Ένας Μπον βιβέρ στο μαγειρειό
Σταμάτης Κυριάκης
04 Μαρτίου 2023
/ 14:22
Γράφει ο Σταμάτης Κυριάκης
Πέρασαν πέντε χειμώνες από τον θάνατο του Πώλ Πουλίδη.
Τότε έμεινα ολομεμιάς μόνος στο μεσημεριανό τραπέζι.
Σήμερα μπορώ να κάνω ένα δημόσιο μνημόσυνο στον φίλο μου.
Όταν πέθανε πριν από μερικά χρόνια έγραψα λίγα λόγια που αφορούσαν την φιλία μας και τα αποθήκευσα σε έναν φάκελο στον υπολογιστή μου.
Σήμερα μπορώ να πω λίγα περισσότερα για έναν από τους καλούς ανθρώπους που συνάντησα στην ζωή μου.
Δεν ήταν περαστικοί. Δεν τους θεωρώ απλώς ανθρώπους που με επηρέασαν κατά τι.
Νομίζω ότι είναι κομμάτι από το σώμα μου.
Συνάντησα πολλούς δήθεν διανοούμενους , δήθεν πατριώτες , δήθεν διεθνιστές, δήθεν φιλάνθρωπους, δήθεν ερωτευμένους , δήθεν ευεργέτες , δήθεν ποιητές , και δήθεν ιδεολόγους.
Μου γυρίζανε τα άντερα ανάποδα.
Ο Πώλ ήταν από τους άλλους…. τους δικούς μας .
Τον γνώρισα σε ένα μαγειρειό στην πλατεία ψυχιατρείου.
Δεν υπήρχε άδειο τραπέζι και ήρθε στο δικό μου.
«Παρακαλώ κύριε μπορώ να καθίσω;»
Ψηλός λεπτός , καλοχτενισμένος με ωραία μαλλιά, αρκετά μακριά για την ηλικία του.
«Ωραίος άντρας…» σκέφτηκα «…στα νιάτα του θα είχε κάψει καρδιές».
Μου συστήθηκε.
-«Πωλ Πουλίδης … φωτογράφος»
-«Και πού έχετε το φωτογραφείο παρακαλώ;»
Χαμογέλασε.
-«Όχι τέτοιος φωτογράφος… φωτορεπόρτερ καλύτερα»
Από κείνη την ημέρα γίναμε πολύ καλοί φίλοι .
Τρώγαμε συχνά μαζί.
Δεν ξέρω …. Δεν φαινόταν να ταιριάζαμε πουθενά … ήμασταν άνθρωποι από τελείως διαφορετικούς κόσμους αλλά κάτι απροσδιόριστο με έκανε να τον συμπαθήσω από την πρώτη στιγμή.
Αν μας έβλεπε κανείς να καθόμαστε και να συζητάμε στο ίδιο τραπέζι θα απορούσε .
Αυτός φορούσε ωραία ρούχα , ένα λεπτό φουλάρι στο λαιμό , μια ανοιχτόχρωμη μακριά καπαρντίνα και καλογυαλισμένα δερμάτινα σκαρπίνια .
Εγώ ήμουν πάντα με τα ρούχα της δουλειάς και με αρβύλες γεμάτες λάσπες.
Εξαιτίας του Πωλ έκοψα την συνήθεια να διαβάζω εφημερίδες στο φαγητό. Κάθε που τον συναντούσα μου έλεγε ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του.
Ατελείωτες ιστορίες που τις άκουγα σα μικρό παιδί.
Όταν τρώγω μόνος, μου λείπουν οι ιστορίες του Πωλ.
Ήταν γιός του θρυλικού Πέτρου Πουλίδη, του πρώτου Έλληνα φωτορεπόρτερ και καταγόταν από ένα χωριό της Ηπείρου.
Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο φωτογραφίζοντας μεγάλους σταρ του σινεμά, σπουδαίους πολιτικούς , πρίγκιπες , βασίλισσες , μεγιστάνες και εμίρηδες.
