Σάββατο 02.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Γιώργος Κεντρωτής: Κατ’ ουσίαν για τον εαυτό μου γράφω

Συνέντευξη
18 Ιουνίου 2018 / 18:02

Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;
Κατά βάθος και κατά παράδοξο τρόπο εξακολουθώ να θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής. Το παιδικό όνειρο δεν έχει –στα 60 μου πια– γίνει καπνός. Έπαιζα καλή μπάλα, ήμουν γκολτζής. Σκόραρα και με τα δύο πόδια και με το κεφάλι. Επειδή, όμως, δεν μπόρεσα στον καιρό που έπρεπε να γίνω ποδοσφαιριστής, έχω γίνει φανατικός οπαδός της ομάδας μου, του Ολυμπιακού, αλλά και του καλού ποδοσφαίρου παγκοσμίως. Παρακολουθώ και άλλα σπορ, ιδίως το βόλεϊ και το ράγκμπι. Σαν το ποδόσφαιρο, όμως, δεν είναι κανένα. Μερικά γκολ που έχω δει την ώρα που μπαίνουν θα άρεσαν και στον Δάντη!
 
Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;
Νομίζω ότι στα ποιήματά μου είμαι αυθεντικός εγώ. Το ακούω αυτό. Μου το έχουν πει και όσοι εκ των γνωστών και φίλων μου έχουν διαβάσει ποιήματά μου. Τούτο αποτελεί έπαινο για μένα.
 
Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;
Επίγονο κανενός. Συνομιλητή πολλών. Αναφέρω ενδεικτικά: τον Σολωμό, τον Εγγονόπουλο, τον Ρίτσο, τον Σκαρίμπα από τους ημέτερους· τον Μπωντλαίρ, τον Ελυάρ, τον Μπόρχες, τον Οκτάβιο Πας από τους αλλοδαπούς. Διαβάζω πάρα πολύ ποίηση – όχι μόνο τεθνεώτες, αλλά και ζώντες, δικούς μας και αλλοδαπούς, και όχι μόνο στο χαρτί, αλλά και στο διαδίκτυο. Τους θεωρώ συντρόφους.
 
Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας;
Ήμουν δικηγόρος επί 14 έτη. Από το 1994 είμαι καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Δεν έχω άλλη επαγγελματική ενασχόληση.
 
Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι’ αυτές;
Οι «ιστορίες» αυτές είναι ό,τι είμαι εγώ. Ακόμα και όταν γράφω για άλλους, κατ’ ουσίαν για τον εαυτό μου γράφω. Να το πω κι έτσι, με λόγια δανεικά: «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ». Η υποκειμενικότητα είναι εν προκειμένω η εγγυήτρια δύναμη της αυθεντικότητας και της αλήθειας. Αυτή την αίσθηση και αυτή τη γνώμη έχω.
 
Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών σας;
Είμαι υπερρεαλιστής από πεποίθηση και από συνειδητή επιλογή. Άρα, κατ’ αρχήν  δεν είναι δυνατόν να διαφέρω πολύ από τους «ομοϊδεάτες» μου. Αν μπορώ να χαρακτηρίσω ο ίδιος τον υπερρεαλισμό μου θα πω ότι ανήκει στην κραταίωση του ονείρου δια της γλώσσας, όπου όμως ως γλώσσα ας εννοηθεί και η μουσική.
 
Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;
Δεν τσακώνομαι με κανέναν – ούτε καν με τον εαυτό μου! Δεν παρακολουθώ τις αψιμαχίες κανενός με κανέναν. Είναι απολύτως βαρετές και δεν κομίζουν τίποτε στην τέχνη της ποιήσεως. Με αφήνουν παντελώς αδιάφορο. Από άλλους έχω πληροφορηθεί ότι μου «την έχουν πέσει» καναδυό φορές. Ιδέα δεν έχω… Εννοείται, βεβαίως, ότι δεν απάντησα.
 
Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;
Ασχολούμαι καθημερινά για πάνω από 40 χρόνια με την ποίηση. Δεν βιάστηκα να εκδώσω πρωτότυπο έργο μου, αν και είχα τη δυνατότητα. Το έκανα, όταν αισθάνθηκα ότι είχα κάτι (για μένα και από εμένα) να πω. Ποιητικά βιβλία –ήδη 5 και με πάνω από 100 ποιήματα το καθένα– έχω εκδώσει κατά τα τελευταία 12 έτη. Είναι έτοιμα άλλα δύο. Με τον καιρό θα εκδοθούν και αυτά. Μεταφράζω κάθε μέρα, κυρίως ποιητές. Έχω μεταφράσει και εκδώσει αρκετά ποιητικά βιβλία, σημαντικότατων ποιητών. Είναι έτοιμα άλλα επτά – θα εκδοθούν με τη σειρά τους. Κανένα ποιητικό έργο δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Είναι έργο εν προόδω. Αυτό με ξυπνάει κάθε πρωί, αυτό μου δίνει «δουλειά» και νόημα στον στοχαστικό βίο μου.
 
Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που ο ίδιος φιλοτεχνείτε;
Α, από πάσης απόψεως καλά είναι εδώ. Ενθάδε! Καθώς μάλιστα ζω στην Ελλάδα, κυρίως στην Κέρκυρα, μου αρέσει πάρα πολύ. Έχω ταξιδέψει αρκετά στον κόσμο. Βρίσκω το πορτρέτο του εαυτού μου παντού. Ξεχωρίζω τη Νάπολη, το Αμβούργο, τη Βρετάνη. Θέλω να επισκεφθώ τις πόλεις του Λα Πλάτα (: το Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο) και τα διαμάντια του Ιράν (την Περσέπολη και το Ισπαχάν). Πρόκειται για τόπους υψίστης ποιητικής κουλτούρας επί αιώνες, που τη γνωρίζω μόνο από τους στίχους των ποιητών της. Κατά τα άλλα, περνάω μια φορά το μήνα έξω από το σπίτι του Σολωμού και –υπερρεαλιστικώς πως– τα λέμε λιγάκι.
 
Πώς ορίζετε το ποίημα που "αντέχει τον χρόνο";
Αν το ήξερα, θα το είχα γράψει! Σε αυτού του είδους τα ερωτήματα, αποκλειστική αρμοδιότητα να απαντήσουν έχουν οι μέλλουσες γενιές. Εμείς τότε, την ώρα της απάντησης, είμαστε αλλού…
 
Πείτε μας μια ιστορία με έναν σπουδαίο ποιητή που έχετε συναναστραφεί ή συναντήσει.
Είχα δημοσιεύσει στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ ένα εκτενές κείμενο για την «Ελένη» του Ρίτσου. Ο ποιητής ζήτησε να με γνωρίζει, κάτι που έγινε με σχετική καθυστέρηση, επειδή τότε ζούσα και σπούδαζα στη Γερμανία. Όταν βρέθηκα στην Αθήνα –έναν χρόνο, σημειωτέον, πριν από τον θάνατό του– τον επισκέφθηκα στην οδό Κόρακα, στον Άγιο Νικόλαο Αχαρνών. Είπαμε πολλά και διάφορα στις 4 ώρες που κράτησε η επίσκεψη αυτή. Μου χάρισε κι ένα βιβλίο του με αφιέρωση. Με ρώτησε αν εκτός από κριτική γράφω τίποτε άλλο, και απάντησα αναληθώς ότι γράφω δοκίμια και μεταφράζω κείμενα πεζογράφων και εικαστικών καλλιτεχνών. (Κι ας είχα στην τσάντα μου ένα τετράδιο με ποιήματά μου.) Μου είπε ότι, αφού ασχολούμαι με το γράψιμο, να ακούσω τη συμβουλή του: να μην περάσει ούτε μία μέρα που να μην πιάσω στο χέρι μου το μολύβι, γιατί δεν πρέπει να χάσω ποτέ την επαφή μου με ό,τι ασχολούμαι. Και μου ζήτησε προτρεπτικά να γράψω για το «Αρχαίο Θέατρο», ποίημα που αγαπούσε ιδιαίτερα. Το έχω κάνει. Τη δε συμβουλή του την τηρώ ευλαβικά. Κάθε μέρα, μα κάθε μέρα γράφω. Και άρρωστος αν είμαι, συμβολικά πιάνω ένα μολύβι στο χέρι μου για να μη χάσω ποτέ την επαφή μου με τα γραπτά μου.

Αναδημοσίευση της συνέντευξης που έδωσε ο Γ. Κεντρωτής στον Αντώνη Σκιαθά στην εφημερίδα των Πατρών «Πελοπόννησος»