Παρασκευή 22.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Τελευταίο καλοκαίρι με τη Βάντα Πιέρρη

ευγένιος αρανίτσης
05 Σεπτεμβρίου 2021 / 18:12

Τον Αυγούστο του 1951, η Βάντα Πιέρρη, μια πανέμορφη κοπέλα 16 ετών, έχασε τη ζωή της πέφτοντας θύμα της αναπάντεχης επίθεσης ενός περιπλανώμενου καρχαρία. Αυτό συνέβη σ’ ένα κατά τα άλλα ειδυλλιακό τοπίο, στα ανοιχτά της παραλίας του Μον Ρεπό, στην Κέρκυρα, όπου η άπνοια, τα γαλήνια πρωινά του καλοκαιριού, ενίσχυε την εντύπωση ότι κάποιος απ’ τους θεούς ήταν λάτρης των έργων τέχνης του 19ου αιώνα.

Εδώ, η ριζική αθωότητα των α¬πο¬χρώσεων του γαλάζιου και του πράσινου καθρεφτιζόταν στον αμφιβληστροειδή με μια δόση λιπόθυμου ερωτισμού, σχεδόν υπνωτιστικού, όπως στις υδατογραφίες του Άγγελου Γιαλλινά. Μέχρι προχτές, αν το οπτικό σου νεύρο δεν είχε νεκρωθεί ανεπανόρθωτα από την εξοικείωση του ματιού με τις καταιγίδες των τουριστικών απορριμμάτων του Διαδικτύου, έβλεπες απέναντί σου κάτι το ινδαλματικό. Έτσι, η τελειότητα του φυσικού περίγυρου σ’ εκείνες τις γεωγραφικές συντεταγμένες προσέδωσε εξαρχής στην κρισιμότητα του δράματος της Βάντας μιαν έντονη χροιά παραλόγου: η αληθοφάνειά του δράματος εδραιωνόταν ακριβώς στο ότι έμοιαζε απίστευτο, σαν οι πάντες να κατάλαβαν επιτέλους ότι τα εξωπραγματικά σκηνικά, προκειμένου να συμφιλιωθούν με την ανθρώπινη αντίληψη, απαιτούν εξωπραγματικές αφηγήσεις.
Θα τολμούσα να πω ότι ο παράδοξος αυτός θάνατος συμπληρώνει πλέον 70 χρόνια ζωής ― διότι κι οι θάνατοι ζουν τις δικές τους ηθικές και συναισθηματικές περιπέτειες, ωριμάζουν, ενηλικιώνονται και γερνάνε μαζί μας, στοιχειώνουν ή εξασθενούν κάτω απ’ το φως ποικίλων αναθεωρήσεων, στις οποίες δοκιμάζεται η ψυχική αντοχή και η εγκαρδιότητα εκείνων που πενθούν. Σε πείσμα των πεποιθήσεων της εποχής μας, που εκθειάζει με όλους τους τρόπους την αδιάκοπη αποδέσμευση απ’ το παρελθόν και την υποτίθεται λυτρωτική εφόρμηση προς τα εκάστοτε ενδεχόμενα ενός μονίμως επικείμενου μέλλοντος, δεν μου διαφεύγει το πόσο υγιεινή ήταν κάποτε η αφοσίωση των ανθρώπων σε απώλειες που αποκτούσαν μυθικό χαρακτήρα και καθόριζαν τα βιώματά τους ως προεκτάσεις της νοσταλγίας. Έχοντας μεγαλώσει στην ελληνική επαρχία του ’60, μπορώ να βεβαιώσω ότι υπήρχαν μαυροντυμένες χήρες που παντρεύονταν, σε δεύτερο γάμο, τον θάνατο του άντρα τους και τον φρόντιζαν σαν νόμιμο σύζυγο, ζώντας μαζί του μέχρι το τέλος. Με αυτόν τον μοιρολατρικό ελιγμό απέφευγαν να πεθάνουν οι ίδιες, οπότε ο νεκρός θα έμενε δίχως τάφο, εφόσον ήταν θαμμένος στο στομάχι τους. Εκείνες τις μέρες, στην αγορά των αξιών, ο μέσος άνθρωπος, μολονότι μέσος, ήταν μια κατάσταση οφθαλμοφανώς ακραία.
Η τελειότητα του φυσικού περίγυρου σ’ εκείνες τις γεωγραφικές συντεταγμένες προσέδωσε εξαρχής στην κρισιμότητα του δράματος της Βάντας μιαν έντονη χροιά παραλόγου: η αληθοφάνειά του δράματος εδραιωνόταν ακριβώς στο ότι έμοιαζε απίστευτο, σαν οι πάντες να κατάλαβαν επιτέλους ότι τα εξωπραγματικά σκηνικά, προκειμένου να συμφιλιωθούν με την ανθρώπινη αντίληψη, απαιτούν εξωπραγματικές αφηγήσεις.
