Ο δημόσιος χώρος δεν είναι (μόνον) πόρος!
Editorial
20 Απριλίου 2017
/ 13:31
Η αυθαίρετη κατασκευή δυτικά του εστιατορίου στον Βίδο, κολάζει (και) τις προσδοκίες των επιχειρηματιών. Η διατήρησή της συμβάλλει
στην παρατεταμένη διάθεση πολιτών για καταγγελίες καθώς και στην αναπαραγωγή της στερεοτυπικής αντπαράθεσης ανάμεσα στους φίλους και τους ενάντιους της κάθε επένδυσης στο νησί. Μια απόπειρα αποκωδικοποίησης μπορεί και να συμβάλει στην αποκλιμάκωση της έντασης που σοβεί, στην επικράτηση της νομιμότητας και της κοινής λογικής.
Οι επενδυτές αντιλαμβάνονται το νησάκι κυρίως ως εκμεταλλεύσιμο πόρο, είναι πρόθυμοι να ξοδέψουν και να μετατρέψουν ό, τι μετατρέπεται σ' έναν παράδεισο τουριστικών υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, οι ντόπιοι χρήστες του έτσι κι αλλιώς μικρού αυτού παράδεισου, διαισθάνονται τον κίνδυνο ότι η επένδυση θα αλλάξει έργω το καθεστώς χρήσης και θα την περιορίσει αν δεν την αποκλείσει τελείως για αυτούς.Στον ίδιον τον χώρο απεικονίζεται η καθεστηκυία αντίληψή μας για το δημόσιο, το κοινό, το δικό μας. Κατά κανόνα, η έλλειψη ενδιαφέροντος και πόρων τροφοδοτεί με απολογητικά επιχειρήματα για την κατάσταση, που έχει περιέλθει. Πολλά εκ των οποίων δανείζεται και η πλευρά των επενδυτών για να υποσχεθεί παρεμβάσεις φροντίδας κλίμακας, επικαλούμενη την κακή σημερινή εικόνα.
Η Διοίκηση, σ' αυτές τις περιπτώσεις κι αφού εξαντλήσει την κλάψα για την έλλειψη πόρων (σ.σ. που κατά κανόνα λειτουργεί ως φύλλο συκής για την αδιαφορία και τον κακώς εννούμενο δημοσιοϋπαλληλισμό), δραπετεύει στην ιστορικότητα και την ιερότητα του χώρου. Λες και η ελληνική εκδοχή της ικανοποίησης αυτών των εννοιών ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη και τη βρώμα.
Υπάρχει λύση σ' αυτόν τον γρίφο; Βεβαίως και υπάρχει και δεν είναι άλλη από τον κοινό τόπο, εκεί δηλ. που συναντιούνται η ιερότητα του χώρου με τις υποχρεώσεις της Διοίκησης, το κοινόχρηστον του πράγματος και την επιχειρηματική συμβολή στην ανάπτυξη των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Οι επενδυτές αντιλαμβάνονται το νησάκι κυρίως ως εκμεταλλεύσιμο πόρο, είναι πρόθυμοι να ξοδέψουν και να μετατρέψουν ό, τι μετατρέπεται σ' έναν παράδεισο τουριστικών υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, οι ντόπιοι χρήστες του έτσι κι αλλιώς μικρού αυτού παράδεισου, διαισθάνονται τον κίνδυνο ότι η επένδυση θα αλλάξει έργω το καθεστώς χρήσης και θα την περιορίσει αν δεν την αποκλείσει τελείως για αυτούς.Στον ίδιον τον χώρο απεικονίζεται η καθεστηκυία αντίληψή μας για το δημόσιο, το κοινό, το δικό μας. Κατά κανόνα, η έλλειψη ενδιαφέροντος και πόρων τροφοδοτεί με απολογητικά επιχειρήματα για την κατάσταση, που έχει περιέλθει. Πολλά εκ των οποίων δανείζεται και η πλευρά των επενδυτών για να υποσχεθεί παρεμβάσεις φροντίδας κλίμακας, επικαλούμενη την κακή σημερινή εικόνα.
Η Διοίκηση, σ' αυτές τις περιπτώσεις κι αφού εξαντλήσει την κλάψα για την έλλειψη πόρων (σ.σ. που κατά κανόνα λειτουργεί ως φύλλο συκής για την αδιαφορία και τον κακώς εννούμενο δημοσιοϋπαλληλισμό), δραπετεύει στην ιστορικότητα και την ιερότητα του χώρου. Λες και η ελληνική εκδοχή της ικανοποίησης αυτών των εννοιών ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη και τη βρώμα.
Υπάρχει λύση σ' αυτόν τον γρίφο; Βεβαίως και υπάρχει και δεν είναι άλλη από τον κοινό τόπο, εκεί δηλ. που συναντιούνται η ιερότητα του χώρου με τις υποχρεώσεις της Διοίκησης, το κοινόχρηστον του πράγματος και την επιχειρηματική συμβολή στην ανάπτυξη των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Το μέτρο είναι συνήθως η κλείδα της επίλυσης αυτών των γρίφων, που έχει ως προϋπόθεση το γνήσιο ενδιαφέρον των πολιτών για ό, τι το δημόσιο και το κοινόχρηστο. Αυτό δηλ. που υποτίθεται πως κανονίζει ο νομοθέτης...