18η και 19η ΜΑΪΟΥ 2018. Ευθέως και κατά πρόσωπον (Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα των Μουσείων)
Μαρία Μελέντη
18 Μαΐου 2018
/ 07:42
Δίπλα μας, τα Μουσεία της πόλης μας αλλά και όλου του κόσμου μας περιμένουν με ανοικτές τις θύρες να συμμετάσχουμε στον διεθνή εορτασμό αναφοράς στην δράση και προσφορά τους, κατά τις δύο λαμπερές ανοιξιάτικες ημέρες που έρχονται, την 18η και 19η Μαϊου 2018 αλλά και την μαγική νύχτα, της 19ης.
Για την μεγάλη πατρίδα του Πολιτισμού αυτή η επέτειος είναι μία παγκόσμια ευκαιρία για αισιόδοξα μηνύματα μέσω της υπόμνησης των πολλών και ποικίλων ήδη παροχών αλλά και προοπτικών της μουσειακής δραστηριότητας. Μία γέφυρα ανοικτής επικοινωνίας των πολλών και ιδιαίτερων κόσμων των Μουσείων που ως θεσμοί διαχειριστές της πολιτιστικής παγκόσμιας κληρονομιάς, φορώντας τα ωραία διαφορετικά ενδύματά τους, μιλούν ωστόσο παρόμοια γλώσσα έμπνευσης και στοχεύσεων. Ένας από αυτούς τους στόχους, ο πιο σημαντικός για πολλούς λόγους, είναι η επαρκής και ευχάριστη διάδοση της πληροφορίας στο κοινό των επισκεπτών. Η φετινή επέτειος με αναφορά στην ιδιαίτερη θεματική της συνάντησης μουσειακού πλούτου και τεχνολογικής διαχείρισης (διαδικτυακής κυρίως) μας προσφέρει την ευκαιρία να σταθούμε σε ένα πεδίο με ζητούμενο την ευρεσιτεχνία και άπειρες προοπτικές ανάπτυξης για τα Μουσεία. Με πολλαπλές επιλογές και διαρκή πρόσβαση στον πλούτο των μουσειακών συλλογών ο χρήστης των νέων οδών μέσω διαδικτύου μπορεί να ταξιδεύει στον εικονικό χώρο των Μουσείων και των «φίλων» τους (θεσμών, ιδιωτών, χορηγών κ.ά.) αποκτώντας μία συχνά εντυπωσιακή εμπειρία. Οι χώροι των Μουσείων γίνονται οικείοι και φιλόξενοι για κάθε επισκέπτη όπου και αν βρίσκεται αυτός. Πρωταγωνιστής σχεδόν απόλυτος πλέον της σχέσης που αναπτύσσεται ο τελευταίος μπορεί ποικιλοτρόπως όχι μόνο να γνωρίσει συνοπτικά και εύπεπτα την ιστορία και την ευρύτερη σημασία για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά των προϊόντων και παράγωγων του Πολιτισμού αλλά συχνά να παρεμβαίνει στην εικονική τους υπόσταση με διάφορους τρόπους συμμετέχοντας σε ένα συχνά δημιουργικό για τον ίδιο διάλογο. Οι περιηγήσεις αυτές αχανείς και ατελείωτες μπορούν με τις γρήγορες εφαρμογές των τελευταίων δεκαετιών να φέρουν σχεδόν «στο μαξιλάρι μας» κάθε εξαιρετικό πολιτιστικό απόκτημα. Τα Μουσεία «έξω από τα Μουσεία» λοιπόν ή αλλιώς τα «νέα» Μουσεία ενός ατελείωτου διαδικτυακού κόσμου, η ήδη διαδεδομένη και όλο και περισσότερο εμπλουτισμένη με νέα τεχνολογικά επιτεύγματα χρηστική τους υπόσταση και ταυτότητα.
Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα της προόδου με τις άπειρες προτάσεις και λύσεις για τους αποτελεσματικότερους, πιο ευχάριστους τρόπους, προβολής και διάδοσης των πολιτιστικών αγαθών, κάπου εδώ στο κέντρο ακόμα -αναλογιζόμαστε- βρίσκονται τα ίδια τα αγαθά, το αντικείμενο της αναφοράς αλλά και οι δημιουργοί τους πίσω από αυτά. Στα περιβάλλοντα που τα φιλοξενούν (υποδομών, κτηριακά και άλλα, ανθρωπίνου δυναμικού κ.λπ.), πάντα στο επίκεντρο, στέκονται απέναντι από τον θεατή, υλικές αλλά και όχι οντότητες. Εντός αυτών των χώρων ο θεατής προκειμένου να φτάσει εμπρός τους και να συνομιλήσει μαζί τους ασκεί το σώμα και όχι μόνο τα μάτια, περπατά, οσφραίνεται, κρατά συνοδευτικά έντυπα, φορά ίσως ακουστικά ξενάγησης, στέκεται όπου αποφασίσει, εκμεταλλευόμενος τον φωτισμό για να κατανοήσει αυτό που κοιτά, σκύβει κοντά στην προθήκη που το φιλοξενεί, διαβάζει τίτλους, σημειώματα, κείμενα που εφάπτονται σε τοίχους ή άλλες επιφάνειες. Σταματά επίσης εμπρός από τα παράθυρα των αιθουσών κοιτώντας την πιθανή θέα, ακούει τα βήματα των άλλων επισκεπτών δίπλα του, τα επιφωνήματα και τα σχόλιά τους, νοιώθει, βλέπει τις αντιδράσεις τους, τον ενθουσιασμό τους στις κινήσεις και στις στάσεις τους, επικοινωνεί με το προσωπικό των Μουσείων -φύλακες, ξεναγούς, επιμελητές και άλλους- ίσως επισκέπτεται την Βιβλιοθήκη κρατώντας τους καταλόγους εκθέσεων ανά χείρας αλλά και τους χώρους αναψυχής, ανάπαυλας και αγορών, τα εντευκτήρια και τα πωλητήρια. Συχνά συνοδεύει το παιδάκι του σε δημιουργικές δράσεις που πραγματοποιεί εκπαιδευμένο προσωπικό συμμετέχοντας σε μία διαδικασία προσωπικής γνωριμίας με δημιουργούς της τέχνης ή τους δασκάλους. Το πιο ανεπανάληπτο όμως όλων των εμπειριών και για όλες τις ηλικίες των επισκεπτών είναι η πρόσκληση να σταθεί ο ίδιος εμπρός από το «πρόσωπο», την οντότητα, το έργο τέχνης ή άλλο παράγωγο. Να αναπτύξει ο ίδιος την προσωπική του επαφή με το αντικείμενο αυτό. Εδώ δεν χωρούν τεχνικές παρεμβάσεις ακόμα και προς όφελος του αντικειμένου στην εικόνα της παρουσίας του, το ίδιο το έργο τέχνης, το παράγωγο του Πολιτισμού βρίσκεται εμπρός του όπως υπήρξε και υπάρχει, ολοκάθαρο, ολόγυμνο, απόλυτος συνομιλητής στην εμπειρία της γνωριμίας. Ίσως εφάπτεται σε κάποιο τοίχο, κρέμεται από οροφές, στέκεται σε κάποια βάση ή και προφυλάσσεται με διάφορους τρόπους. Βρίσκεται όμως εκεί και μας περιμένει. Επίσης το ζωντανό κέλυφός του, το Μουσείο, ανασαίνει μαζί μας αγκαλιάζοντάς μας, τις περισσότερες φορές εντυπωσιακό, άλλες λιγότερο ελκυστικό αλλά πάντα ανασαίνοντας. Εμπρός μας λοιπόν αυτοί οι χώροι των Μουσείων όλων των ειδών όπου γενιές Ευρωπαίων αλλά και άλλων πολιτών του κόσμου επί τρεις περίπου αιώνες έχουν πλησιάσει με σεβασμό, σιγή και ειλικρινή συγκίνηση την Τέχνη αλλά και κάθε μορφή Πολιτισμού και ο σύγχρονος επισκέπτης μπορεί ακόμα να εισέρχεται στον μαγευτικό κόσμο της δημιουργίας, σε μία εμπειρία ομαδικής μυσταγωγίας χωρίς χρόνο, σε διαρκή συνέχεια αφού το πνεύμα και το σώμα σε συνεργασία, συμβάλλουν απολύτως. Το Μουσείο ως θεσμός και ως διαχειριστική