Έκθεση ζωγραφικής Αλέκας Λαμπίρη στην Πινακοθήκη του Δήμου Κέρκυρας
Μαρία Μελέντη
26 Ιουνίου 2020
/ 17:27
Γράφει η Μαρία Μελέντη, ιστορικός τέχνης
Στην πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής της στην «Πινακοθήκη του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας», η Αλέκα Λαμπίρη μας προσκαλεί να γνωρίσουμε την πρόσφατη δουλειά της, να περιηγηθούμε σε πρόσωπα, σκηνές και καταστάσεις που γεννήθηκαν υπό την σκιά του κορωνοϊού, των περιορισμών και του εγκλεισμού, σε μία περίοδο όπου επιβλήθηκαν μακρινές και κοντινές αποστάσεις σε κάθε ανθρώπινη δράση. Με εξπρεσιονιστικό αίσθημα και ενώνοντας διάφορα στοιχεία στην τεχνική και στους τρόπους, μας παραδίδει ένα ενδιαφέρον σύνολο έργων με αναφορές στις λειτουργίες του φωτός και στα θερμά αισθήματα που αυτές καλλιεργούν.
Την άλλη πλευρά του κόσμου μας περιτρέχει και ορίζει μία ανυπότακτη πραγματικότητα που με την πρώτη ευκαιρία βγάζει το τόξο της, στοχεύει και θρυμματίζει, συντρίβει την σύχρονη επιτάχυνσή μας. Σε αυτές τις επαναλαμβανόμενες σκληρές σκηνές για τον ανθρώπινο καθρέφτη μας όπου εμείς, εμείς οι ίδιοι και ο υπόλοιπος κόσμος ενώνονται, αναγκαζόμαστε ξαφνικά, αναπάντεχα, να συμμετέχουμε σε κάτι απρόσμενο, να πατήσουμε φρένο, να σταματήσουμε στην μέση της πολύπαθης διαδρομής μας και να βιαστούμε να προλάβουμε την Ταχεία που χάνεται εμπρός μας. Αυγή, δύση, καταμεσήμερο, μεταμεσονύχτια, θα διασταυρώσει τα βήματά της με τα δικά μας για να μας συνεπάρει.
Κάπου εκεί μεταξύ καπνών, άσθματος και αγωνίας, μεταξύ της μίας και άλλης κουκέτας του ταξιδιού εμείς και οι παραλλαγές μας, γνωστές μας και άγνωστες, απόκρυφες και μη, θα αρχίσουμε το κρυφτό, τον πόλεμο, τον πύρινο έρωτα, τα ατελείωτα γεύματα του γέλιου και του κλάματος. Είτε στο φως, είτε στο ημίφως, πίσω από τα ανοικτά, κλειστά ή ημίκλειστα παράθυρα, οι κραδασμοί μας, οι παλμοί, οι ήχοι και οι υπέρηχοι, οι άνοδοι και κάθοδοί μας, τα θερμά και τα ψυχρά μας σκιρτήματα και ακούσματα θα αναμειγνύονται στον χορό των αψιμαχιών με την ύπαρξή μας, την ακατέργαστη ύλη της ενέργειας. Αναπόφευκτος και ολοκληρωτικά μοιραίος ο κατακλεισμός της μνήμης. Σε αστήρευτη ροή, εκδοχές οπτικές, της αφής, της ακοής, της όσφρησης, της γεύσης κατακλύζουν τον χώρο, τα βαγόνια και τις κουκέτες και εμείς βρισκόμαστε εκεί, ρευστές ψηφίδες φωτεινών και σκοτεινών στιγμών, αντανακλάσεων, μετακινήσεων και μεταθέσεων του χρόνου, οι κόκκοι των μεταπλάσεων.
Στην Ταχεία της Τέχνης, της ανυπότακτης αλήθειας μας με τα ορθάνοικτα μάτια, τα προτεταμένα δάκτυλα και αυτιά, οι κατατμήσεις, οι διαχωρισμοί, οι αποχωρισμοί αλλά και οι ανασυγκροτήσεις, οι ενσωματώσεις, οι αποκαταστάσεις δεν έχουν αρχή και τέλος. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε στιγμή που γινόμαστε μαγεμένοι επιβάτες της χρειαζόμαστε την αποδοχή της υπέρβασής μας, το εισιτήριο ανοικτής καρδιάς χωρίς επιστροφή και κατόπιν την σωτήρια βοήθεια ενός χεριού να μας τραβήξει να ανέβουμε στο βαγόνι του και να μοιραστεί μαζί μας την κουκέτα του, ανοίγοντας εμπρός μας, τον χάρτη της διαδρομής, δικής μας και δικής του, τις εικόνες του χρόνου, των προσώπων και των τόπων μας.
