Αγγελής Νάννος: Ο Δραμινός που “παντρεύει” με ιδιαίτερη μαεστρία την τέχνη με τη γαστρονομία στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης
Πρωινός Τύπος
20 Ιουνίου 2019
/ 13:23
Αποφοίτησε από τη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου, εργάστηκε ως Πολιτικός Μηχανικός, όμως η ευκαιρία να περάσει ένα καλοκαίρι στην
Κωνσταντινούπολη ως ερευνητής του Πολυτεχνείου της Πόλης, σηματοδότησε την αλλαγή πορείας στη ζωή του. Όπως χαρακτηριστικά μας εξηγεί στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Δραμινός σύμβουλος εστιατορίων και ξεναγός γαστρονομικών περιηγήσεων σήμερα στη Νέα Υόρκη, Αγγελής Νάννος «…η ‘’Σειρήνα’’ της Πόλης με καλούσε πίσω για χρόνια…».
Έτσι, λίγα χρόνια μετά πήρε τη μεγάλη απόφαση να παρατήσει όλα όσα είχε «χτίσει» με τις σπουδές του και να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Είχε συνειδητοποιήσει ότι το επάγγελμα του μηχανικού δεν του ταίριαζε. Το να «σπας» άλλωστε κάτι που είναι δομημένο, να το τινάζεις στον αέρα και να κάνεις ένα καινούργιο βήμα, δηλώνει ψυχική ισορροπία , σημαίνει ότι ξέρεις τι ζητάς στη ζωή. Και ο Αγγελής Νάννος ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Η γαστρονομία πάντοτε τον μάγευε, έτσι ήταν επόμενο να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις ξεναγήσεις που διοργάνωνε στην Πόλη, προκειμένου να έχει κάποιο εισόδημα. Μπορεί βέβαια πάντοτε να τον μάγευε η γαστρονομία, όμως αν κάποιος έλεγε στη μητέρα του, όταν ήταν μικρός, ότι όταν μεγαλώσει η δουλειά του θα είναι να ταίζει κόσμο, θα γελούσε τρανταχτά, μιας και ήταν «άφαγο» παιδί, μας λέει ο Αγγελής Νάννος.
Περνά πέντε υπέροχα χρόνια στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη, όμως κι αυτή τη φορά ένα ταξίδι, θα του «ανοίξει» νέους ορίζοντες. Επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη, αφού είχε ξεκινήσει συνεργασία με ένα Αμερικανικό μπλογκ φαγητού και αμέσως αντιλαμβάνεται ότι η κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη είναι ο τόπος που μπορεί να στεγάσει τα επιχειρηματικά του σχέδια.
Σήμερα, ο Αγγελής Νάννος διοργανώνει απολαυστικές γαστρονομικές και πολιτισμικές περιηγήσεις για τουρίστες και Αμερικανούς στη Νέα Υόρκη μέσω της εταιρείας που ίδρυσε, την «In Food We Trust». Μας εξομολογήθηκε δε ότι, αν και η πλειοψηφία των επισκεπτών του είναι Αμερικανοί, όποτε υποδέχεται Έλληνες και δη Δραμινούς, η εμπειρία είναι ιδιαίτερη. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι η εταιρεία του Αγγελή Νάννου κατέχει την 3η θέση σ’ έναν από τους μεγαλύτερους ταξιδιωτικούς ιστότοπους του κόσμου, τον “TripAdvisor”, με εξαιρετικές φυσικά κριτικές.
– Αγγελή, ως νεαρός πολιτικός μηχανικός, με καταγωγή από τη Δράμα, δεν επιλέγεις να εξασκήσεις το επάγγελμά σου στον τόπο σου, αλλά επιχειρείς να «κολυμπήσεις» στα βαθιά νερά της Αθήνας.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την αποφοίτηση από τη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, άρχισα πρακτική εργασία σε ένα τεχνικό γραφείο της Δράμας, αλλά, εντελώς απρόβλεπτα, προέκυψε η ευκαιρία να περάσω το καλοκαίρι στην Κωνσταντινούπολη, ως ερευνητής στα εργαστήρια του Πολυτεχνείου της Πόλης. Αρχικά, πήγα με αρνητικά στερεότυπα στο μυαλό μου για τους γείτονες, τα οποία κατέρρευσαν ένα-ένα όσο έκανα παρέες, έζησα και εργάστηκα στην Τουρκία. Η εν λόγω ακαδημαϊκή εμπειρία μάλιστα, με βοήθησε να γίνω δεκτός στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Μετά τη στρατιωτική θητεία έψαξα και βρήκα εργασία στην Αθήνα, μιας και οι επιλογές να εξασκήσω την ειδικότητά μου εκεί ήταν πιο ευρείς. Ωστόσο, η Σειρήνα της Πόλης με καλούσε πίσω για χρόνια. Περιττό να αναφέρω ότι τελικά δεν κατάφερα να Της αντισταθώ.
