Πόση νομιμοποίηση προσφέρουν οι εκλογές στην ηγεσία;
Κώστας Σπίγγος
27 Ιουλίου 2017
/ 10:15
Γράφει ο Κώστας Σπίγγος
Δεν ξέρω αν ο βαθμός καταπίεσης του κόσμου από την καθημερινότητά του και η συνεπαγόμενη απογοήτευση μπορούν να οδηγήσουν σε ανατροπές και επαναστάσεις. Άλλωστε, ως γνωστό, υπάρχουν και χειρότερα. Αρκεί όμως αυτή η απογοήτευση ώστε να μην αισθάνεσαι δικό σου το δημόσιο χώρο, τη γειτονιά σου, την πόλη και τη χώρα σου.
Κάποιοι θεωρούν πως η λογική του ότι «εγώ δεν ανήκω σε αυτή τη χώρα» ίσως έχει τα θετικά της. Ίσως να αποτελεί το έναυσμα για μια διαφορετική προσέγγιση και οπτική. Άλλωστε, έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, αυτός ο τρόπος σκέψης θα μπορούσε να είναι σημαντική κινητήριος δύναμη για κάποιον που ζει σε μια κοινωνία όπου η κρίση έχει αποκαλύψει όλες τις αδυναμίες των δομών της. Θα μπορούσε. Μιλάμε όμως για την έλλειψη ενδιαφέροντος για το δημόσιο χώρο, είτε με τη μορφή της διαβούλευσης και συμμετοχής στις αποφάσεις είτε με τη μορφή της εγκατάλειψης στην τύχη του τού οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από τη μύτη μας. Από κάτι τέτοιο κανένα καλό δεν μπορεί να βγει.
Μα είναι ο κόσμος τόσο τεμπέλης; Είναι τόσο απορροφημένος από τον εαυτό του; Είναι τόσο καταπτοημένος από τον αγώνα της επιβίωσης; Σίγουρα και αυτά. Δεν είναι όμως τα μόνα, ούτε ίσως τα βασικά. Κατά τη γνώμη μου, από το μείγμα δημοκρατίας στη χώρα μας λείπει αυτό που θα ονομάζαμε «έμπρακτη νομιμοποίηση της ηγεσίας».
«Μα δεν γίνονται εκλογές;» θα αντιτάξει κάποιος, «ο κόσμος δεν είναι που επιλέγει το Α ή το Β;» Είναι αυταπόδεικτο, ότι οι εκλογές δεν είναι παρά ένας συμβολικός τρόπος νομιμοποίησης. Η εξουσιοδότηση προς κάποιον να αναλάβει ένα ρόλο απέναντι σε μια ανάγκη σου που ο ίδιος πρακτικά δεν μπορείς να καλύψεις είναι μεν ευρεία, αλλά δεν μπορεί να περιλαμβάνει την κάθε υπολεπτομέρεια. Για ποια επιμέρους ζητήματα εξουσιοδοτείς; Για ποια όχι; Και – προσοχή εδώ – ποια δεν μπορούν επ’ ουδενί να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης, ώστε μια συναλλαγή που τα αφορά να είναι εξαρχής ύποπτη για αμφότερους τους «αντισυμβαλλόμενους»;
Εκτός αυτού, οι εκλογές είναι και στατικός τρόπος νομιμοποίησης: αποκρυσταλλώνει τις προτιμήσεις κατά την ημέρα της ψηφοφορίας, αλλά η επίγνωση της διάρκειας λήξης της εντολής (π.χ. η τετραετία) μπορεί μεν να δεσμεύει νομικά, αλλά κατά κανένα τρόπο δεν δεσμεύει ηθικά τον εντολοδόχο. Και εδώ συζητάμε την ηθική, ως παράγοντα της νομιμοποίησης κρισιμότερο του «γράμματος του νόμου».