Στην παρούσα έκθεση ζωγραφικής της, η Αλέκα Λαμπίρη μας τείνει αυτό το χέρι, μας προσκαλεί στην Ταχεία της Τέχνης και στην δική της κουκέτα, αυτή της τελευταίας περιόδου, του κορωνοϊού, με στάσεις φωτεινά τοπία ανθρώπινων βλεμμάτων και εκφράσεων, αποτυπώσεις της εσωτερικής ανάγκης μας για ενέργεια, ζεστασιά και ανοικτούς ορίζοντες. Το ψηφιδωτό των διαδρομών μας συνθέτουν κυρίως όψεις ανθρώπινων μορφών. Εδώ συναντάμε επιφάνειες με ήπιες μεταβάσεις αλλά και εκρήξεις εξπρεσιονιστικές και αντιμαχίες της φόρμας και κατόπιν συνευρέσεις και σφιχταγκαλιάσματα της εποχής μας. Αυθόρμητος ο πίδακας των συναισθημάτων αναβλύζει τον ενθουσιασμό της άμεσης έκφρασης απλώνοντας δυνατά τις εντάσεις των χρωμάτων, υψομετρικά και εν τέλει ζυγισμένα. Η συνομιλία με τον κόσμο του Φωτός αποτελεί βαθειά βασανιστική επιθυμία καθώς περνά από τις στενωπούς των σκέψεων. Οι τεχνικές, οι τρόποι αποτελούν ανεξάντλητη εργαλειοθήκη πειραματισμών. Εμπρός από τα έργα στεκόμαστε μαζί τους και χωριστά όπως κατανέμουν τα ίδια τα στοιχεία τους. Η είσοδος είναι πάντα ανοικτή, φιλόξενη αλλά και μαγική, με την κρυφή σοφία της να αιωρείται μακριά στο βάθος, να μας κοιτά κατάματα και να μας κατευθύνει από την πολυπρισματική, πολυδιάστατη γωνία της.
Η περιήγησή μας λοιπόν εδώ σε πρόσωπα, σκηνές και καταστάσεις που γεννήθηκαν υπό την σκιά του κορωνοϊού και των ακούσιων και εκούσιων εγκλεισμών, μας εφοδιάζει κυρίως με φακούς κριτικής ερμηνείας των κοντινών και μακρινών αποστάσεων. Η απόπειρα μας προτρέπει για πρώτη φορά να μεταφερθούμε από το Ανοικτό Εργαστήριο της δημιουργού, τον Λωτό, στον εκθεσιακό χώρο της Πινακοθήκης του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και να αισθανθούμε χωρίς βαρίδια και περιορισμούς τον άνεμο ελευθερίας που η Τέχνη και η ζωγραφική καλλιεργεί, την ανίκητη και ανυπέρβλητη θερμότητα και ευεργεσία της.
Την άλλη πλευρά του κόσμου μας περιτρέχει και ορίζει μία ανυπότακτη πραγματικότητα που με την πρώτη ευκαιρία βγάζει το τόξο της, στοχεύει και θρυμματίζει, συντρίβει την σύχρονη επιτάχυνσή μας. Σε αυτές τις επαναλαμβανόμενες σκληρές σκηνές για τον ανθρώπινο καθρέφτη μας όπου εμείς, εμείς οι ίδιοι και ο υπόλοιπος κόσμος ενώνονται, αναγκαζόμαστε ξαφνικά, αναπάντεχα, να συμμετέχουμε σε κάτι απρόσμενο, να πατήσουμε φρένο, να σταματήσουμε στην μέση της πολύπαθης διαδρομής μας και να βιαστούμε να προλάβουμε την Ταχεία που χάνεται εμπρός μας. Αυγή, δύση, καταμεσήμερο, μεταμεσονύχτια, θα διασταυρώσει τα βήματά της με τα δικά μας για να μας συνεπάρει.