οντότητα συνθέτει τον χάρτη αυτού του ταξιδιού και προσφέρεται ως κιβωτός ζωντανή για αυτό. Εμείς επιβαίνοντες και όχι μόνο θεατές. Αντιθέτως στον ασφαλή χώρο της καθημερινότητάς μας, της οικείας περισσότερο από κάθε άλλη οδό τεχνολογικής προσέγγισης και κυρίως-αναφέρομαι-της διαδικτυακής, καλούμαστε να προσεγγίζουμε πιο ατομικά -με την βοήθεια πάντα των Μουσείων, του διαχειριστή- την εμπειρική του διαδρομή επιλέγοντας συχνά οι ίδιοι τους τρόπους ενημέρωσής μας, συνήθως μόνοι απέναντι από τον πολύ χρήσιμο υπολογιστή μας (εξαρτημένοι). Η εμπειρία μας εξατομικεύεται και περιορίζεται καθώς είναι μόνο εικονική (με όλες τις παροχές της). Ως επισκέπτες αρκούμαστε στην ομορφιά -όταν υπάρχει- των εικόνων, σε μία ελκυστική ροή τους, παραισθήσεων σχεδόν, χάνοντας κάθε επαφή με την υπαρκτή καθημερινότητα των Μουσείων. Ειδικότερα, δεν μπορούμε συχνά να αντιληφθούμε την ατμόσφαιρα των εποχών επαρκώς, ιδιαίτερα στις ιστορικές συλλογές αλλά και όσες προβάλλουν τον χρόνο ως αξία δεδομένη, υπαρκτή και αισθητική, να αποτυπώσουμε δηλαδή στην μνήμη λεπτομέρειες από αυτή την επαφή που διαμορφώνουν ιστορική αντίληψη (υπενθυμίζουμε ότι ιστορική εικόνα συνθέτουν και όσα διαπράχθησαν τα τελευταία δύο λεπτά). Σημαντικό επομένως μέρος της κατανόησης της φυσιογνωμίας των πολιτισμικών αγαθών βρίσκεται να αιωρείται, αναζητώντας καταφύγιο στην ενεργοποίηση της φαντασίας μας που καλείται να καλύψει το κενό (σε αυτή την περίπτωση προκύπτει απαραίτητη η ύπαρξη «περιουσίας» του χρήστη, εγκυκλοπαιδικών γνώσεων και άλλων, ειδικότερων, γεγονός που δεν παρατηρείται να συμβαίνει συνήθως αλλά και ούτε στον ίδιο βαθμό παγκοσμίως). Χρειάζεται επομένως ιδιαίτερα προσεγμένη, σαφής και ευρεία παροχή πληροφοριών για να συμπληρωθεί επαρκώς η εικόνα της ταυτότητας των πολιτιστικών αγαθών μέσω της παραπάνω οδού. Μία τέτοια προσπάθεια έχει σπανίως «ολοκληρωθεί» έως σήμερα και από τους ίδιους τους διαχειριστές της εικονικής πραγματικότητας των Μουσείων. Συνήθως συμβαίνει κατά το δυνατόν και μερικώς εφόσον εφαρμόζονται πολλοί και διαρκείς πειραματισμοί. Επιλογές αντικαθίστανται ταχέως από άλλες νεώτερες και προστίθενται συνεχώς νέες εφαρμογές και χρήσεις προκειμένου τα πάντα να γίνουν ευκολότερα, προσιτά στον χρήστη. `
Άρα η συνύπαρξη των δύο όψεων των Μουσείων μας ανά τον κόσμο, των Μουσείων «εκτός των Μουσείων» και των Μουσείων «εντός»-θα λέγαμε- δεν μπορούν παρά να συνυπάρχουν υπό τις παρούσες συνθήκες συμπληρωματικά. Τι όμως συμβαίνει στην ελληνική πραγματικότητα? Ας εξετάσουμε τα πράγματα κάπως διαφορετικά. Θεωρώντας ότι οποιαδήποτε στάση σχετικά με την πολιτιστική διαχείριση (όπου τα Μουσεία πρωταγωνιστούν) αποτελεί εν τέλει και πολιτική πράξη που μεταφέρει πολιτικές αντιλήψεις θα θέλαμε να σημειώσουμε στην συνέχεια, μία ακόμα διάσταση του θέματός μας σχετική με την ελληνική περίπτωση, καταθέτοντας εδώ μερικές σκέψεις για την πολύ σοβαρή συνομιλία Πολιτισμού και Πολιτικής. Η ελληνική πραγματικότητα έχει ισχυρή πολιτιστική πολυμορφία, απέραντο πλούτο πολιτιστικών αγαθών που με πολλούς τρόπους κατά τις τελευταίες