Διατηρούνταν, ακόμη τότε, μετά τον πόλεμο, η αίσθηση ότι ένα ανυπολόγιστο περίσσευμα θανάτου δεν αφομοιώθηκε ποτέ, μια και η ανθρωπότητα δεν πρόλαβε να το κατανοήσει, κι έτσι η διαστολή της διάρκειας των γεγονότων εξακολουθούσε να κυριαρχεί στα μετόπισθεν σαν το επιστέγασμα μιας σκηνοθεσίας που ανάγκαζε τους δείκτες των ρολογιών να υποκύπτουν στην επιβράδυνση, όσο και αν ο καλπασμός των κατακτήσεων της τεχνολογίας ερχόταν να τη διαψεύσει. Ένα αίτημα αδιανόητο αν το σκεφτεί κανείς με σημερινά κριτήρια. Ήταν, τρόπον τινά, το αντίθετο του Facebook, στου οποίου τη στιγμιαία επικαιρότητα αυτό που δεν θέλεις να θυμάσαι διαδέχεται αστραπιαία εκείνο που ξεχάστηκε ήδη. Ζούσαμε μέσα στους διαιωνιζόμενους αντίλαλους του παρελθόντος, αποτελώντας τη συνισταμένη τους. Αναλόγως, ο τεράστιος αντίκτυπος του θρύλου της Βάντας σημάδεψε όχι μόνον τους συγχρόνους της, με την τυπική έννοια, αλλά και την επόμενη γενιά, αυτούς που γεννήθηκαν μέσα στη δεκαετία του ’50, όπως ο υποφαινόμενος, και έφτασαν στην εφηβεία παίζοντας στις ίδιες εκείνες παραθαλάσσιες γειτονιές ενός νησιού που δίκαια θεωρούνταν σαν το πιο ελκυστικό της Μεσογείου. Αυτή ειδικά η λανθασμένη επίγνωση είναι που σκότωσε την Βάντα, αφού ήταν όντως αδύνατον να υποπτευθείς ότι σ’ εκείνα τα ευλογημένα νερά θα μπορούσε ποτέ να καραδοκεί κάποιος κίνδυνος. Ίσως επειδή ο κίνδυνος εκδηλώθηκε με τη μορφή μιας αντιστροφής του μύθου της γέννησης της Αφροδίτης όπως τον φαντάστηκε ο Μποττιτσέλλι, ο λαός κατηγόρησε για όλα τον έρωτα. Μπορεί να έκανες κι εσύ το ίδιο αν σου έλεγαν πως η κοπέλα και ο φίλος της είχαν απομακρυνθεί από την ακτή για περισσότερα από 250 μέτρα ― ορισμένοι ανεβάζουν την απόσταση στα 400 μέτρα, όμως κάτι τέτοιο φαίνεται, περιέργως, υπερβολικό. Λέω «περιέργως» διότι τίποτα δεν είναι υπερβολικό μπροστά σ’ αυτό που συνέβη εκείνο το μεσημέρι.
Για την Βάντα, που εξάλλου ήταν δεινή κολυμβήτρια, οι επαναλαμβανόμενες ωριαίες εκδρομές εκτός του βεληνεκούς της μητρικής επαγρύπνησης θα πρέπει να ισοδυναμούσαν με θαλάσσιες ασκήσεις αποσυμπίεσης του άγχους, ένα αθλητικό αντίβαρο στην ασφυκτική στενότητα της σχέσης με τους γονείς. Έχοντας ανατραφεί σε μια οικογένεια της κερκυραϊκής ελίτ που αντλούσε την προέλευσή της από τον 15ο αιώνα μέσα από περίπλοκες γενεαλογικές διακλαδώσεις, αντιμετώπιζε την ετερόκλητη προσωπικότητα ενός ιδιαίτερα αυστηρού πατέρα που ήταν συνάμα γνωστός για τα εξωσυζυγικά του κατορθώματα και τη δεξιοτεχνία του στο μπριτζ, ενός άντρα δημοφιλούς αλλά και εγωιστή, τυραννικού αλλά και κοσμοπολίτη, ισχυρογνώμονα αλλά και μπον βιβέρ. Με δεδομένη την ήπια και στωική ιδιοσυγκρασία της, αυτό το εμπόδιο θα πρέπει να υποδαύλιζε άλυτες αντιθέσεις. Δεν ήταν μόνον ωραία αλλά και πολύ συμπαθής σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, γενναιόδωρη και με μιαν αύρα ευπροσήγορης γλυκύτητας για την οποία θα έλεγες ότι σπανίως χαρακτήριζε τα κορίτσια που ζούσαν σ’ εκείνη την περιοχή της πόλης, έστω κι αν έπαιρναν μαθήματα χαμηλού προφίλ στο Σώμα Ελληνίδων Οδηγών. Υποθέτω ότι οι προσκοπίνες υστερούσαν απέναντι στον σνομπισμό του Γαλλικού Ινστιτούτου• εντούτοις, παρόλο που η Βάντα αρίστευε στα γαλλικά, ο σνομπισμός