Κι αν επιδημιολόγοι και λοιμωξιολόγοι δεν επαρκούν για τη διαχείριση του κορωνοιού;
Δημήτρης Σούκερας
05 Φεβρουαρίου 2021
/ 16:29
Ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό στην κοινωνία όμως το 1992 μηδενίστηκαν τα αεροπορικά ατυχήματα, που οφείλονται σε μηχανικές βλάβες.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος και τι σχέση έχει αυτό με την διαχείριση του κορονοιού; Η εξάλειψη της μηχανικής βλάβης από τις αιτίες ατυχημάτων, από τις αρχές του 2007 έφερε την εισαγωγή στην αεροπορία μιας ολιστικής προσέγγισης διαχείρισης του ρίσκου και την ενσωμάτωση του πλέγματος μέτρων διαχείρισης ασφάλειας, μέσα στο εφαρμοζόμενο σύστημα μάνατζμεντ.
Στην ουσία λοιπόν, ο κορονοιός, στην γλώσσα της διαχείρισης ρίσκου, αποτελεί έναν αστάθμητο κίνδυνο (hazard), που όπως φάνηκε από την αρχή, «ξηλώνει» πόντο-πόντο την προηγούμενή μας κανονικότητα. Συνεπώς βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα διαχείρισης της ασφάλειας, των ανθρώπων και της κοινωνίας από την πανδημία και της συνέχισης της ζωής. Είναι ο D. Loucas (1991) που είπε, πως υπάρχουν τρία μοντέλα για την διαχείριση της ασφάλειας: α) το ανθρώπινο μοντέλο, β) το μηχανικό μοντέλο και γ) το μοντέλο του οργανισμού. Με το πρώτο εισάγεται η ιδέα πως ο άνθρωπος έχει τον πλήρη έλεγχο της συμπεριφοράς του και υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν, ενώ άλλοι δεν μπορούν, να εφαρμόζουν με ακρίβεια μέτρα ασφαλείας. Με το δεύτερο μοντέλο που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετία του 1970 έγινε αποδεκτό πως οι άνθρωποι μπορεί τελικά και να μην κατορθώνουν να εκμεταλλεύονται πλήρως τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, καθώς ο ανθρώπινος νους, δεν μπορεί να συλλαμβάνει όλες τις λειτουργίες των μηχανών και πάντοτε να επιλέγει την καταλληλότερη, ακόμη και μετά την επιλογή της αυτοματοποίησης.
Μάλιστα διαπιστώθηκε πως η κατάσταση δεν βελτιώνεται σημαντικά ούτε με τεχνικές επιλογής προσωπικού, εκπαίδευσης και κινητοποίησης των ανθρώπων, ενώ δεν επαρκεί και η εφαρμογή των ποιοτικών προτύπων. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1990 εισήχθηκε το μοντέλο του οργανισμού, με το οποίο, η ανθρώπινη συμπεριφορά , δεν εξετάζεται πλέον ως αιτία ατυχήματος, αλλά ως σύμπτωμα λειτουργικού κενού, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην δημιουργία συστημάτων διαχείρισης ασφάλειας.
Σήμερα σχεδόν δώδεκα μήνες μετά την εμφάνιση του κορονοιού, ειδικά στις δυτικές κοινωνίες, έχουμε από την αρχή αναθέσει την διαχείριση της ασφάλειας στους λοιμωξιολόγους και τους επιδημιολόγους, οι οποίοι καθημερινά αντιμετωπίζουν το δίλημμα που πρώτος εισήγαγε ο James Reason (1997). «Ποιο να είναι το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην δυνατότητα για παραγωγή-εργασία και στην αναγκαιότητα για επιβίωση-ασφάλεια; » εισηγούμενοι μέτρα. Ο ίδιος ο Reason λέει, πως καθώς η αναγκαιότητα για προστασία καταναλώνει παραγωγικές δυνάμεις, ανθρώπους, φαιά ουσία, υλικά, χρόνο και χρήμα, αν ξοδέψεις πολύ, τελικά θα βρεθείς εκτός της οικονομίας. Από την άλλη αν ξοδέψεις λιγοστά, μπορεί να υποστείς συστημικό ατύχημα.