Όπως συμβαίνει με το κάθε ναρκωτικό ή υποκατάστατο, είτε ψυχικό είτε πολιτικό, τα αποτελέσματά του εξ ορισμού θα υπάρχουν μεν, αλλά θα είναι επιφανειακά και θα στερούνται συνέπειας και διάρκειας, με άλλα λόγια, αειφορίας. Οι εκλογές δεν είναι ο μοναδικός και – υποπτεύομαι πως – ούτε ο κρίσιμος παράγοντας νομιμοποίησης της ηγεσίας, όπως η Πολιτική Αγωγή μας εκπαιδεύει και όπως τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης το υπονοούν ή το υπενθυμίζουν. Για τους δικούς τους λόγους. Η συμμετοχή στα κοινά, υπό την οπτική αυτή, θα μπορούσε όμως να είναι ο πρωταρχικός παράγοντας νομιμοποίησης, άρα και αποτελεσματικότητας, της ηγεσίας.
Αν λοιπόν π.χ. ο Δήμος είναι ένας οργανισμός τεράστιος ώστε να ασχοληθεί με μια λακκούβα σε κάποια άκρη ενός νησιού, στην οποία όμως καθημερινά δοκιμάζονται άνθρωποι και αυτοκίνητα ή με μια χαβούζα η οποία καθημερινά δοκιμάζει τις μύτες και την αισθητική και απειλεί την υγεία κατοίκων, περαστικών και τουριστών, τότε το σοβαρότερο διοικητικό σφάλμα που συνέβη στη χώρα μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες ίσως ήταν η κατάργηση των Συνοικιακών Συμβουλίων, των Κοινοτήτων και των μικρών Δήμων. Τα γραφεία παραπόνων είναι αδύνατο να υποκαταστήσουν την επικοινωνία της ηγεσίας με τη βάση.
Κοινοτοπίες; Τα είπαν κι άλλοι; Σε κάθε επίπεδο, περιφερειακό ή κεντρικό, οι ηγεσίες που δεν ασχολούνται με τα ζητήματα της καθημερινότητας θα πρέπει να λαμβάνουν παγίως υπόψη τους ότι ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ φιλικός ή ανεκτικός απέναντί τους· στην καλύτερη περίπτωση θα είναι αμέτοχος και αδιάφορος, στη χειρότερη ευθέως ή υπόγεια αντιδραστικός. Αλλά έτσι όπως αποκόπηκαν από τη βάση, αυτό ήταν αναπόφευκτο, αν όχι και προγραμματική επιδίωξη. Τουλάχιστον ας το συνειδητοποιήσουμε, είναι ένα πρώτο θετικό βήμα.
Κάποιοι θεωρούν πως η λογική του ότι «εγώ δεν ανήκω σε αυτή τη χώρα» ίσως έχει τα θετικά της. Ίσως να αποτελεί το έναυσμα για μια διαφορετική προσέγγιση και οπτική. Άλλωστε, έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, αυτός ο τρόπος σκέψης θα μπορούσε να είναι σημαντική κινητήριος δύναμη για κάποιον που ζει σε μια κοινωνία όπου η κρίση έχει αποκαλύψει όλες τις αδυναμίες των δομών της. Θα μπορούσε. Μιλάμε όμως για την έλλειψη ενδιαφέροντος για το δημόσιο χώρο, είτε με τη μορφή της διαβούλευσης και συμμετοχής στις αποφάσεις είτε με τη μορφή της εγκατάλειψης στην τύχη του τού οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από τη μύτη μας. Από κάτι τέτοιο κανένα καλό δεν μπορεί να βγει.
Μα είναι ο κόσμος τόσο τεμπέλης; Είναι τόσο απορροφημένος από τον εαυτό του; Είναι τόσο καταπτοημένος από τον αγώνα της επιβίωσης; Σίγουρα και αυτά. Δεν είναι όμως τα μόνα, ούτε ίσως τα βασικά. Κατά τη γνώμη μου, από το μείγμα δημοκρατίας στη χώρα μας λείπει αυτό που θα ονομάζαμε «έμπρακτη νομιμοποίηση της ηγεσίας».