– Η μεταστροφή σου από τον κατασκευαστικό χώρο στο χώρο της γαστρονομίας πως έγινε;
Ο συνδυασμός της συνειδητοποίησης ότι το επάγγελμα του μηχανικού εντέλει δεν μου ταιριάζει, με τη λατρεία μου για την Κωνσταντινούπολη, με ώθησε να πάρω μια ριψοκίνδυνη για τα χρόνια προ οικονομικής κρίσης, και να παραιτηθώ. Όμως, η απόφαση βγήκε με έναν οργανικό τρόπο και ευτυχώς όταν την ανακοίνωσα στην οικογένειά μου, με κατάλαβαν και με στήριξαν ηθικά. Όσο για το οικονομικό σκέλος, αξιοποίησα την αγάπη και τη γνώση μου για τις διάσημες και τις κρυφές ομορφιές της Πόλης, και άρχισα να αποκτώ εισόδημα, διοργανώνοντας περιηγήσεις για επισκέπτες.
– Αγγελή, γνωρίζουμε ότι τα πρώτα σου βήματα στο χώρο της γαστρονομίας τα ξεκίνησες στην Κωνσταντινούπολη με «πυξίδα» την αγάπη σου για το χώρο. Πως ξεκίνησε αυτό το «ταξίδι»;
Η γαστρονομία πάντοτε είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις ξεναγήσεις που διοργάνωνα στην Πόλη. Μπορεί ο όρος να τρομάζει, αλλά ένα γκουρμέ πιάτο μπορεί να είναι αρνίσια παϊδάκια ψητά σε έναν υπόσκαφο φούρνο ενός Κουρδικού εστιατορίου ή ένα φλυτζανάκι μαύρο τουρκικό τσάι με μια σακούλα πασατέμπος, ατενίζοντας το Βόσπορο ή ακόμα ένας λαχταριστός κιοφτές με συνοδευτικό φασόλια πιαζ. Ακολούθησε η συνεργασία μου με ένα Αμερικανικό μπλογκ φαγητού και σύντομα βρέθηκα να ξεναγώ επισκέπτες από όλον τον κόσμο και να συγκεντρώνουμε δημοσιεύσεις από διεθνή περιοδικά και εφημερίδες. Αν έλεγε κάποιος στη μητέρα μου ότι όταν μεγαλώσω η δουλειά μου θα είναι να ταΐζω κόσμο, θα γελούσε τρανταχτά, μιας και ήμουν «άφαγο» παιδί. Έζησα το όνειρό μου για πέντε χρόνια στην Πόλη. Και μετά, επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη Νέα Υόρκη! Από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου ως τουρίστας εκεί, αισθάνθηκα ότι ήταν καιρός να αποχωριστώ την Κωνσταντινούπολη που τόσο αγάπησα και θα αγαπώ για πάντα, και να μετακομίσω μόνιμα.
– Τα τελευταία χρόνια εργάζεσαι στη Νέα Υόρκη στο χώρο του φαγητού ως σύμβουλος γαστρονομίας και ξεναγός γευσιγνωσίας (το άλλαξα σε εστιατορίων και ξεναγός γαστρονομικών περιηγήσεων). Θα ήθελες να μας περιγράψεις τι «κρύβεται» πίσω από τον παραπάνω τίτλο;
Οι παραπάνω εργασιακοί τίτλοι έχουν ποικίλες εφαρμογές στην πράξη. Για να δώσω κάποια παραδείγματα, υπήρξα σύμβουλος σε εταιρεία που διοργανώνει δείπνα ερασιτεχνών μαγείρων στα σπίτια τους, η οποία είναι διεθνής πλέον. Επίσης, μεταξύ άλλων, κάνω την επιμέλεια μενού εστιατορίων ή συμμετέχω στην παραγωγή εκδηλώσεων μαγειρικής. Κυρίως όμως, αξιοποιώντας την άδεια ξεναγού για την πολιτεία της Νέας Υόρκης, διοργανώνω γαστρονομικές και πολιτισμικές περιηγήσεις για τουρίστες και ντόπιους. Η εταιρεία που ίδρυσα, ώστε να στεγάσω τις επιχειρηματικές μου δράσεις, ονομάζεται In Food We Trust (www.infoodwetrust.nyc). Για παράδειγμα, στο Λόουερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν, βουτάμε στο Εβραϊκό παρελθόν του, ενώ στην Ελληνική γειτονιά της Αστόριας…βουτάμε στο τζατζίκι! Πέρα από εστιατόρια, επισκεπτόμαστε και μνημεία, γκαλερί, αρχιτεκτονικά απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Βέβαια, επ’ ουδενί δεν αφήνω τους επισκέπτες μου νηστικούς. Συνεχώς μασουλάμε μπέιγκελς, παστράμι, ντάμπλιγκς, τόρτας, κανόλι, τζελάτο, κίμτσι, σουβλάκια, BBQ, πίτσα και άλλα διαιτητικά. Μάλιστα, πρόσφατα είχα την χαρά να φιλοξενήσω στο τουρ μου φίλους από τη Δράμα που επισκέφτηκαν τη Νέα Υόρκη. Η πλειοψηφία των επισκεπτών μου είναι Αμερικανοί, αλλά όποτε έχω Έλληνες, και δη συντοπίτες, η εμπειρία είναι ιδιαίτερη.