Μήπως σήμερα μετά από είτε τα επαναλαμβανόμενα, είτε μετά από ένα στην ουσία μακρόχρονο ουσιαστικά lock-down,μπορούμε να θεωρούμε πως βιώνουμε ένα συστημικό ατύχημα και έρχεται η ώρα να συζητηθεί η περίπτωση να μην επαρκούν οι δυνάμεις των επιδημιολόγων και των λοιμωξιολόγων, για να κρατηθεί η οικονομία και η ανθρώπινη κοινωνική λειτουργία στα καλύτερα επίπεδα που μπορεί να εξασφαλισθούν, μπροστά στα ρίσκα και τους κινδύνους που μας έχει επιφέρει ο κορονοιός;
Στο σύνολο του Δυτικού κόσμου και στην Ελλάδα γίνεται εκτεταμένη χρήση των λέξεων «μέτρα για τον Κορονοιό», κοινώς με όρους διαχείρισης ασφάλειας υιοθετείται αυτό που αποκαλούμε «barrier based thinking», χωρίς όμως ταυτόχρονα να επικρατεί, η σύγχρονη ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Από την συζήτηση δυστυχώς λείπουν τελείως όροι όπως: (ALARP-As low as Reasonably Practical) δηλαδή μέτρα με διαπιστωμένη αποτελεσματικότητά που έχει κριθεί πως δεν μπορούμε να βελτιώσουμε περισσότερο, για λόγους κόστους. Ταυτόχρονα δεν είναι γνωστό το αποδεκτό επίπεδο ρίσκου, για την συνέχιση μιας όποιας κανονικότητας. Για παράδειγμα στην Αεροπορία λέμε πως τα μέτρα που λαμβάνουμε οφείλουν να μειώνουν τα ρίσκα κάτω από το 10-9 (0,000000001) της πιθανότητας να συμβεί κάτι και συνεπώς τα λαμβανόμενα μέτρα ή συστήματα μέτρων οφείλουν να είναι μετρήσιμα και αποτελεσματικά.
Για την επιστήμη της Διαχείρισης της Ασφάλειας και ρίσκου ο κορονοιός στην παρούσα περίοδο αποτελεί έναν σπάνιο κίνδυνο που όμως μπορεί να δημιουργήσει και δυστυχώς δημιουργεί, μεγάλης έκτασης κι έντασης συνέπειες (συστημικό ατύχημα).Αυτό στην θεωρία σημαίνει πως δυστυχώς δεν είναι επαρκή τα μοντέλα διαχείρισής του με στατιστική προσέγγιση, με πιθανότητες (probabilistic risk assessment).Αντίθετα τέτοιας μορφή κίνδυνοι, υπό το πρίσμα της συστημικής προσέγγισης, θεωρούνται μόνο ως προβλήματα ελέγχου. Έτσι δεν υπάρχουν και δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στατιστικά ή επιδημιολογικά δεδομένα του παρελθόντος, για την αντιμετώπιση του προβλήματος, καθώς ο συγκεκριμένος ιός είναι φρέσκος και δεν υφίστανται αυτά τα δεδομένα.
Τότε τι είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε σήμερα; Οι ανάγκες της εποχής μας οδηγούν στον σχεδιασμό μιας προληπτικής (proactive) στρατηγικής διαχείρισης ρίσκου που απαιτεί την ταχεία ροή πληροφορίας που δεν μπορεί να κυριαρχεί υπό συνθήκες τιμωρίας και επιβολής προστίμων, καθώς την ανατροφοδότηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τις συνέπειες και τις απειλές του ιού αποδομώντας τον σε κομμάτια, αλλά οφείλουμε να περάσουμε στην ερμηνεία της λειτουργικής ασάφειας του όλου.
Είναι αυτό που στην Ομάδα FLATOD-19 αποκαλούμε «εφαρμογή μέτρων πεδίου» για να μπορούν να δουλεύουν καλά σε επιχειρησιακό-πραγματικό περιβάλλον. Αυτό που αναζητείται είναι η απλοποίηση της πολυπλοκότητας σε ένα αποδεκτό επίπεδο αντίληψης χωρίς να χάνονται τα κύρια σημεία. Στην ουσία σε αυτό που έχουμε έλεγχο σήμερα οι άνθρωποι έναντι του ιού, δεν ήταν ποτέ ο ιός ο ίδιος, αλλά όσα εμείς είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για να τον αντιμετωπίσουμε. Μια από τις μεθόδους διαχείρισης ρίσκου που προτείνεται λέγεται Bowtie, με την οποία συνθέτουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας, με προληπτικά μέτρα που είτε προσπαθούν να εξουδετερώσουν τμήματα της πρωτογενούς απειλής της ίδιας, είτε την απώλειας ελέγχου της κατάστασης, πλαισιωμένα από μέτρα ελέγχου και μείωσης των καταστροφικών επιδράσεων της απειλής.