«Μα δεν γίνονται εκλογές;» θα αντιτάξει κάποιος, «ο κόσμος δεν είναι που επιλέγει το Α ή το Β;» Είναι αυταπόδεικτο, ότι οι εκλογές δεν είναι παρά ένας συμβολικός τρόπος νομιμοποίησης. Η εξουσιοδότηση προς κάποιον να αναλάβει ένα ρόλο απέναντι σε μια ανάγκη σου που ο ίδιος πρακτικά δεν μπορείς να καλύψεις είναι μεν ευρεία, αλλά δεν μπορεί να περιλαμβάνει την κάθε υπολεπτομέρεια. Για ποια επιμέρους ζητήματα εξουσιοδοτείς; Για ποια όχι; Και – προσοχή εδώ – ποια δεν μπορούν επ’ ουδενί να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης, ώστε μια συναλλαγή που τα αφορά να είναι εξαρχής ύποπτη για αμφότερους τους «αντισυμβαλλόμενους»;
Εκτός αυτού, οι εκλογές είναι και στατικός τρόπος νομιμοποίησης: αποκρυσταλλώνει τις προτιμήσεις κατά την ημέρα της ψηφοφορίας, αλλά η επίγνωση της διάρκειας λήξης της εντολής (π.χ. η τετραετία) μπορεί μεν να δεσμεύει νομικά, αλλά κατά κανένα τρόπο δεν δεσμεύει ηθικά τον εντολοδόχο. Και εδώ συζητάμε την ηθική, ως παράγοντα της νομιμοποίησης κρισιμότερο του «γράμματος του νόμου».
Όπως συμβαίνει με το κάθε ναρκωτικό ή υποκατάστατο, είτε ψυχικό είτε πολιτικό, τα αποτελέσματά του εξ ορισμού θα υπάρχουν μεν, αλλά θα είναι επιφανειακά και θα στερούνται συνέπειας και διάρκειας, με άλλα λόγια, αειφορίας. Οι εκλογές δεν είναι ο μοναδικός και – υποπτεύομαι πως – ούτε ο κρίσιμος παράγοντας νομιμοποίησης της ηγεσίας, όπως η Πολιτική Αγωγή μας εκπαιδεύει και όπως τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης το υπονοούν ή το υπενθυμίζουν. Για τους δικούς τους λόγους. Η συμμετοχή στα κοινά, υπό την οπτική αυτή, θα μπορούσε όμως να είναι ο πρωταρχικός παράγοντας νομιμοποίησης, άρα και αποτελεσματικότητας, της ηγεσίας.
Αν λοιπόν π.χ. ο Δήμος είναι ένας οργανισμός τεράστιος ώστε να ασχοληθεί με μια λακκούβα σε κάποια άκρη ενός νησιού, στην οποία όμως καθημερινά δοκιμάζονται άνθρωποι και αυτοκίνητα ή με μια χαβούζα η οποία καθημερινά δοκιμάζει τις μύτες και την αισθητική και απειλεί την υγεία κατοίκων, περαστικών και τουριστών, τότε το σοβαρότερο διοικητικό σφάλμα που συνέβη στη χώρα μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες ίσως ήταν η κατάργηση των Συνοικιακών Συμβουλίων, των Κοινοτήτων και των μικρών Δήμων. Τα γραφεία παραπόνων είναι αδύνατο να υποκαταστήσουν την επικοινωνία της ηγεσίας με τη βάση.
Κοινοτοπίες; Τα είπαν κι άλλοι; Σε κάθε επίπεδο, περιφερειακό ή κεντρικό, οι ηγεσίες που δεν ασχολούνται με τα ζητήματα της καθημερινότητας θα πρέπει να λαμβάνουν παγίως υπόψη τους ότι ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ φιλικός ή ανεκτικός απέναντί τους· στην καλύτερη περίπτωση θα είναι αμέτοχος και αδιάφορος, στη χειρότερη ευθέως ή υπόγεια αντιδραστικός. Αλλά έτσι όπως αποκόπηκαν από τη βάση, αυτό ήταν αναπόφευκτο, αν όχι και προγραμματική επιδίωξη. Τουλάχιστον ας το συνειδητοποιήσουμε, είναι ένα πρώτο θετικό βήμα.