Δεν έβγαζε απλές φωτογραφίες . Έκανε αξονικές τομογραφίες. Ανέλυε την κάθε περίπτωση. Μάθαινε τα πάντα για τις παρανομίες , τα εγκλήματα, τις μεγάλες απάτες και τους μεγάλους έρωτες των σπουδαίων αυτού του κόσμου.
Η κάθε φωτογραφία συνοδευόταν από μια συγκλονιστική ιστορία.
Κάποτε τον ρώτησα:
-«Γιατί δεν έγινες πολεμικός φωτορεπόρτερ που είχε και περισσότερα λεφτά όπως λες»
-«Δεν μπορούσα Σταμάτη. Γεννήθηκα μέσα στα χαλάσματα του πολέμου και μέσα στην πείνα… ήθελα να ξεχάσω… να δω την αστραφτερή πλευρά του κόσμου… ποτέ δεν έγινα μέρος της …απλώς την παρατηρούσα και την φωτογράφιζα… άγριος κόσμος …αδίστακτος αλλά χωρίς ερείπια , χωρίς ανέχεια και χωρίς πτώματα στους δρόμους.»
Γύρναγε στους δρόμους και πούλαγε άλμπουμ με φωτογραφίες του.
Θυμάμαι μία στην ακρόπολη όταν είχε έρθει η Μαρία Κάλλας .
Πέταγε την φωτογραφική μηχανή στον αέρα και μόλις την ξανάπιανε πάταγε το κλείστρο και ότι έβγαινε.
Κοίταγαν εντυπωσιασμένοι οι Γιαπωνέζοι τουρίστες και χειροκροτούσαν.
Του είπα να τις ανεβάσουμε στο διαδίκτυο να γίνουν περισσότερο γνωστές. Δεν ήθελε .
-«Δεν ξέρω από αυτά και δεν προλαβαίνω να μάθω… άσε που δεν θα ξέρω ποιος τις είδε . Ενώ έτσι μιλάω με τον κόσμο… είναι αλλιώς.»
Ο Πωλ ήταν πάντα μόνος, νομίζω.
Στα γεράματα του ήταν περισσότερο.
Αλλάξανε και οι καιροί , δεν ήθελε και δεν ενδιαφερόταν να προσαρμοστεί.
Στενοχωριόταν περισσότερο γιατί ένοιωθε ξένο τον σημερινό κόσμο .
Μια φορά μου είπε ότι αισθάνεται σαν να έκανε με μια μηχανή του χρόνου ένα ταξίδι στο μέλλον , σαν να παγιδεύτηκε εκεί και να μην μπορούσε να γυρίσει πίσω
-«Όλοι, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε εντός του μέλλοντός μας» . του έλεγα.
-«Πολύ ωραίο αυτό!» μου απάντησε.
-«..και αυτό κλεμμένο το έχω Πώλ.»
-«Δε βαριέσαι, όλοι με κλεμμένα ζούμε» μου απάντησε.
-«Σε ζηλεύω» μου έλεγε πολλές φορές.
-«Τι ζηλεύεις ρε Πωλ; Η ζωή μας είναι ένα σύνολο επιλογών που στοιχίζουν έτσι και αλλιώς στο καθένα μας»
Ήρθε ο σερβιτόρος για τον λογαριασμό.
-«Εσύ γιατί πλήρωσες λιγότερα;» μου είπε ο Πωλ χαριτολογώντας.
-«Αυτός είναι ο τιμοκατάλογος ρε Πωλ . Εγώ παρήγγειλα μακαρόνια . Εσύ μούθελες Σοφρίτο».
Τελευταία τον έβλεπα συχνά στο σούπερ μάρκετ .
Συνήθως αγόραζε κονσέρβες και λίγα φρούτα.
Σπάνια ερχόταν στο μαγειριό.
Φαινόταν καταβεβλημένος αλλά διατηρούσε την γοητεία , την ευγένεια και τη αξιοπρέπεια του.
Πάντα προσεκτικά ντυμένος καθαρός και καλοχτενισμένος.
Μας άφησε ο Πωλ και δεν πρόλαβα να καταγράψω και τις ιστορίες του .
