Μοντέλα και ελπίδες
Κωνσταντίνος Σπίγγος
31 Οκτωβρίου 2020
/ 13:56
Έτσι, όσα κάνουμε εξακολουθούν να μην αποτελούν αιτιολογική (στοχευμένη) πρόληψη, αλλά το πάτημα γκαζιού ή φρένου πάνω σε διαφορές συνιστώσες, οι οποίες κατ’ ουσίαν είναι το πώς περνά την κάθε ώρα του ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας και συνισταμένη τους τα κρούσματα, οι νοσηλευόμενοι, οι διασωληνωμένοι και οι θάνατοι που ανακοινώνονται κάθε απόγευμα.
Ας ξεκινήσουμε με το ότι δεν μπορεί να υπάρξει μέτρο χωρίς κόστος, απέναντι σε μια απειλή καταστροφής. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το χωνέψει η κοινωνία. Αυτό όμως είναι και κάτι που κανένα διάγγελμα δεν έχει επαρκώς τονίσει! Ένα κόστος είναι βεβαίως η ψυχική ισορροπία ενός Μεσογείου λαού, του οποίου η ζωή περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο τμήμα της τις συναντήσεις με γνωστούς και φίλους, ενώ ένα άλλο είναι το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο, ως προς τη φτωχοποίηση του μεγάλου τμήματος της κοινωνίας μας. Τα κόστη αυτά θα πληρωθούν. Η κατανομή τους είναι το ζήτημα της πολιτικής.
Το γεγονός ότι τα ορφανά κρούσματα, ξεκινώντας από επίπεδα 20% το Μάρτιο και 40% τον Ιούνιο έχουν φτάσει σήμερα στο 65%, με ραγδαία και καθημερινή περαιτέρω αύξηση, δείχνει ότι η ικανότητα που διαθέτουμε για μια πραγματικά αιτιολογική διερεύνηση των αιτίων διασποράς έχει πέσει τουλάχιστον κατά 50% τους τελευταίους 4 μήνες, από τα και τότε αρκετά αδύναμα επίπεδά της. Τα μέτρα που εξαγγέλλονται, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην εφαρμογή μοντέλων και όχι στη μέτρηση πραγματικών δεδομένων. Αυτό επίσης δεν βελτιώνεται, είναι αναπόφευκτο και θα συνεχίσει να επιδεινώνεται.
Έτσι, όσα κάνουμε εξακολουθούν να μην αποτελούν αιτιολογική (στοχευμένη) πρόληψη, αλλά το πάτημα γκαζιού ή φρένου πάνω σε διαφορές συνιστώσες, οι οποίες κατ’ ουσίαν είναι το πώς περνά την κάθε ώρα του ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας και συνισταμένη τους τα κρούσματα, οι νοσηλευόμενοι, οι διασωληνωμένοι και οι θάνατοι που ανακοινώνονται κάθε απόγευμα. Με βάση λοιπόν αυτά, οι επιστημονικοί σύμβουλοι και εξ αυτών ο πρωθυπουργός, στο διάγγελμά του, φωτογράφισε την εστίαση, τους συνωστισμούς στα πεζοδρόμια και τις νυχτερινές συναθροίσεις, ως τα βασικά αίτια της εκθετικής επιδείνωσης του κρουσμάτων. Είναι; Κανείς δεν αντιλέγει, αλλά και κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει.
Το αυξημένο ποσοστό πίστης του πληθυσμού μας σε εναλλακτικές θεωρίες για την πανδημία καθρεφτίζει και όσα έχουν πάει καλά στη χώρα τους τελευταίους 8 μήνες. Ωστόσο, σε 8 μήνες γίνονταν και πάρα πολλά ακόμη, που απλώς… δεν έγιναν. Μια πραγματικά αιτιολογική αντιμετώπιση θα ήταν όσα μπορούσαν να έχουν ξεκινήσει από την πρώτη μέρα της καθολικής απαγόρευσης της 16ης Μαρτίου 2020. Θα περιλάμβαναν την εκπόνηση σχεδίων άμεσης εφαρμογής. Όπως ακριβώς τώρα, με ένα διάγγελμα εκδίδονται περιοριστικά μέτρα, ακριβώς με το πάτημα ενός «κουμπιού», θα μπορούσαν να ενεργοποιούνται συγκεκριμένες ρυθμίσεις στη ζωή μας που θα αφορούσαν την υποστήριξη των φτωχών, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, την παιδεία και πάνω από όλα το σύστημα υγείας. Ρυθμίσεις που θα είχαν άμεση εφαρμογή, καθώς θα είχαν σχεδιαστεί, τα των συμφωνιών μεταξύ των μερών θα είχαν καθοριστεί και οι εφαρμοστές τους θα είχαν ήδη εκπαιδευτεί. Γράφω ήδη λεπτομερώς, εγώ και πολλοί άλλοι, από τον Απρίλιο, περί της ανάγκης ύπαρξης ενός τέτοιου σχεδίου, μετάπτωσης από mode πανδημίας σε mode ύφεσης, του κάθε νευραλγικού τομέα της χώρας.