– Γιατί διάλεξες το Met (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης) για τις ξεναγήσεις σου;
Σε ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου, όπου γίνονται τουρς με θέμα τη μόδα, τη θρησκεία ή την ισότητα των δύο φύλων, καιρός ήταν να υπάρξει και το πρώτο γαστρονομικό, που ευλόγως ονόμασα Γιαμ Γιαμ Μετ!
– Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό – στο χώρο της δουλειάς σου πάντα – που δεν μπορείς να βρεις στη Ν. Υόρκη, παρά μόνο σε πόλη της Ελλάδας;
Είναι η αίσθηση της οικειότητας που σε περιβάλλει όταν καθίσεις στο τραπέζι μιας ταβέρνας ή εστιατορίου, η οποία κάποιες φορές ξεπερνά τα θεμιτά όρια, που κι αυτό βέβαια έχει την χάρη του. Επίσης, στην Ελλάδα, και δη στην επαρχία, δεν υπάρχει περίπτωση να σου ζητήσουν να σηκωθείς από το τραπέζι σου, μετά από μία ή μιάμιση ώρα, για να καθίσουν τους επόμενους, φέρνοντας το λογαριασμό πριν καν τον ζητήσεις. Οικονομικοί λόγοι και η διαφορετική κουλτούρα, έχει ως αποτέλεσμα όταν βγαίνεις για φαγητό στην Αμερική, η όλη εμπειρία να μοιάζει πιο πολύ με μια διεκπαιρεωτική συναλλαγή, και όχι με γεγονός κοινωνικής συνεύρεσης, όπως έχουμε μάθει στην Ελλάδα.
Έτσι, λίγα χρόνια μετά πήρε τη μεγάλη απόφαση να παρατήσει όλα όσα είχε «χτίσει» με τις σπουδές του και να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Είχε συνειδητοποιήσει ότι το επάγγελμα του μηχανικού δεν του ταίριαζε. Το να «σπας» άλλωστε κάτι που είναι δομημένο, να το τινάζεις στον αέρα και να κάνεις ένα καινούργιο βήμα, δηλώνει ψυχική ισορροπία , σημαίνει ότι ξέρεις τι ζητάς στη ζωή. Και ο Αγγελής Νάννος ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Η γαστρονομία πάντοτε τον μάγευε, έτσι ήταν επόμενο να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις ξεναγήσεις που διοργάνωνε στην Πόλη, προκειμένου να έχει κάποιο εισόδημα. Μπορεί βέβαια πάντοτε να τον μάγευε η γαστρονομία, όμως αν κάποιος έλεγε στη μητέρα του, όταν ήταν μικρός, ότι όταν μεγαλώσει η δουλειά του θα είναι να ταίζει κόσμο, θα γελούσε τρανταχτά, μιας και ήταν «άφαγο» παιδί, μας λέει ο Αγγελής Νάννος.
Περνά πέντε υπέροχα χρόνια στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη, όμως κι αυτή τη φορά ένα ταξίδι, θα του «ανοίξει» νέους ορίζοντες. Επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη, αφού είχε ξεκινήσει συνεργασία με ένα Αμερικανικό μπλογκ φαγητού και αμέσως αντιλαμβάνεται ότι η κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη είναι ο τόπος που μπορεί να στεγάσει τα επιχειρηματικά του σχέδια.