Δεν ξέρω τι θα μπορούσαν να εκτιμήσουν οι στρουθοκάμηλοι για αυτό που κάνουμε με τον κορονοιό μέχρι τώρα, αλλά είναι βέβαιο, πως ο Αϊνστάιν παραφράζοντας τον ορισμό της παράνοιας μίλησε «για επανάληψη της ίδιας λύσης ξανά και ξανά, αναμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα».
Στην ουσία λοιπόν, ο κορονοιός, στην γλώσσα της διαχείρισης ρίσκου, αποτελεί έναν αστάθμητο κίνδυνο (hazard), που όπως φάνηκε από την αρχή, «ξηλώνει» πόντο-πόντο την προηγούμενή μας κανονικότητα. Συνεπώς βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα διαχείρισης της ασφάλειας, των ανθρώπων και της κοινωνίας από την πανδημία και της συνέχισης της ζωής. Είναι ο D. Loucas (1991) που είπε, πως υπάρχουν τρία μοντέλα για την διαχείριση της ασφάλειας: α) το ανθρώπινο μοντέλο, β) το μηχανικό μοντέλο και γ) το μοντέλο του οργανισμού. Με το πρώτο εισάγεται η ιδέα πως ο άνθρωπος έχει τον πλήρη έλεγχο της συμπεριφοράς του και υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν, ενώ άλλοι δεν μπορούν, να εφαρμόζουν με ακρίβεια μέτρα ασφαλείας. Με το δεύτερο μοντέλο που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετία του 1970 έγινε αποδεκτό πως οι άνθρωποι μπορεί τελικά και να μην κατορθώνουν να εκμεταλλεύονται πλήρως τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, καθώς ο ανθρώπινος νους, δεν μπορεί να συλλαμβάνει όλες τις λειτουργίες των μηχανών και πάντοτε να επιλέγει την καταλληλότερη, ακόμη και μετά την επιλογή της αυτοματοποίησης.
Μάλιστα διαπιστώθηκε πως η κατάσταση δεν βελτιώνεται σημαντικά ούτε με τεχνικές επιλογής προσωπικού, εκπαίδευσης και κινητοποίησης των ανθρώπων, ενώ δεν επαρκεί και η εφαρμογή των ποιοτικών προτύπων. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1990 εισήχθηκε το μοντέλο του οργανισμού, με το οποίο, η ανθρώπινη συμπεριφορά , δεν εξετάζεται πλέον ως αιτία ατυχήματος, αλλά ως σύμπτωμα λειτουργικού κενού, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην δημιουργία συστημάτων διαχείρισης ασφάλειας.
Σήμερα σχεδόν δώδεκα μήνες μετά την εμφάνιση του κορονοιού, ειδικά στις δυτικές κοινωνίες, έχουμε από την αρχή αναθέσει την διαχείριση της ασφάλειας στους λοιμωξιολόγους και τους επιδημιολόγους, οι οποίοι καθημερινά αντιμετωπίζουν το δίλημμα που πρώτος εισήγαγε ο James Reason (1997). «Ποιο να είναι το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην δυνατότητα για παραγωγή-εργασία και στην αναγκαιότητα για επιβίωση-ασφάλεια; » εισηγούμενοι μέτρα. Ο ίδιος ο Reason λέει, πως καθώς η αναγκαιότητα για προστασία καταναλώνει παραγωγικές δυνάμεις, ανθρώπους, φαιά ουσία, υλικά, χρόνο και χρήμα, αν ξοδέψεις πολύ, τελικά θα βρεθείς εκτός της οικονομίας. Από την άλλη αν ξοδέψεις λιγοστά, μπορεί να υποστείς συστημικό ατύχημα.
Μήπως σήμερα μετά από είτε τα επαναλαμβανόμενα, είτε μετά από ένα στην ουσία μακρόχρονο ουσιαστικά lock-down,μπορούμε να θεωρούμε πως βιώνουμε ένα συστημικό ατύχημα και έρχεται η ώρα να συζητηθεί η περίπτωση να μην επαρκούν οι δυνάμεις των επιδημιολόγων και των λοιμωξιολόγων, για να κρατηθεί η οικονομία και η ανθρώπινη κοινωνική λειτουργία στα καλύτερα επίπεδα που μπορεί να εξασφαλισθούν, μπροστά στα ρίσκα και τους κινδύνους που μας έχει επιφέρει ο κορονοιός;
Στο σύνολο του Δυτικού κόσμου και στην Ελλάδα γίνεται εκτεταμένη χρήση των λέξεων «μέτρα για τον Κορονοιό», κοινώς με όρους διαχείρισης ασφάλειας υιοθετείται αυτό που αποκαλούμε «barrier based thinking», χωρίς όμως ταυτόχρονα να επικρατεί, η σύγχρονη ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Από την συζήτηση δυστυχώς λείπουν τελείως όροι όπως: (ALARP-As low as Reasonably Practical) δηλαδή μέτρα με διαπιστωμένη αποτελεσματικότητά που έχει κριθεί πως δεν μπορούμε να βελτιώσουμε περισσότερο, για λόγους κόστους. Ταυτόχρονα δεν είναι γνωστό το αποδεκτό επίπεδο ρίσκου, για την συνέχιση μιας όποιας κανονικότητας. Για παράδειγμα στην Αεροπορία λέμε πως τα μέτρα που λαμβάνουμε οφείλουν να μειώνουν τα ρίσκα κάτω από το 10-9 (0,000000001) της πιθανότητας να συμβεί κάτι και συνεπώς τα λαμβανόμενα μέτρα ή συστήματα μέτρων οφείλουν να είναι μετρήσιμα και αποτελεσματικά.