Κάπου εκεί μεταξύ καπνών, άσθματος και αγωνίας, μεταξύ της μίας και άλλης κουκέτας του ταξιδιού εμείς και οι παραλλαγές μας, γνωστές μας και άγνωστες, απόκρυφες και μη, θα αρχίσουμε το κρυφτό, τον πόλεμο, τον πύρινο έρωτα, τα ατελείωτα γεύματα του γέλιου και του κλάματος. Είτε στο φως, είτε στο ημίφως, πίσω από τα ανοικτά, κλειστά ή ημίκλειστα παράθυρα, οι κραδασμοί μας, οι παλμοί, οι ήχοι και οι υπέρηχοι, οι άνοδοι και κάθοδοί μας, τα θερμά και τα ψυχρά μας σκιρτήματα και ακούσματα θα αναμειγνύονται στον χορό των αψιμαχιών με την ύπαρξή μας, την ακατέργαστη ύλη της ενέργειας. Αναπόφευκτος και ολοκληρωτικά μοιραίος ο κατακλεισμός της μνήμης. Σε αστήρευτη ροή, εκδοχές οπτικές, της αφής, της ακοής, της όσφρησης, της γεύσης κατακλύζουν τον χώρο, τα βαγόνια και τις κουκέτες και εμείς βρισκόμαστε εκεί, ρευστές ψηφίδες φωτεινών και σκοτεινών στιγμών, αντανακλάσεων, μετακινήσεων και μεταθέσεων του χρόνου, οι κόκκοι των μεταπλάσεων.
Στην Ταχεία της Τέχνης, της ανυπότακτης αλήθειας μας με τα ορθάνοικτα μάτια, τα προτεταμένα δάκτυλα και αυτιά, οι κατατμήσεις, οι διαχωρισμοί, οι αποχωρισμοί αλλά και οι ανασυγκροτήσεις, οι ενσωματώσεις, οι αποκαταστάσεις δεν έχουν αρχή και τέλος. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε στιγμή που γινόμαστε μαγεμένοι επιβάτες της χρειαζόμαστε την αποδοχή της υπέρβασής μας, το εισιτήριο ανοικτής καρδιάς χωρίς επιστροφή και κατόπιν την σωτήρια βοήθεια ενός χεριού να μας τραβήξει να ανέβουμε στο βαγόνι του και να μοιραστεί μαζί μας την κουκέτα του, ανοίγοντας εμπρός μας, τον χάρτη της διαδρομής, δικής μας και δικής του, τις εικόνες του χρόνου, των προσώπων και των τόπων μας.
Στην παρούσα έκθεση ζωγραφικής της, η Αλέκα Λαμπίρη μας τείνει αυτό το χέρι, μας προσκαλεί στην Ταχεία της Τέχνης και στην δική της κουκέτα, αυτή της τελευταίας περιόδου, του κορωνοϊού, με στάσεις φωτεινά τοπία ανθρώπινων βλεμμάτων και εκφράσεων, αποτυπώσεις της εσωτερικής ανάγκης μας για ενέργεια, ζεστασιά και ανοικτούς ορίζοντες. Το ψηφιδωτό των διαδρομών μας συνθέτουν κυρίως όψεις ανθρώπινων μορφών. Εδώ συναντάμε επιφάνειες με ήπιες μεταβάσεις αλλά και εκρήξεις εξπρεσιονιστικές και αντιμαχίες της φόρμας και κατόπιν συνευρέσεις και σφιχταγκαλιάσματα της εποχής μας. Αυθόρμητος ο πίδακας των συναισθημάτων αναβλύζει τον ενθουσιασμό της άμεσης έκφρασης απλώνοντας δυνατά τις εντάσεις των χρωμάτων, υψομετρικά και εν τέλει ζυγισμένα. Η συνομιλία με τον κόσμο του Φωτός αποτελεί βαθειά βασανιστική επιθυμία καθώς περνά από τις στενωπούς των σκέψεων. Οι τεχνικές, οι τρόποι αποτελούν ανεξάντλητη εργαλειοθήκη πειραματισμών. Εμπρός από τα έργα στεκόμαστε μαζί τους και χωριστά όπως κατανέμουν τα ίδια τα στοιχεία τους. Η είσοδος είναι πάντα ανοικτή, φιλόξενη αλλά και μαγική, με την κρυφή σοφία της να αιωρείται μακριά στο βάθος, να μας κοιτά κατάματα και να μας κατευθύνει από την πολυπρισματική, πολυδιάστατη γωνία της.
Η περιήγησή μας λοιπόν εδώ σε πρόσωπα, σκηνές και καταστάσεις που γεννήθηκαν υπό την σκιά του κορωνοϊού και των ακούσιων και εκούσιων εγκλεισμών, μας εφοδιάζει κυρίως με φακούς κριτικής ερμηνείας των κοντινών και μακρινών αποστάσεων. Η απόπειρα μας προτρέπει για πρώτη φορά να μεταφερθούμε από το Ανοικτό Εργαστήριο της δημιουργού, τον Λωτό, στον εκθεσιακό χώρο της Πινακοθήκης του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και να αισθανθούμε χωρίς βαρίδια και περιορισμούς τον άνεμο ελευθερίας που η Τέχνη και η ζωγραφική καλλιεργεί, την ανίκητη και ανυπέρβλητη θερμότητα και ευεργεσία της.