Τρίτη 05.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Φοίνικας: λεπτομέρειες για το τέλος ενός κόσμου

Ευγένιος Αρανίτσης
01 Αυγούστου 2016 / 15:07

Ανοιχτή επιστολή του Κερκυραίου διακεκριμένου λογοτέχνη και διανοούμενου Ευγένιου Αρανίτση στον Δήμαρχο Κερκυραίων.

Κύριε Δήμαρχε,
 
Κοιμόμουν, στην Αθήνα, τον ύπνο του δικαίου όταν με ξύπνησε, κάπως βάναυσα, ο πάταγος απ’ την κατάρρευση της στέγης του Φοίνικα. Δύο εβδομάδες αργότερα, πληροφορούμενος ότι το θεατράκι στο Μον Ρεπό κλείνει επίσης λόγω της αποσύνθεσης των επιφανειών της υποδομής του, κινητοποιήθηκα ώστε να συντάξω την παρούσα επιστολή, στο περιεχόμενο της οποίας ελπίζω να αναγνωρίσετε ορισμένες διαλεκτικές αρετές. Δυστυχώς, η λακωνικότητα δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτές, επομένως η κατανόηση που απαιτείται ώστε να εκτιμηθούν τα ενδόμυχα ελατήρια της διαμαρτυρίας μου επαφίεται στην καλή σας προαίρεση.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει διότι σκοπεύω να φωτίσω το ζήτημα μέχρι τη ρίζα του. Αναλόγως, θα παρακάμψω τα πραγματολογικά συμφραζόμενα, αποφεύγοντας να μιλήσω τη γλώσσα με την οποία οι αρμόδιοι σχολιάζουν, ξέρετε, τις εγκρίσεις των μελετών και τους όρους των συμβάσεων, τις εντάξεις και τις απεντάξεις των έργων, τις αμοιβές των εργολάβων και τις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου, το πολύκλαυστο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και τη συμπεριφορά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τέλος τις επιτροπές και υποεπιτροπές του γραφειοκρατικού κυκεώνα ―, θα τα προσπεράσω όλ’ αυτά εστιάζοντας στο θέμα της νεκρικής ακαμψίας που έχει πλήξει τον ψυχισμό του λαού της Κέρκυρας, ώστε ο τελευταίος να παρουσιάζει ανθεκτικότατη ανοσία απέναντι στα πιο εκκωφαντικά κρούσματα ηθικής και πολιτισμικής παρακμής, με τους πολίτες να αδιαφορούν επιδεικτικά για όλες ανεξαιρέτως τις καταστροφές, περιλαμβανομένων εκείνων που έχουν τους ίδιους ως παράπλευρες απώλειες.

Παίρνω το θάρρος, κ. Δήμαρχε, να προσελκύσω την προσοχή σας στο γεγονός ότι, κατά τη δεκαετία του ’60, συντελέστηκε, στις χώρες της Δύσης, το αναπάντεχο θαύμα μιας πολιτικής και πολιτιστικής επανάστασης που διαμόρφωσε, έστω για ένα σύντομο διάστημα, ολόκληρη τη μετέπειτα εξέλιξη του ημισφαιρίου των προηγμένων χωρών. Αυτός ο άνεμος δημιουργικότητας έπνευσε για ποικίλους κρίσιμους λόγους που δεν έχω εδώ την πολυτέλεια χώρου και χρόνου να αναπτύξω. Θα τονίσω επί τροχάδην ότι η συγκεκριμένη σημαδιακή δεκαετία είναι, ιστορικά μιλώντας, η τελευταία αναλαμπή του παλαιού κόσμου ιδωμένη στο φως των ελευθεριών του καινούργιου, μια ριζοσπαστική αναθεώρηση της πνευματικότητας των επιτέλους συμφιλιωμένων λαών σε συνδυασμό με το αισιόδοξο άνοιγμα των κοινωνικών εντάσεων προς το μέλλον, το ίδιο εκείνο μέλλον που, αλίμονο, λίγο αργότερα, στις αρχές του ’80, θα αποκρυσταλλωνόταν στις πιο ανθυγιεινές ψευδαισθήσεις υπό το κράτος της δικτατορίας της τηλεοπτικής εικόνας και της ιλιγγιώδους γιγάντωσης των τεχνολογιών επικοινωνίας. Πες αντίο στις εξεγέρσεις και στο ροκ! Όμως η διάχυτη ευφορία της χρυσής δεκαετίας σού έδινε το δικαίωμα να ισχυριστείς ότι τίποτε σ’ αυτήν δεν προμήνυε την επερχόμενη επιδημία της σπασμωδικής και θανατηφόρου αφοσίωσης στα κελεύσματα του λάιφστάιλ και στις σκεπτόμενες μηχανές το πνεύμα της ανθρωπότητας έμοιαζε τώρα έξυπνο και τρελό, έμοιαζε εναργές και πρωτότυπο, η δε κοινωνία απολάμβανε, για πρώτη φορά δίχως ενοχές, την απαγορευμένη της παιδικότητα.