Για την επιστήμη της Διαχείρισης της Ασφάλειας και ρίσκου ο κορονοιός στην παρούσα περίοδο αποτελεί έναν σπάνιο κίνδυνο που όμως μπορεί να δημιουργήσει και δυστυχώς δημιουργεί, μεγάλης έκτασης κι έντασης συνέπειες (συστημικό ατύχημα).Αυτό στην θεωρία σημαίνει πως δυστυχώς δεν είναι επαρκή τα μοντέλα διαχείρισής του με στατιστική προσέγγιση, με πιθανότητες (probabilistic risk assessment).Αντίθετα τέτοιας μορφή κίνδυνοι, υπό το πρίσμα της συστημικής προσέγγισης, θεωρούνται μόνο ως προβλήματα ελέγχου. Έτσι δεν υπάρχουν και δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στατιστικά ή επιδημιολογικά δεδομένα του παρελθόντος, για την αντιμετώπιση του προβλήματος, καθώς ο συγκεκριμένος ιός είναι φρέσκος και δεν υφίστανται αυτά τα δεδομένα.
Τότε τι είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε σήμερα; Οι ανάγκες της εποχής μας οδηγούν στον σχεδιασμό μιας προληπτικής (proactive) στρατηγικής διαχείρισης ρίσκου που απαιτεί την ταχεία ροή πληροφορίας που δεν μπορεί να κυριαρχεί υπό συνθήκες τιμωρίας και επιβολής προστίμων, καθώς την ανατροφοδότηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τις συνέπειες και τις απειλές του ιού αποδομώντας τον σε κομμάτια, αλλά οφείλουμε να περάσουμε στην ερμηνεία της λειτουργικής ασάφειας του όλου.
Είναι αυτό που στην Ομάδα FLATOD-19 αποκαλούμε «εφαρμογή μέτρων πεδίου» για να μπορούν να δουλεύουν καλά σε επιχειρησιακό-πραγματικό περιβάλλον. Αυτό που αναζητείται είναι η απλοποίηση της πολυπλοκότητας σε ένα αποδεκτό επίπεδο αντίληψης χωρίς να χάνονται τα κύρια σημεία. Στην ουσία σε αυτό που έχουμε έλεγχο σήμερα οι άνθρωποι έναντι του ιού, δεν ήταν ποτέ ο ιός ο ίδιος, αλλά όσα εμείς είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για να τον αντιμετωπίσουμε. Μια από τις μεθόδους διαχείρισης ρίσκου που προτείνεται λέγεται Bowtie, με την οποία συνθέτουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας, με προληπτικά μέτρα που είτε προσπαθούν να εξουδετερώσουν τμήματα της πρωτογενούς απειλής της ίδιας, είτε την απώλειας ελέγχου της κατάστασης, πλαισιωμένα από μέτρα ελέγχου και μείωσης των καταστροφικών επιδράσεων της απειλής.
Δεν ξέρω τι θα μπορούσαν να εκτιμήσουν οι στρουθοκάμηλοι για αυτό που κάνουμε με τον κορονοιό μέχρι τώρα, αλλά είναι βέβαιο, πως ο Αϊνστάιν παραφράζοντας τον ορισμό της παράνοιας μίλησε «για επανάληψη της ίδιας λύσης ξανά και ξανά, αναμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα».
Δημήτριος Σούκερας MBA(ER)
Επισκέπτης Καθηγητής SJSU
στο Αντικείμενο Διερεύνησης Συστημικών Ατυχημάτων
Μέλος Ομάδας FLATOD-19
Επισκέπτης Καθηγητής SJSU
στο Αντικείμενο Διερεύνησης Συστημικών Ατυχημάτων
Μέλος Ομάδας FLATOD-19