Την Κυριακή θα ακούσουμε τη μπάντα
Editorial
17 Ιουλίου 2019
/ 14:46
Καλοκαιρινό ψιλόβροχο και τρεις προσεγγίσεις κρουαζιεροπλοίων σημαίνει το αδιαχώρητο στους κερκυραϊκούς δρόμους.
Όσοι θα πήγαιναν στην παραλία, καιρού αποτρέποντος, είπαν να κάνουν μια βόλτα στην πόλη. Κι οι άλλοι όλοι υποχρεωτικά περιπλανήθηκαν στα γραφικά καντούνια.Έτσι επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά ότι στις συχνές αυτές, εξαιρετικές περιπτώσεις, αγκομαχούν οι κερκυραϊκοί δρόμοι εφόσον κατά τα ειωθότα όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, πρέπει να φτάσουν εποχούμενοι μέχρι το καντούνι τ' Αγιού, Η δε περιήγηση, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια πρόταση, ποδαράτι, ούτε λόγος να γίνεται, καβάλα πάν' στην εκκλησία καβάλα προσκυνάνε, σα τους Κολοκοτρωναίους. Οι μαγαζάτορες λένε ότι αυτός ο αναπόφευκτος εκνευρισμός δεν έχει κάν αντίκρυσμα αφού οι ξένοι δεν ψωνίζουν. Αναπτύσσονται έτσι διάφορες θεωρίες, ότι δεν έχουν λεφτά, ότι τους τα παίρνουν άλλοι. Κι έτσι η αδιαχώρητη αγορά, μουσκεμένη χθες και αντιφατική, γκρινιάζει και δίνει ραντεβού με νόημα για... κακό Χειμώνα. Ούτως ή άλλως, ο λόγος γίνεται για διοικητικό μεσοδιάστημα εφόσον οι απερχόμενοι απέρχονται και οι επερχόμενοι ετοιμάζονται. Τα καλώς, κακώς, κείμενα παραμένουν ως έχουν και ο «σώζος» εαυτόν σωθείτω. Παλιά μου τέχνη κόσκινο θα πει ο πιο φλεγματικός, κουνώντας το κεφάλι. Πούχει μάθει να ξεπροβοδίζει Αρχές και να υποδέχεται άλλες, μέχρι να ενημερωθούν, ν' αναμετρηθούν με τις υποσχέσεις τους και την υπομονή μας. Είναι αδύνατον τα καλοκαίρια να δουλεύουν τα φανάρια της κυκλοφορίας στην περίμετρο της πόλης. Σατανική σύμπτωση και το κάταγμα στο πόδι του διαβόλου, γίνεται τεκμήριο μαχητικότητας για τον επικείμενο, γιατί δεν ανάβουν τα φανάρια; Πέστα μεγάλε, γιατί άραγε δεν ανάβουν; Ναρθούμε εμείς στα πράγματα, να σας πούμε το γιατί! Media, ξέπνοα, επαναλαμβανόμενα, έχουν τη λύση αλλά δεν τα ακούει κανείς. Φέρνουν λίγο από την κούφια ωραιοπάθεια της Μπίμπης, να καταπλήξουμε τα πλήθη! Αυτά όμως χασμουριούνται στην κουφόβραση μεσ' την υγρασία που σήκωσε το ψιλόβροχο. Περπατώντας αργά στην προκυμαία, «υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!» Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία. Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης. Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία... Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία. Sorry bros.