Τελικά υπέκυψε στον πειρασμό και ανέβασε μερικές από τις φωτογραφίες του στο διαδίκτυο.
«Πωλ Πουλίδης - αναζήτηση»
Τότε έμεινα ολομεμιάς μόνος στο μεσημεριανό τραπέζι.
Σήμερα μπορώ να κάνω ένα δημόσιο μνημόσυνο στον φίλο μου.
Όταν πέθανε πριν από μερικά χρόνια έγραψα λίγα λόγια που αφορούσαν την φιλία μας και τα αποθήκευσα σε έναν φάκελο στον υπολογιστή μου.
Σήμερα μπορώ να πω λίγα περισσότερα για έναν από τους καλούς ανθρώπους που συνάντησα στην ζωή μου.
Δεν ήταν περαστικοί. Δεν τους θεωρώ απλώς ανθρώπους που με επηρέασαν κατά τι.
Νομίζω ότι είναι κομμάτι από το σώμα μου.
Συνάντησα πολλούς δήθεν διανοούμενους , δήθεν πατριώτες , δήθεν διεθνιστές, δήθεν φιλάνθρωπους, δήθεν ερωτευμένους , δήθεν ευεργέτες , δήθεν ποιητές , και δήθεν ιδεολόγους.
Μου γυρίζανε τα άντερα ανάποδα.
Ο Πώλ ήταν από τους άλλους…. τους δικούς μας .
Τον γνώρισα σε ένα μαγειρειό στην πλατεία ψυχιατρείου.
Δεν υπήρχε άδειο τραπέζι και ήρθε στο δικό μου.
«Παρακαλώ κύριε μπορώ να καθίσω;»
Ψηλός λεπτός , καλοχτενισμένος με ωραία μαλλιά, αρκετά μακριά για την ηλικία του.
«Ωραίος άντρας…» σκέφτηκα «…στα νιάτα του θα είχε κάψει καρδιές».
Μου συστήθηκε.
-«Πωλ Πουλίδης … φωτογράφος»
-«Και πού έχετε το φωτογραφείο παρακαλώ;»
Χαμογέλασε.
-«Όχι τέτοιος φωτογράφος… φωτορεπόρτερ καλύτερα»
Από κείνη την ημέρα γίναμε πολύ καλοί φίλοι .
Τρώγαμε συχνά μαζί.
Δεν ξέρω …. Δεν φαινόταν να ταιριάζαμε πουθενά … ήμασταν άνθρωποι από τελείως διαφορετικούς κόσμους αλλά κάτι απροσδιόριστο με έκανε να τον συμπαθήσω από την πρώτη στιγμή.
Αν μας έβλεπε κανείς να καθόμαστε και να συζητάμε στο ίδιο τραπέζι θα απορούσε .
Αυτός φορούσε ωραία ρούχα , ένα λεπτό φουλάρι στο λαιμό , μια ανοιχτόχρωμη μακριά καπαρντίνα και καλογυαλισμένα δερμάτινα σκαρπίνια .
Εγώ ήμουν πάντα με τα ρούχα της δουλειάς και με αρβύλες γεμάτες λάσπες.
Εξαιτίας του Πωλ έκοψα την συνήθεια να διαβάζω εφημερίδες στο φαγητό. Κάθε που τον συναντούσα μου έλεγε ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του.
Ατελείωτες ιστορίες που τις άκουγα σα μικρό παιδί.
Όταν τρώγω μόνος, μου λείπουν οι ιστορίες του Πωλ.
Ήταν γιός του θρυλικού Πέτρου Πουλίδη, του πρώτου Έλληνα φωτορεπόρτερ και καταγόταν από ένα χωριό της Ηπείρου.
Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο φωτογραφίζοντας μεγάλους σταρ του σινεμά, σπουδαίους πολιτικούς , πρίγκιπες , βασίλισσες , μεγιστάνες και εμίρηδες.
Δεν έβγαζε απλές φωτογραφίες . Έκανε αξονικές τομογραφίες. Ανέλυε την κάθε περίπτωση. Μάθαινε τα πάντα για τις παρανομίες , τα εγκλήματα, τις μεγάλες απάτες και τους μεγάλους έρωτες των σπουδαίων αυτού του κόσμου.