δεκαετίες η Πολιτεία επιχειρεί να φέρει στην επικαιρότητα του ενδιαφέροντος των πολιτών. Κορυφαία έργα της παγκόσμιας τέχνης έχουν δημιουργηθεί στον ελληνικό χώρο όπως και άλλα πολιτισμικά επιτεύγματα, από τις εξαιρετικότερες περιπτώσεις της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Κάθε νόμιμος τρόπος με ποιοτικές προδιαγραφές για την διάδοσή τους είναι θεμιτός και αναγκαίος. Οι αναφορές σε αυτά όμως τα εξαιρετικά φαινόμενα δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση έστω και ακουσίως να απομακρύνει τους ενδιαφερόμενους από τα ίδια ως οντότητες αλλά πρωτίστως -και όχι μόνο- να τους ωθεί να τα γνωρίζουν από κοντά καλλιεργώντας την πληρέστερη επαφή με αυτά. Ένας ισχυρός εθνικός σχεδιασμός προς αυτές τις στοχεύσεις, με όσο το δυνατόν πιο ποιοτικές παροχές όπως επαρκή προσβασιμότητα, θα πρέπει να εξασφαλίζει όλο και περισσότερο την ευκαιρία στους ενδιαφερόμενους ανά τον κόσμο να επισκέπτονται καταρχήν τον πλούτο αυτό επί τόπου προκειμένου να γνωρίσουν εμπειρικά όψεις των αξιών, των νοοτροπιών και αισθητικών αντιλήψεων που εκπροσωπεί. Να γίνουν κοινωνοί αυτών. Πολλές από αυτές τις εμπειρίες όπως αναφέραμε παραπάνω, είναι βιωματικές με έναν τρόπο πολύ ευρύτερο για το ανθρώπινο συναίσθημα από αυτό που προσφέρει η τεχνολογική δυνατότητα. Αυτό το ανεπανάληπτο ταξίδι στις ανθρωπιστικές αξίες της δημιουργίας που αποπνέουν τα ίδια τα πολιτιστικά αγαθά μας αγγίζει και καθαίρει την ψυχή των επισκεπτών, ατομικά αλλά και ομαδικά, συλλογικά. Τους ωθεί σε μία άλλη συνύπαρξη και ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Η χώρα μας θα πρέπει να καταστεί ο κορυφαίος προορισμός παγκοσμίως στην επιτυχή βιωματική προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς (είναι ούτως ή άλλως ένα τεράστιο ανοικτό Μουσείο, με χιλιάδες πολιτιστικά τοπία και περιβάλλοντα και δυνατότητες) και αυτό θα πρέπει να καταστεί συνειδητά πλέον και όχι ευκαιριακά και κατά περιόδους, ο νεός τύπος ισχυρής, εθνικής (κρατικής) ιδεολογίας. Χρειάζεται η διάδοση των απόψεων αυτών, των ιδεών στην εκπαίδευση και η γαλούχηση των νέων γενεών με αυτούς τους στόχους. Είναι αυτές που θα προστατεύσουν και θα διατηρήσουν αυτό τον πλούτο ως «ανοικτή» και φιλόξενη πατρίδα για όλους. Ας καλλιεργήσουμε επομένως πολύ προσεκτικά και κατά προτεραιότητα τις δυνατότητες ενός ποιοτικού πολιτικού λόγου για τον Πολιτισμό καθώς και του πολιτιστικού Τουρισμού, με προγραμματισμό και συνέπεια σε ό, τι παραλάβαμε αλλά και παραδίδουμε στους επόμενους. Η αυριανή εορτή των Μουσείων μας προτρέπει να αναλογιστούμε την σημασία τους ως μήτρα πολιτιστικής διαχείρισης για την υπάρχουσα και μελλοντική Ελλάδα και όσους με πολλές θυσίες προσέφεραν σε αυτό. Αύριο και μεθαύριο λοιπόν ας προσέλθουμε στους χώρους τους και ας παρακολουθήσουμε τις πολλές δράσεις που μας προσφέρουν σε όλη την χώρα, με την καρδιά μας ανοικτή και λαμπερή, αισιόδοξα, συμμετέχοντας στην κοινή χαρά όπως ακριβώς θα κάναμε -γιατί όχι-με έναν λατρευτό μας φίλο και συγγενή, κοιτάζοντάς τον ευθέως και από κοντά, στο πρόσωπο.
Μαρία Μελέντη, ιστορικός τέχνης