Εδώ σ’ εμάς, αυτή η μορφή γιορταστικής διάθεσης, κατά κανόνα μη συνειδητοποιημένη, δηλαδή ολότελα ξένη προς τις σημερινές προσποιήσεις, εξού και η ανυπέρβλητη γνησιότητά της, εκφράστηκε μέσω ενός αστερισμού ιδιαίτερων πλεονεκτημάτων, ταιριαστών προς τη φύση και τον χαρακτήρα του τόπου, αρχής γενομένης από τα θερινά σινεμά. Πολλοί απ’ αυτούς που θυμούνται τα ευλογημένα χρόνια του ’60 αποκλειστικά σαν εποχή υλικών στερήσεων και διωγμού των αριστερών, για να μην αναφερθούμε και στον Ψυχρό Πόλεμο, σα να λέμε πολλοί απ’ αυτούς που για μια σειρά αιτιών (κυρίως οικογενειακών, ανατροφής) δυσκολεύονταν να συμφιλιωθούν με τη χαρούμενη ελευθερία των μηνυμάτων κοινοτικής αλληλεγγύης που εξέπεμπε εκείνη η περίοδος, θεωρούν το φαινόμενο του θερινού σινεμά ως μεμονωμένο και σχετικά δευτερεύον επεισόδιο στην Ιστορία της μικροαστικής ψυχαγωγίας ― τουναντίον, επρόκειτο για μια ολόκληρη μυσταγωγική αναβίωση της συνοχής της κοινότητας, ιδίως των παιδιών, διά μέσου της αφυπνισμένης επιθυμίας των ανθρώπων να ονειρεύονται μαζί στον ίδιο χώρο. Η πρωτοφανής γοητεία του σινεμά εκείνης της εποχής, μια γοητεία σχεδόν εκκλησιαστική, μεταφυσική, εξαρτιόταν τόσο αυθεντικά από το βαθύ ανακλαστικό της συλλογικής κάθαρσης ώστε δεν το είχαμε πάρει καν μυρωδιά πιστεύαμε ότι απλώς διασκεδάζαμε. Ασφαλώς, σήμερα, το βλέμμα μας είναι διάτρητο από τον ραγδαίο και χαοτικό πολλαπλασιασμό των οπτικών μηνυμάτων που πληρούν τον πραγματικό και φαντασιακό χωροχρόνο γύρω μας, ενώ τότε ήταν παρθένο και απόλυτα δεκτικό στα νεύματα απ’ το υπερπέραν ― η εμπνευσμένη αδεξιότητα της ματιάς μας γινόταν αίφνης ρωμαλέα. Το θυμάται κανείς; Η νυχτερινή προβολή, ξεκινώντας στον βυθό εκείνου του υπέροχου φωτός της αμφιλύκης, όταν δεν ήταν ακόμη αρκετά σκοτεινά ώστε να διακρίνεις με σαφήνεια τα χρώματα στην οθόνη, η προβολή, λοιπόν, αποκαλύπτονταν σαν μια σταδιακή μύηση των ψυχών μας στη μαγεία της συλλογικής ονείρευσης, κάτω απ’ τη βροχή των αστεριών.