Τα σημερινά μέτρα, αν και βαριά, θα μπορούσαν να είναι κατά πολύ βαρύτερα και πάλι κρινόμενα ως απαραίτητα με ανώτερη αξία την ανθρώπινη ζωή. Ας ελπίσουμε πως θα αποδώσουν. Αλλά κάθε μέτρο που ανατρέπει τη ζωή του απλού εργαζόμενου μετατρέποντάς τον σε επιδοματία των 534 ευρώ και οφειλέτη των υποχρεώσεών του προς το δημόσιο και τις τράπεζες με παραπάνω… δόσεις, είναι καταδικασμένο να αντιμετωπίζεται, στο εξής, όχι πια με χειροκροτήματα, αλλά με διογκούμενο σκεπτικισμό, άρνηση και σε πολλές περιπτώσεις και απελπισία, ιδίως μάλιστα στο βαθμό που δεν συνοδεύεται και από ένα αντίστοιχο μέτρο αύξησης της μεσοπρόθεσμα αειφόρου ικανότητας της χώρας να «μάθει να ζει» με την πανδημία.
Το γεγονός ότι τα ορφανά κρούσματα, ξεκινώντας από επίπεδα 20% το Μάρτιο και 40% τον Ιούνιο έχουν φτάσει σήμερα στο 65%, με ραγδαία και καθημερινή περαιτέρω αύξηση, δείχνει ότι η ικανότητα που διαθέτουμε για μια πραγματικά αιτιολογική διερεύνηση των αιτίων διασποράς έχει πέσει τουλάχιστον κατά 50% τους τελευταίους 4 μήνες, από τα και τότε αρκετά αδύναμα επίπεδά της. Τα μέτρα που εξαγγέλλονται, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην εφαρμογή μοντέλων και όχι στη μέτρηση πραγματικών δεδομένων. Αυτό επίσης δεν βελτιώνεται, είναι αναπόφευκτο και θα συνεχίσει να επιδεινώνεται.
Έτσι, όσα κάνουμε εξακολουθούν να μην αποτελούν αιτιολογική (στοχευμένη) πρόληψη, αλλά το πάτημα γκαζιού ή φρένου πάνω σε διαφορές συνιστώσες, οι οποίες κατ’ ουσίαν είναι το πώς περνά την κάθε ώρα του ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας και συνισταμένη τους τα κρούσματα, οι νοσηλευόμενοι, οι διασωληνωμένοι και οι θάνατοι που ανακοινώνονται κάθε απόγευμα. Με βάση λοιπόν αυτά, οι επιστημονικοί σύμβουλοι και εξ αυτών ο πρωθυπουργός, στο διάγγελμά του, φωτογράφισε την εστίαση, τους συνωστισμούς στα πεζοδρόμια και τις νυχτερινές συναθροίσεις, ως τα βασικά αίτια της εκθετικής επιδείνωσης του κρουσμάτων. Είναι; Κανείς δεν αντιλέγει, αλλά και κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει.
Το αυξημένο ποσοστό πίστης του πληθυσμού μας σε εναλλακτικές θεωρίες για την πανδημία καθρεφτίζει και όσα έχουν πάει καλά στη χώρα τους τελευταίους 8 μήνες. Ωστόσο, σε 8 μήνες γίνονταν και πάρα πολλά ακόμη, που απλώς… δεν έγιναν. Μια πραγματικά αιτιολογική αντιμετώπιση θα ήταν όσα μπορούσαν να έχουν ξεκινήσει από την πρώτη μέρα της καθολικής απαγόρευσης της 16ης Μαρτίου 2020. Θα περιλάμβαναν την εκπόνηση σχεδίων άμεσης εφαρμογής. Όπως ακριβώς τώρα, με ένα διάγγελμα εκδίδονται περιοριστικά μέτρα, ακριβώς με το πάτημα ενός «κουμπιού», θα μπορούσαν να ενεργοποιούνται συγκεκριμένες ρυθμίσεις στη ζωή μας που θα αφορούσαν την υποστήριξη των φτωχών, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, την παιδεία και πάνω από όλα το σύστημα υγείας. Ρυθμίσεις που θα είχαν άμεση εφαρμογή, καθώς θα είχαν σχεδιαστεί, τα των συμφωνιών μεταξύ των μερών θα είχαν καθοριστεί και οι εφαρμοστές τους θα είχαν ήδη εκπαιδευτεί. Γράφω ήδη λεπτομερώς, εγώ και πολλοί άλλοι, από τον Απρίλιο, περί της ανάγκης ύπαρξης ενός τέτοιου σχεδίου, μετάπτωσης από mode πανδημίας σε mode ύφεσης, του κάθε νευραλγικού τομέα της χώρας.
Τα σημερινά μέτρα, αν και βαριά, θα μπορούσαν να είναι κατά πολύ βαρύτερα και πάλι κρινόμενα ως απαραίτητα με ανώτερη αξία την ανθρώπινη ζωή. Ας ελπίσουμε πως θα αποδώσουν. Αλλά κάθε μέτρο που ανατρέπει τη ζωή του απλού εργαζόμενου μετατρέποντάς τον σε επιδοματία των 534 ευρώ και οφειλέτη των υποχρεώσεών του προς το δημόσιο και τις τράπεζες με παραπάνω… δόσεις, είναι καταδικασμένο να αντιμετωπίζεται, στο εξής, όχι πια με χειροκροτήματα, αλλά με διογκούμενο σκεπτικισμό, άρνηση και σε πολλές περιπτώσεις και απελπισία, ιδίως μάλιστα στο βαθμό που δεν συνοδεύεται και από ένα αντίστοιχο μέτρο αύξησης της μεσοπρόθεσμα αειφόρου ικανότητας της χώρας να «μάθει να ζει» με την πανδημία.