Σήμερα, ο Αγγελής Νάννος διοργανώνει απολαυστικές γαστρονομικές και πολιτισμικές περιηγήσεις για τουρίστες και Αμερικανούς στη Νέα Υόρκη μέσω της εταιρείας που ίδρυσε, την «In Food We Trust». Μας εξομολογήθηκε δε ότι, αν και η πλειοψηφία των επισκεπτών του είναι Αμερικανοί, όποτε υποδέχεται Έλληνες και δη Δραμινούς, η εμπειρία είναι ιδιαίτερη. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι η εταιρεία του Αγγελή Νάννου κατέχει την 3η θέση σ’ έναν από τους μεγαλύτερους ταξιδιωτικούς ιστότοπους του κόσμου, τον “TripAdvisor”, με εξαιρετικές φυσικά κριτικές.
– Αγγελή, ως νεαρός πολιτικός μηχανικός, με καταγωγή από τη Δράμα, δεν επιλέγεις να εξασκήσεις το επάγγελμά σου στον τόπο σου, αλλά επιχειρείς να «κολυμπήσεις» στα βαθιά νερά της Αθήνας.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την αποφοίτηση από τη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, άρχισα πρακτική εργασία σε ένα τεχνικό γραφείο της Δράμας, αλλά, εντελώς απρόβλεπτα, προέκυψε η ευκαιρία να περάσω το καλοκαίρι στην Κωνσταντινούπολη, ως ερευνητής στα εργαστήρια του Πολυτεχνείου της Πόλης. Αρχικά, πήγα με αρνητικά στερεότυπα στο μυαλό μου για τους γείτονες, τα οποία κατέρρευσαν ένα-ένα όσο έκανα παρέες, έζησα και εργάστηκα στην Τουρκία. Η εν λόγω ακαδημαϊκή εμπειρία μάλιστα, με βοήθησε να γίνω δεκτός στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Μετά τη στρατιωτική θητεία έψαξα και βρήκα εργασία στην Αθήνα, μιας και οι επιλογές να εξασκήσω την ειδικότητά μου εκεί ήταν πιο ευρείς. Ωστόσο, η Σειρήνα της Πόλης με καλούσε πίσω για χρόνια. Περιττό να αναφέρω ότι τελικά δεν κατάφερα να Της αντισταθώ.
– Η μεταστροφή σου από τον κατασκευαστικό χώρο στο χώρο της γαστρονομίας πως έγινε;
Ο συνδυασμός της συνειδητοποίησης ότι το επάγγελμα του μηχανικού εντέλει δεν μου ταιριάζει, με τη λατρεία μου για την Κωνσταντινούπολη, με ώθησε να πάρω μια ριψοκίνδυνη για τα χρόνια προ οικονομικής κρίσης, και να παραιτηθώ. Όμως, η απόφαση βγήκε με έναν οργανικό τρόπο και ευτυχώς όταν την ανακοίνωσα στην οικογένειά μου, με κατάλαβαν και με στήριξαν ηθικά. Όσο για το οικονομικό σκέλος, αξιοποίησα την αγάπη και τη γνώση μου για τις διάσημες και τις κρυφές ομορφιές της Πόλης, και άρχισα να αποκτώ εισόδημα, διοργανώνοντας περιηγήσεις για επισκέπτες.
– Αγγελή, γνωρίζουμε ότι τα πρώτα σου βήματα στο χώρο της γαστρονομίας τα ξεκίνησες στην Κωνσταντινούπολη με «πυξίδα» την αγάπη σου για το χώρο. Πως ξεκίνησε αυτό το «ταξίδι»;
Η γαστρονομία πάντοτε είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις ξεναγήσεις που διοργάνωνα στην Πόλη. Μπορεί ο όρος να τρομάζει, αλλά ένα γκουρμέ πιάτο μπορεί να είναι αρνίσια παϊδάκια ψητά σε έναν υπόσκαφο φούρνο ενός Κουρδικού εστιατορίου ή ένα φλυτζανάκι μαύρο τουρκικό τσάι με μια σακούλα πασατέμπος, ατενίζοντας το Βόσπορο ή ακόμα ένας λαχταριστός κιοφτές με συνοδευτικό φασόλια πιαζ. Ακολούθησε η συνεργασία μου με ένα Αμερικανικό μπλογκ φαγητού και σύντομα βρέθηκα να ξεναγώ επισκέπτες από όλον τον κόσμο και να συγκεντρώνουμε δημοσιεύσεις από διεθνή περιοδικά και εφημερίδες. Αν έλεγε κάποιος στη μητέρα μου ότι όταν μεγαλώσω η δουλειά μου θα είναι να ταΐζω κόσμο, θα γελούσε τρανταχτά, μιας και ήμουν «άφαγο» παιδί. Έζησα το όνειρό μου για πέντε χρόνια στην Πόλη. Και μετά, επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη Νέα Υόρκη! Από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου ως τουρίστας εκεί, αισθάνθηκα ότι ήταν καιρός να αποχωριστώ την Κωνσταντινούπολη που τόσο αγάπησα και θα αγαπώ για πάντα, και να μετακομίσω μόνιμα.