Έτσι, λίγο πριν η τηλεόραση απαλλοτριώσει τις κινηματογραφικές ταινίες, αυτές εξακολουθούσαν να αναδύονται μπροστά στα έκπληκτα βλέμματά μας σαν παραισθητικά αντικείμενα σπάνιας ομορφιάς που μιλούσαν, εκεί στο διαφανές ύπαιθρο, για την απόκοσμη δυνατότητα να απολαύσεις ένα παραμύθι μαζί με τους φίλους σου μέσα σ’ έναν κήπο πλημμυρισμένο απ’ το νυχτερινό άρωμα των αναρριχητικών. Δεν είχε σημασία αν θα κατόρθωνες ή όχι να τρυπώσεις σε «ακατάλληλο» ενώ ήσουν 14. Aπεναντίας, η σημασία κρυβόταν σ’ εκείνο το δέος, σ’ εκείνη την απαράμιλλη ερωτική αγωνία που πηγάζει απ’ το παιγνίδι των ταυτίσεων με τους ήρωες του φιλμ και απ’ τον θεραπευτικό χειρισμό της απόστασης μεταξύ θεατή και οθόνης, αυτόν που σήμερα έχει λησμονηθεί παντελώς εφόσον το εκφυλισμένο βλέμμα υποκύπτει αμαχητί στην αδυσώπητη επίθεση των υπολογιστών. Αν υπάρχει αλήθεια στον ισχυρισμό, έστω ποιητική αδεία, ότι για τα παιδιά, τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’60 σ’ ένα ελληνικό νησί, πόσο μάλλον σ’ ένα κοσμοπολίτικο νησί σαν το δικό μας που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει απ’ το Μονακό ή την Ριβιέρα ―, ναι, αν τα καλοκαίρια αποτελούσαν τον ορισμό του παραδείσου, αυτή η αλήθεια τι άλλο θα ήταν αν όχι συνώνυμη των κυνηγητών στις παραλίες κάτω απ’ τον εκτυφλωτικό μεσογειακό ήλιο ή της περιπλάνησης στις σκιερές γειτονιές και στα σοκάκια που κατέληγαν σε λαβυρίνθους; Και ποιο θα ήταν το επιβλητικό συμπλήρωμα της εν λόγω αλήθειας αν όχι αυτή η υφέρπουσα σαγήνη, αυτός ο υπναγωγικός φωσφορισμός των θερινών κινηματογράφων; Δεν απολογούμαι υπέρ μιας γραφικής ή τουριστικής νοσταλγίας σαν εκείνη που υπόσχονται στους επισκέπτες οι tour operators σε τιμή χονδρικής, αλλά επιχειρώ, κ. Δήμαρχε, να σας ξεναγήσω σε μια γενναία νοσταλγία προσανατολισμένη στον ηθικό πυρήνα της ταυτότητάς μας, αυτής που τόσο ανώδυνα απεμπολήσαμε προκειμένου να λεηλατήσουμε τα ζωτικά περιθώρια μιας πλασματικής ευμάρειας, απ’ την οποία έμεινε μόνον η προβληματική αποχέτευση και η ακρίβεια ως υποπροϊόν της καύσης του χρήματος κατά την ανάφλεξη της αναπτυξιακής φούσκας. Ζητωκραύγαζαν κάποτε τα πλήθη με την εμφάνιση του Ανδρέα Παπανδρέου και του Σημίτη τώρα, μετά το όργιο και μετά την αποστραγγιστική διακοπή της λεγόμενης ρευστότητας, υποφέρουν αναπόφευκτα από κατάθλιψη και ψάχνουν απεγνωσμένα τη δόση τους στις λεωφόρους του γρήγορου Ίντερνετ.

