Ο ανυπόληπτος ρόλος του παραμυθά
Κώστας Σπίγγος
20 Ιανουαρίου 2017
/ 13:25
Γράφει ο Κώστας Σπίγγος
Αφότου κάποτε τα νεότερα και υπερεξελιγμένα στρώματα εγκεφαλικής φαιάς ουσίας των ανθρωποειδών κάθισαν πάνω στην παλαιά φαιά ουσία των θηλαστικών και των ερπετών, πριν από μερικά εκατομμύρια χρόνια, η γέννηση της δυνατότητας συνειδητών αναμνήσεων οδήγησε στην παρθενική σύλληψη της έννοιας του χρόνου.
Φτιάχνεις αναμνήσεις, τις τοποθετείς σε διαφορετική θέση από το παροντικό βίωμά σου και η σύγκριση μεταξύ αυτών των θέσεων γεννά το βίωμα της χρονικής αλληλουχίας. Αυτή η ανεπανάληπτη διεύρυνση του ανθρώπινου μυαλού, με την προσθήκη της χρονικής διάστασης, το έκανε επίσης ικανό να βουτά στη φαντασία, να ταξιδεύει ανάμεσα στο παρόν, το παρελθόν, το μέλλον, ένα ιδεατό παρελθόν και ένα ιδεατό μέλλον, το δικό σου και το μη δικό σου.
Μεταξύ και άλλων, η ίδια αυτή σύλληψη θεμελίωσε την εφεύρεση της γραφής: τα γραπτά όταν γράφονται καθιστούν δυνατή την επικοινωνία με το μέλλον και όταν διαβάζονται με το παρελθόν. Μια τέτοια επικοινωνία ήταν ανέφικτη με την απλή εκπομπή ήχων εφήμερης διάρκειας από το στόμα μας. Ο γραπτός λόγος κατέστησε δυνατή την πλέον απεριόριστη μεταλαμπάδευση της γνώσης από την κάθε γενιά στην επόμενη και συνάμα τη συσσώρευση, εκλέπτυνση και εμβάθυνσή της. Άλλαξε ταχύτητα στον πολιτισμό, τον πέρασε από τα δύο μας ποδάρια στην τουρμπίνα.
Το τείχος του επιστημονισμού
Η συνειδητή ανάμνηση δεν έμεινε σε αυτά· δημιούργησε παράλληλα τις αιτίες, οι αιτίες έκαμαν τις εξηγήσεις και αυτές τις αφηγήσεις και τελικά και κατά συνέπεια προέκυψαν και οι προγνώσεις. Το ξεκόλλημα από το αιώνιο παρόν της συνείδησης των κατώτερων ζώων συνοδεύτηκε από το χτίσιμο ενός πανύψηλου τείχους. Το τείχος αυτό συνίσταται στην άκρατη λατρεία της επιστήμης και της «ψυχρής» λογικής και παρεμποδίζει τόσο την ατομική ενημερότητά μας για το σύνολο του ψυχισμού μας όσο και τη σχέση μας με τα άλλα πρόσωπα.
Διότι η επιστήμη έχει αναλάβει σχεδόν μονοπωλιακά τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στο παρόν και το μη παρόν (μέλλον και παρελθόν), δίνοντάς της τη μορφή των εργαλειακών συμπερασμάτων και προγνώσεων. Μετέτρεψε έτσι τελικά την τέχνη και τη στοχαστική διανόηση, αυτές τις αρχέγονες, άχρονες και άτοπες (κβαντικές;) τελετουργικές συνομιλίες με τα μη χειροπιαστά και τα μη χρηστικά, σε σκέτα εργαλεία ανακούφισης ματαιώσεων των περιθωριοποιημένων της εποχής.
Από εκεί μακριά, οι στοχασμοί και τα συναισθήματα σήμερα μόνο να στοιχειώνουν μπορούν τις νύχτες μας, να προκαλούν καϋμούς, χορούς, κρασοκατανύξεις, ποιητικές εξάρσεις και σαρκικά πάθη, μια αντάρα που καταλαγιάζει τελικά μόλις - επιτέλους; - κλείσουμε αργότερα τα μάτια μας. Και μετατρέπεται σε μια ήπια ποτιστική βροχούλα, ονείρων και ονειρώξεων, που σίγουρα θα αποτελέσει μια ακίνδυνη ανάμνηση κι αυτή, μόλις την επόμενη ηχήσει το ξυπνητήρι μας. Με τον ήχο του ξυπνητηριού, το όνειρο σιγά και η ανησυχία για τα μελλούμενα με τον αναμηρυκασμό των παθημάτων επιστρέφουν στο πρώτο πλάνο με ακρίβεια. Ως ιταλικό τρένο…
Η εσωτερική αλλοτρίωση
Η μάθηση χρησιμοποιεί τη συνειδητή μνήμη για τη διαρκή βελτίωση των επινοήσεων που οδηγούν σε λογικώς συμφέροντα αποτελέσματα, αλλά η επιστήμη, ειδικότερα, είναι μια μάθηση με πολιτισμικά πρόσθετα χαρακτηριστικά, που με την αξιοποίηση της γραφής αρχικά, του πειράματος αργότερα και τελικά της μηχανής (τεχνολογίας) στην κορυφή αυτής της πυραμίδας έχει ανατρέψει σήμερα ένα βασικό θεμέλιο των κοινωνιών: την παραγωγή και διακίνηση της γνώσης (πληροφορίας).