– Τα τελευταία χρόνια εργάζεσαι στη Νέα Υόρκη στο χώρο του φαγητού ως σύμβουλος γαστρονομίας και ξεναγός γευσιγνωσίας (το άλλαξα σε εστιατορίων και ξεναγός γαστρονομικών περιηγήσεων). Θα ήθελες να μας περιγράψεις τι «κρύβεται» πίσω από τον παραπάνω τίτλο;
Οι παραπάνω εργασιακοί τίτλοι έχουν ποικίλες εφαρμογές στην πράξη. Για να δώσω κάποια παραδείγματα, υπήρξα σύμβουλος σε εταιρεία που διοργανώνει δείπνα ερασιτεχνών μαγείρων στα σπίτια τους, η οποία είναι διεθνής πλέον. Επίσης, μεταξύ άλλων, κάνω την επιμέλεια μενού εστιατορίων ή συμμετέχω στην παραγωγή εκδηλώσεων μαγειρικής. Κυρίως όμως, αξιοποιώντας την άδεια ξεναγού για την πολιτεία της Νέας Υόρκης, διοργανώνω γαστρονομικές και πολιτισμικές περιηγήσεις για τουρίστες και ντόπιους. Η εταιρεία που ίδρυσα, ώστε να στεγάσω τις επιχειρηματικές μου δράσεις, ονομάζεται In Food We Trust (www.infoodwetrust.nyc). Για παράδειγμα, στο Λόουερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν, βουτάμε στο Εβραϊκό παρελθόν του, ενώ στην Ελληνική γειτονιά της Αστόριας…βουτάμε στο τζατζίκι! Πέρα από εστιατόρια, επισκεπτόμαστε και μνημεία, γκαλερί, αρχιτεκτονικά απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Βέβαια, επ’ ουδενί δεν αφήνω τους επισκέπτες μου νηστικούς. Συνεχώς μασουλάμε μπέιγκελς, παστράμι, ντάμπλιγκς, τόρτας, κανόλι, τζελάτο, κίμτσι, σουβλάκια, BBQ, πίτσα και άλλα διαιτητικά. Μάλιστα, πρόσφατα είχα την χαρά να φιλοξενήσω στο τουρ μου φίλους από τη Δράμα που επισκέφτηκαν τη Νέα Υόρκη. Η πλειοψηφία των επισκεπτών μου είναι Αμερικανοί, αλλά όποτε έχω Έλληνες, και δη συντοπίτες, η εμπειρία είναι ιδιαίτερη.
– Γιατί διάλεξες το Met (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης) για τις ξεναγήσεις σου;
Σε ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου, όπου γίνονται τουρς με θέμα τη μόδα, τη θρησκεία ή την ισότητα των δύο φύλων, καιρός ήταν να υπάρξει και το πρώτο γαστρονομικό, που ευλόγως ονόμασα Γιαμ Γιαμ Μετ!
– Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό – στο χώρο της δουλειάς σου πάντα – που δεν μπορείς να βρεις στη Ν. Υόρκη, παρά μόνο σε πόλη της Ελλάδας;
Είναι η αίσθηση της οικειότητας που σε περιβάλλει όταν καθίσεις στο τραπέζι μιας ταβέρνας ή εστιατορίου, η οποία κάποιες φορές ξεπερνά τα θεμιτά όρια, που κι αυτό βέβαια έχει την χάρη του. Επίσης, στην Ελλάδα, και δη στην επαρχία, δεν υπάρχει περίπτωση να σου ζητήσουν να σηκωθείς από το τραπέζι σου, μετά από μία ή μιάμιση ώρα, για να καθίσουν τους επόμενους, φέρνοντας το λογαριασμό πριν καν τον ζητήσεις. Οικονομικοί λόγοι και η διαφορετική κουλτούρα, έχει ως αποτέλεσμα όταν βγαίνεις για φαγητό στην Αμερική, η όλη εμπειρία να μοιάζει πιο πολύ με μια διεκπαιρεωτική συναλλαγή, και όχι με γεγονός κοινωνικής συνεύρεσης, όπως έχουμε μάθει στην Ελλάδα.
Πηγή: Πρωινός Τύπος