Κοντολογίς, η νοσταλγία γι’ αυτό που βρισκόταν υπό καθεστώς έκλειψης, εξέλειψε με τη σειρά της και η ίδια. Ο λαός μας δεν αντιλαμβάνεται τι σήμαινε το γεγονός ότι, στα χρόνια του ’60, η Κέρκυρα, η εκμαυλιστική αυτή πόλη, ονειρευόταν τις νύχτες σε έξι (6!) διαφορετικά θερινά σινεμά. Δεν θέλει να θυμάται τι ήταν αυτό που επέτρεπε, σχεδόν επέβαλλε, στο ζωηρό ύφος των συγκινήσεων της εποχής να εκδηλώνει τον λυρισμό του μ’ έναν τέτοιο συμφιλιωτικό και βαθειά παιδαγωγικό τρόπο, τόσο ξένο προς τις σύγχρονες εξουθενωτικές παρενέργειες που συνοδεύουν τον εγκλεισμό στην ανία του εαυτού και στα θρυλούμενα πλεονεκτήματα της καλωδίωσης. Μέχρι προχτές, στεκόμαστε αδημονώντας στην ουρά των εισιτηρίων προς όφελος της μεταλαμπάδευσης εκείνου του μυστικού που η κοσμοσυρροή μετάφερε από το ένα σινεμά στο άλλο, δηλαδή της ενθουσιώδους αγάπης για τις αφηγήσεις και τις αλληγορίες. Αυτό χάθηκε οριστικά, και μαζί οι κινηματογράφοι των παιδικών μας χρόνων ― η Όασις έκλεισε τάχα εξαιτίας στατικών προβλημάτων του εδάφους, ο Ορφέας, το Άλσος και η Ναυσικά έγιναν πολυκατοικίες για να στεγαστούν προσωρινά αυτοί οι ίδιοι πολίτες που, μόλις ανέβαιναν ένα σκαλοπάτι στη φορολογική κλίμακα, θα μετακόμιζαν σε ιδιόκτητα καταφύγια από μπετόν και υαλοπίνακες στην πάλαι ποτέ εξοχή.Tο Παλλάς μετατράπηκε σε σούπερ μάρκετ ρουχισμού, ενώ το θερινό του δίδυμο παροπλίστηκε, σε πείσμα των αρχικών διαβεβαιώσεων περί του αντιθέτου, συνοδεία Φιλαρμονικής. Για καμιά απ’ τις παραπάνω πολεοδομικές αναπτυξιακές «πρωτοβουλίες» δεν διαμαρτυρήθηκε ο κερκυραϊκός λαός αρκετά ώστε να τις εμποδίσει, κι όσο για τις δημοτικές Αρχές, αυτές χόρευαν με τους λύκους. Κανείς δεν ήθελε να κατηγορηθεί ως νοσταλγός της ίδιας του της ψυχής, η ψυχή ήταν τώρα out of fashion και οι πάντες ανυπομονούσαν να σπεύσουν στο περίφημο ραντεβού με το μέλλον, όπου οι οικονομικές ευκαιρίες θα περνούσαν, λέει, στην αντεπίθεση, εις υγείαν των κορόιδων.

