωτερική υποδούλωση είναι ίσα-ίσα το τίμημα για την εξωτερική απελευθέρωση, με ποιες ακολουθίες, στρατηγικές ή συμπτώσεις υπάρχει περίπτωση να πορευθεί ο άνθρωπος αντίστροφα, από την εσωτερική ελευθερία προς την εξωτερική, αν υποθέσουμε ότι την πρώτη, κάποιοι μυημένοι θα μπορούσαν να την κατακτήσουν; Αν η πρώτη πορεία απέτυχε, θα υπήρχε ελπίδα με την αντίστροφή της;
Όσο για την ελευθερία από την πλάνη, ας το αφήσουμε καλύτερα…

Κώστας Σπίγγος*

* Είναι γιατρός νευρολόγος