Η κάθε φωτογραφία συνοδευόταν από μια συγκλονιστική ιστορία.
Κάποτε τον ρώτησα:
-«Γιατί δεν έγινες πολεμικός φωτορεπόρτερ που είχε και περισσότερα λεφτά όπως λες»
-«Δεν μπορούσα Σταμάτη. Γεννήθηκα μέσα στα χαλάσματα του πολέμου και μέσα στην πείνα… ήθελα να ξεχάσω… να δω την αστραφτερή πλευρά του κόσμου… ποτέ δεν έγινα μέρος της …απλώς την παρατηρούσα και την φωτογράφιζα… άγριος κόσμος …αδίστακτος αλλά χωρίς ερείπια , χωρίς ανέχεια και χωρίς πτώματα στους δρόμους.»
Γύρναγε στους δρόμους και πούλαγε άλμπουμ με φωτογραφίες του.
Θυμάμαι μία στην ακρόπολη όταν είχε έρθει η Μαρία Κάλλας .
Πέταγε την φωτογραφική μηχανή στον αέρα και μόλις την ξανάπιανε πάταγε το κλείστρο και ότι έβγαινε.
Κοίταγαν εντυπωσιασμένοι οι Γιαπωνέζοι τουρίστες και χειροκροτούσαν.
Του είπα να τις ανεβάσουμε στο διαδίκτυο να γίνουν περισσότερο γνωστές. Δεν ήθελε .
-«Δεν ξέρω από αυτά και δεν προλαβαίνω να μάθω… άσε που δεν θα ξέρω ποιος τις είδε . Ενώ έτσι μιλάω με τον κόσμο… είναι αλλιώς.»
Ο Πωλ ήταν πάντα μόνος, νομίζω.
Στα γεράματα του ήταν περισσότερο.
Αλλάξανε και οι καιροί , δεν ήθελε και δεν ενδιαφερόταν να προσαρμοστεί.
Στενοχωριόταν περισσότερο γιατί ένοιωθε ξένο τον σημερινό κόσμο .
Μια φορά μου είπε ότι αισθάνεται σαν να έκανε με μια μηχανή του χρόνου ένα ταξίδι στο μέλλον , σαν να παγιδεύτηκε εκεί και να μην μπορούσε να γυρίσει πίσω
-«Όλοι, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε εντός του μέλλοντός μας» . του έλεγα.
-«Πολύ ωραίο αυτό!» μου απάντησε.
-«..και αυτό κλεμμένο το έχω Πώλ.»
-«Δε βαριέσαι, όλοι με κλεμμένα ζούμε» μου απάντησε.
-«Σε ζηλεύω» μου έλεγε πολλές φορές.
-«Τι ζηλεύεις ρε Πωλ; Η ζωή μας είναι ένα σύνολο επιλογών που στοιχίζουν έτσι και αλλιώς στο καθένα μας»
Ήρθε ο σερβιτόρος για τον λογαριασμό.
-«Εσύ γιατί πλήρωσες λιγότερα;» μου είπε ο Πωλ χαριτολογώντας.
-«Αυτός είναι ο τιμοκατάλογος ρε Πωλ . Εγώ παρήγγειλα μακαρόνια . Εσύ μούθελες Σοφρίτο».
Τελευταία τον έβλεπα συχνά στο σούπερ μάρκετ .
Συνήθως αγόραζε κονσέρβες και λίγα φρούτα.
Σπάνια ερχόταν στο μαγειριό.
Φαινόταν καταβεβλημένος αλλά διατηρούσε την γοητεία , την ευγένεια και τη αξιοπρέπεια του.
Πάντα προσεκτικά ντυμένος καθαρός και καλοχτενισμένος.
Μας άφησε ο Πωλ και δεν πρόλαβα να καταγράψω και τις ιστορίες του .
Τελικά υπέκυψε στον πειρασμό και ανέβασε μερικές από τις φωτογραφίες του στο διαδίκτυο.
«Πωλ Πουλίδης - αναζήτηση»