Έτσι ξεπουλήθηκε οτιδήποτε αντιπροσώπευε τους πραγματικούς δεσμούς μας με τον τόπο, σε αντικατάσταση των οποίων φροντίσαμε να αποσπάσουμε απ’ την Κέρκυρα μιαν υποτιθέμενη αξιοθέατη αλληλουχία νεκρών θεματικών πάρκων, με τις χωματερές κρυμμένες πίσω απ’ τις προσόψεις να σιγοντάρουν τη λατρεία των θεσμών για το θεαθήναι. Κάθε τι οργανικό, κάθε τι με το οποίο μας συνέδεε η αυθόρμητη και οικεία χρήση, περιφρονήθηκε για να αναβαθμιστεί η εκμετάλλευση αντικειμένων που μας ανήκαν μόνον τιμής ένεκεν ― κάποτε αναπνέαμε την ουσία του πολιτισμού στις ευωδίες των μικρών καταστημάτων.Tώρα, και καθώς η πόλη τείνει να μεταμορφωθεί σ’ ένα πελώριο πολυκατάστημα, δηλαδή σ’ έναν μηχανισμό παραγωγής σκουπιδιών, περιφερόμαστε δουλοπρεπώς τραγουδώντας καντάδες πάνω απ’ τους πελάτες των εστιατορίων κάποτε νιώθαμε, εν αγνοία μας, προνομιούχοι για το αβίαστο δικαίωμα να αφεθούμε στην απογειωτική επιρροή των κινηματογράφων κάτω απ’ τους θόλους των δέντρων.Tώρα διακινούμε ετοιμοπαράδοτα τυποποιημένα και εντελώς άσχετα προς τις αληθινές ανάγκες της ζωής μας «πολιτιστικά» προϊόντα για τουρίστες πέμπτης κατηγορίας, όπως οι υπερεπανδρωμένες παράφωνες φιλαρμονικές και το έθνικ μουσικό ρεπερτόριο που οι νέοι το ακούνε απ’ τα παράθυρα στα διαλλείματα της διαδικτυακής ενημέρωσης και αναρωτιώνται σε ποιον πλανήτη ζουν. Κοντολογίς, εξανεμίστηκε, στην πολιτιστική σκηνή, οτιδήποτε παρέμενε μέχρι πρόσφατα ζωντανό, χάριν μιας τριτοκλασάτης ψευδομουσειακής αναπαλαίωσης εκθεμάτων: τα σκουπίδια που συσσωρεύτηκαν πρόσφατα σχηματίζοντας οροσειρές μπορούν κάλλιστα να εκληφθούν σαν ένα ειρωνικό σχόλιο της μοίρας στα πολιτιστικά απορρίμματα που συνηθίσαμε να εμπορευόμαστε αρνούμενοι να βγούμε απ’ την αυτοκτονική μας χαύνωση και να επαναφέρουμε, κατά το δυνατόν, τον πολιτισμό στην ίδια την καθημερινή μας ζωή.

Δεν νομίζω ότι θα αποτελούσε ασυγχώρητη απρέπεια το να πω, μετά από τόσα χρόνια, ότι ήμουν εκείνος που παρακίνησε τον Μάνο Χατζιδάκι να φέρει το φεστιβάλ του στην Κέρκυρα ― το γιατί δεν δόθηκε συνέχεια στο εγχείρημα είναι μεγάλη ιστορία που δεν θα την αφηγηθώ εδώ, θα επιμείνω ωστόσο ότι η πόλη μας θα μπορούσε κάλλιστα να φιλοξενήσει ένα παγκοσμίου φήμης φεστιβάλ μουσικής ή ποίησης. Εμείς, αντίθετα, επιμένουμε στον επαρχιωτισμό μας και στις καντάδες, οι οποίες ήταν όντως κάποτε μέρος της Παράδοσής μας, ενώ τώρα, το καταλαβαίνει κι ένα νήπιο, έχουν γίνει φτηνό εμπορικό φολκλόρ, ακόμη και γι’ αυτούς που αγαπούν τη θερμή και συχνά στεντόρεια μουσική τους επιπολαιότητα, όπως ο υποφαινόμενος. Σημειωτέον, κ. Δήμαρχε, ότι η Παράδοση, όπως έχει ειπωθεί από ανθρώπους πολύ σοφότερους εμού, είναι η επικύρωση της ίδιας αλήθειας σε διαφορετικές εποχές. Η επικύρωση, όχι η συντήρηση στην κατάψυξη. Παράδοση δεν είναι το παρελθόν και τελεία. Παράδοση είναι η βιωμένη σχέση αλληλεπίδρασης με το παρελθόν σε χρόνο ενεστώτα. Παράδοση δεν είναι οι λαϊκές ενδυμασίες των χωριών, αφού κανείς δεν τις φοράει, ούτε το κουμ κουάτ, αφού κανείς δεν το πίνει. Παράδοση είναι η γεύση της τσιτσιμπύρας, τα τζιτζίκια στα δέντρα της πλαζ του Μον Ρεπό, οι πασχαλιές στους φράχτες, το εξαφανισμένο πλέον μικροσκοπικό βιβλιοπωλείο της Κικής Ζερβοπούλου (ενδεχομένως και η ίδια, ολόκληρη) και η κερκυραϊκή προφορά, έστω υπό υποχώρησιν. Παράδοση είναι τα πανέμορφα σπίτια του Καμπιέλλου διότι τα κατοικούμε. Το ανάκτορο του Γεωργίου Α’ διότι το θαυμάζουμε καθημερινά. Η Αγία Αικατερίνη διότι είμαστε ακόμη ορθόδοξοι χριστιανοί. Ο Σολωμός και ο Κάλβος διότι διδάσκονται στα σχολεία και δαιμονίζουν την κριτική που τους θεωρεί κορυφαίους. Παράδοση και πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι τα θλιβερά Πεντεγολέτσα ή τα τραγούδια τύπου Η πέρδικα, οσονδήποτε μικρή ή παινεμένη ―, αυτά είναι απολιθώματα. Παράδοση είναι ο ενεργός αποκρυφισμός των Επιταφίων, οι ταινίες με την Βλαχοπούλου, η σιωπηλή πια σειρήνα του εργοστασίου Δεσύλλα το μεσημέρι και το ερωτιάρικο και παιγνιώδες ταμπεραμέντο μας. Κληρονομιά δεν είναι οι καρτ ποστάλ με το Ποντικονήσι κληρονομιά είναι ο συνδυασμός γλυκού και ξινού στην κουζίνα μας και το αστείρευτο χιούμορ με το οποίο αντισταθμίζουμε την μελαγχολία απ’ το ότι ζούμε σ’ έναν τόπο περίπου εξωπραγματικό.