Η γνώση δεν είναι τίποτα άλλο υπό το πρίσμα της βιολογικής εξέλιξης της ζωής, από την όποια επιβιώνουσα πληροφορία περί των εναλλακτικών δυνατών τρόπων μεγιστοποίησης του γινομένου «επιβιωσιμότητα επί την αναπαραγωγιμότητα του ατόμου», άρα και της μεγιστοποίησης της επιβιωσιμότητας του είδους. Η γνώση αυτή πέρασε κάποτε από τα γονίδια - οι ανταγωνιστικές και διά των εφήμερων φορέων τους αναπαραγόμενες πληροφορίες επιβίωσης - προς τα πολιτισμικά μιμίδια - οι ανταγωνιστικές και διά των εφήμερων φορέων τους αναπαραγόμενες ιδέες μας. Έγινε κτήμα της ατομικής συνείδησης ή τουλάχιστον έτσι νομίζει η τελευταία.
Έτσι κι αλλιώς, η στιγμή της πρώτης θεώρησης μιας πράξης, η στιγμή της πρώτης σκέψης περί ενός βιώματος και των παρεπομένων του, της πρώτης λέξης και πολύ περισσότερο, η στιγμή της πρώτης ιδέας, είναι και στιγμές μιας ανεπίστρεπτης αλλοίωσης της βιούμενης πραγματικότητας. Το πράγμα όμως χειροτερεύει κατακόρυφα, όταν οι αξιώσεις καθολικότητας των ερμηνευτικών σχημάτων, των προγνώσεων και των συμπερασμάτων μας ζητούν να εκδιώξουν τα συναισθήματα, τα βιώματα και τις συγκινήσεις, από έναν εγκέφαλο όμως πλασμένο για να λειτουργεί εξίσου και με αυτά ως πυξίδα του. Οδηγεί στην πρώτη αλλοτρίωση, αυτή της καθημερινής συνομιλίας με τον εσωτερικό κόσμο μας. Ο εσωτερικός κόσμος μας γίνεται αποκλειστικά και μονότονα λογικός.
Η εξωτερική αλλοτρίωση
Η διάδοση των ιδεών προς το μέλλον απολήγει σήμερα στο διαδίκτυο. Αυτός ο νέος τεχνητός κόσμος, που ζει μέσα στα καλώδια και τους μεγακύκλους του πραγματικού, είναι η μετεξέλιξη του μη δικτυωμένου υπολογιστή, που ήταν μετεξέλιξη του βιβλίου και πιο πριν του παπύρου, που και αυτός αποτέλεσε τη μετεξέλιξη του σοφού γέροντα, του παππού, του πατέρα, της μητέρας.
Περί προόδου η κουβέντα και πάλι, σύμφωνοι, μα αυτή η αξίωση καθολικότητάς της, όταν η απρόσωπη και αμέτοχη διάδοση γνώσης ζητά να εκδιώξει την προσωπική έκθεση του δασκάλου στο μαθητή και του μαθητή στο δάσκαλο, οδηγεί στην αλλοτρίωση κάθε διαπροσωπικής σχέσης…Διότι όλες οι σχέσεις είναι - και - εκπαιδευτικές, ακόμη κι οι βαθιά ερωτικές!
Το λάθος
Εδώ λοιπόν, η βασική κριτική που μπορεί να γίνει στον πολιτισμό μας είναι ότι είναι στεγνός κι ανέραστος. Οι δύο αλλοτριώσεις, της αυτογνωσίας και των διαπροσωπικών σχέσεων, παρουσιάζονται σχεδόν ως αναπόφευκτες. Γιατί όμως να τις λέμε έτσι; Μήπως απλά πρόκειται για την καλά γνωστή νοσταλγία, που αναπόφευκτα συνοδεύει την αύξηση των άσπρων τριχών στα μαλλιά μας; Και τι σημαίνει, τελικά, αλλοτρίωση; Ποιου από τι; Άλλωστε, αυτά ή παρόμοια δεν τα είπαν ήδη κι άλλοι, πολύ πιο σπουδαίοι, χωρίς να βγάλουμε μιαν άκρη;
Μερικοί κατά τα άλλα σοβαρότατοι και καθ’ όλα αναγνωρισμένοι νευροεπιστημόνες κινούνται τελευταίως λίγο αντιδραστικά. Η υποψία τους είναι ότι τόσο πολύ τις χρειάζεται το ανθρώπινο μυαλό τις αφηγήσεις, ώστε τις δημιουργεί ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν!
Ναι, αυτή η αυτοαναπαραγόμενη κουτσουλομηχανή, όπως είναι βεβαίως το κάθε έμβιο ον, έχει και δυο κατασκευαστικά ελαττώματα σε σύγκριση με τις άλλες: το πρώτο είναι ότι θέλει συνέχεια χάδια, το δεύτερο ότι αφηγείται όλη τη μέρα κάτι στον εαυτό της. Ακόμη και παραμύθια, αρκεί να είναι συναρπαστικά, διατηρώντας μια βασική ερωτική προσκόλληση, μάλιστα, σε όσα άκουσε για πρώτη φορά κατά την ευάλωτη και εύπιστη παιδική ηλικία της και μια βασική δυσπιστία για όσα θα ακολουθήσουν αργότερα.
Λοιπόν, οι σοφοί γέροντες μπορεί και να καταργηθούν, τα παραμύθια όχι! Αλλά χωρίς τον ασπρομάλλη παραμυθά γίνονται βαρετά. Όσο πιο βαρετά γίνονται για τους ακροατές τους, τόσο το χειρότερο για τους αφηγητές τους. Να τα λέμε αυτά!