Ξεπουλώντας για χρόνια τα τοπία στους ξένους, ξεχάσαμε τι σήμαιναν για τον ψυχισμό μας, τι μας συνέδεε με το συγκλονιστικά γαλήνιο μυστήριο που εξέπεμπαν. Αυτό το προνόμιο έπαψε να μας ενδιαφέρει ό,τι απ’ τη γοητεία του περιβάλλοντος είχε διασωθεί ανατινάχθηκε με την έκρηξη της ανάπτυξης ώστε να μπορούμε σήμερα να τριγυρνάμε πολυάσχολοι και τυφλοί ανάμεσα στα ερείπια και στα σκηνικά που άφησαν πίσω τους οι Ενετοί και οι Άγγλοι. Έτσι, ήρθε και η σειρά του Φοίνικα, εννοώ του κινηματογράφου, επειδή κάποιοι, δεν ξέρω ποιοι, στο ζενίθ της αναπτυξιακής μέθης, και μη έχοντας φιλοσοφήσει την κινέζικη παροιμία σύμφωνα με την οποία «το καλύτερο είναι ο χειρότερος εχθρός του καλού», αποφάσισαν ότι έπρεπε να εξωραΐσουν το οίκημα, τη στιγμή που αυτό λειτουργούσε μία χαρά, ανεξαρτήτως των προβλημάτων του διπλανού θεάτρου. Δεν ισχυρίζομαι ότι το σινεμά ήταν κανένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, εξακολουθούσε εντούτοις να απαντάει σ’ εκείνο το ψυχικό αίτημα της νοσταλγικής επιστροφής στη μάγευση που περιέγραψα πιο πάνω. Ρίχνοντας τα πρώτα τρία μέτρα του φράχτη για να περάσει ο εκσκαφέας, σα να λέμε ήδη από την πρώτη μέρα, ο εργολάβος έμελλε να συνειδητοποιήσει, ως συνήθως, ότι άλλο έργο είχε υποσχεθεί και άλλο όφειλε να φέρει σε πέρας, οπότε η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε με τον τοίχο να μένει μισογκρεμισμένος εκεί για χρόνια σαν βανδαλιστικό κατάλοιπο πρωτόγονου μίσους για έναν χώρο όπου οι άνθρωποι, μια φορά κι έναν καιρό, απολάμβαναν αλησμόνητες συνευρέσεις. Προκαλεί όχι απλώς απορία αλλά θυμό η διαπίστωση ότι, εδώ και μια πενταετία, κανείς δεν σκέφτηκε να μπαλώσει τουλάχιστον τη ζημιά όπως όπως, κάτι που απαιτεί ελάχιστο χρόνο και μηδαμινά στην κυριολεξία έξοδα, ώστε το σινεμά να ανοίξει και πάλι μέχρι νεωτέρας.

Πράγματι, όσες δικαιολογίες και αν προβληθούν απέναντι σε μια τέτοια επισήμανση, δικαιολογίες νομικές, οικονομικές, γραφειοκρατικές, θεσμικές, τεχνικές κτλ., δεν αντέχουν να αναμετρηθούν με τη λογική, έστω και αν η απόκρουση των ενστάσεων αντιπροσωπεύτηκε προς στιγμήν από τον αγαθό ρομαντισμό της διοίκησης Μικάλεφ ― αυτό που κρύβεται στην περίπτωση του Φοίνικα (για τον κινηματογράφο μιλάω πάντοτε, όχι για το θέατρο, του οποίου η άμεση αναπαλαίωση θα ήταν ευχής έργον) είναι κατά βάθος η κρυφή εκδικητική μας αντιπαλότητα προς την ανάμνηση της λεπτής και τόσο ευαίσθητης στα ψυχικά σκιρτήματα ευτυχίας που ζήσαμε, πιθανόν χωρίς να την αξίζουμε, πριν απ’ τη ληστρική αναπτυξιακή ΠΑΣΟΚ­ικοΝεοΔημο­κρατική λαίλαπα, για την οποία πανηγυρίζαμε κάποτε εν όψει της υπεσχημένης συμμετοχής στην ευζωία που συμβόλιζαν οι πισίνες και οι BMW. Είναι φανερό ότι σήμερα προσπαθούμε να απαλείψουμε οτιδήποτε θυμίζει αυτή την ευτυχία, την ήδη ολοφάνερα υπό διωγμόν από την εποχή που η Κέρκυρα είχε πέσει θύμα του καλπάζοντος πολιτιστικού Αλτσχάιμερ της διοίκησης Τρεπεκλή, όταν βασίλευε αγαστή σύμπνοια ανάμεσα στα εξαπτέρυγα των εργολάβων και στους εν γένει επαγγελματίες του αυτοδιοικητικού μεγαλοϊδεατισμού που αβαντάριζε το άναρχο και αγελαίο αναπτυξιακοτουριστικό κιτς.

Συμπέρασμα: αν υπήρχε, κ. Δήμαρχε, η λεγόμενη πολιτική βούληση, το μυθικό σινεμά Φοίνιξ θα μπορούσε να ξανανοίξει σύντομα, αποσυνδεδεμένο από τις αναμενόμενες εργασίες στο παρακείμενο θέατρο. Η εμβαλωματική επανόρθωση του ρήγματος του τοιχίου, η απόσυρση των οικοδομικών απορριμμάτων και η, εν ανάγκη, προσωρινή αντικατάσταση της οθόνης από μια επιφάνεια υφάσματος δεν προϋποθέτουν τη συνεισφορά του Καλατράβα, κι όσο για τα καθίσματα, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι πολυθρόνες Louis XV. Την ιδέα της ριζικής ανακατασκευής του χώρου με την προσθήκη στεγάστρου ώστε το σινεμά να λειτουργεί και τον χειμώνα, όπως στον Μεσοπόλεμο (αυτό μας μάρανε!), ξεχάστε την ― ή θα είναι θερινός ένας κινηματογράφος ή δεν θα είναι! Καταλαβαίνετε ή σας κούρασα αδίκως; Δεν μας ζητάει ανακαίνιση ο Φοίνικας, ούτε αναπαλαίωση, αλλ’ απλώς την επαναφορά του στο παρόν της επιθυμίας μας.

 
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Ευγένιος Αρανίτσης
 
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η Αυγή