δεν ήταν το στιλ της. Η μητέρα της προερχόταν από μιαν επίσης μεγαλοαστική οικογένεια του νησιού, διάσημη κάποτε για τους τίτλους και τα πλούτη της, αυτή των Κογεβίνα, που αντιπροσώπευε τον ανθηρό κλάδο μιας παλιάς ρίζας μεταφυτευμένης από την Δαλματία στα Επτάνησα τον προπερασμένο αιώνα. Εν πάση περιπτώσει, τέτοιοι άνθρωποι έβλεπαν την εποποιία του παρελθόντος σαν μια εξέλιξη της τελευταίας στιγμής ― ήξεραν ότι ανήκαν σε τζάκια με οικόσημο, ότι πρωταγωνιστούσαν σε σπουδαιοφανείς αγχιστείες κι ότι κατείχαν ευυπόληπτες θέσεις στις σελίδες του Libro d’ Oro. Μπορεί οι Κερκυραίοι να είχαν παραδώσει το Libro d’ Oro στις φλόγες τελετουργικά, με την έλευση των Γάλλων, 184 χρόνια πριν απ’ τον θρίαμβο του λαϊκισμού επί Πασόκ, αλλά δεν είν’ εύκολο να μειώσεις την υπόγεια δυναμική που αναπτύσσουν στο εσωτερικό της κοινότητας οι μυθολογίες των φαντασμάτων και του αίματος. Πολλά ρόπτρα, στις πόρτες, είχαν όψη άγριου ζώου και τα ονοματεπώνυμα απέπνεαν το άρωμα απ’ τα βερνίκια σκαλιστών επίπλων που γερνούσαν πίσω από κλειστές κουρτίνες μαζί με τους σεβάσμιους ίσκιους και τους απόηχους της καταγωγής• μετά τον πόλεμο, η μονίμως σημαιοστολισμένη Κέρκυρα παρέμενε ένα σκηνικό φορτωμένο με μονογράμματα. Το λιγότερο αρχαιοπρεπές ήταν η πισίνα του ομορφότερου, τότε, ξενοδοχείου, σχεδιασμένη σαν μια πελώρια εκδοχή των αρχικών CH ― Corfu Hilton.
Μιλώντας για την οικογένεια Κογεβίνα, ας προσθέσω ότι, από μια ιδιοτροπία της μοίρας, ένα απ’ τα ξαδέλφια της Βάντας, ο Φίλιππος ―γεννημένος έξι χρόνια μετά τον θάνατό της―, υπήρξε ο πρώτος παιδικός φίλος σχετικά με τον οποίο δικαιούμαι να πω ότι διατηρώ το ορατό του αποτύπωμα στην οθόνη της μνήμης, μια εικόνα ασφαλώς θολή και χωρίς ήχο, πάντως κατάλληλη να τη συγκρίνω με την οπτική αναπαράσταση ενός συγκεκριμένου προσώπου• τη διαπερνούσε λοξά το χρυσαφί φως του απογεύματος, με τον μικροσκοπικό Φίλιππο να υπομένει την κάπως εύθυμη αμηχανία του οκλαδόν, πάνω στις ζεστές πλάκες, κάτω απ’ την πέργολα, στον κήπο του σπιτιού μου, ενώ η γκουβερνάντα του, νομίζω Γαλλίδα, καθόταν πλάι στη μητέρα μου και κουβέντιαζαν για την τέχνη του να φτιάχνεις μαρμελάδα από περγαμότο. Η ταπεινή εκείνη μονοκατοικία αντιστάθηκε σθεναρά στην αναπτυξιακή φρενίτιδα του οικιστικού τομέα και σώζεται μέχρι σήμερα σαν ειρωνικό σχόλιο στον αδηφάγο κυνισμό των εργολάβων. Το ότι απείχε μόλις εκατό μέτρα απ’ τα φοινικόδεντρα στην είσοδο του βασιλικού κτήματος που εκτεινόταν ώς την άλλη πλευρά του λόφου, στο θαλάσσιο θέατρο των γεγονότων που περιγράφω, δεν θεωρούνταν απαραιτήτως πλεονέκτημα ή έστω οιωνός καλοτυχίας ― τόσο φυσική και κοινότοπη ήταν η εναρμόνιση αυτού του χαμένου πλέον κόσμου με τους ρυθμούς και τις ανταύγειες της πολιτισμικής του ιδιαιτερότητας. Λιγότερο αμήχανος, αλλά εξίσου χαριτωμένος και προσηνής, εμφανίζεται ο Φίλιππος σ’ εκείνη τη φωτογραφία, μέσα στο κανό, στην πλαζ του Μον Ρεπό, καθώς στρέφει ανέμελα το πρόσωπο στον φωτογράφο, μ’ εμένα πίσω του να χειρίζομαι το κουπί δίχως ίχνος ρεαλισμού, συν μιαν έκδηλη αποστροφή για τη διαδικασία της απαθανάτισης. Προφανώς, ο συνεπιβάτης μου αδιαφορούσε για το καδράρισμα και τις ταχύτητες του κλείστρου. Αργότερα, στα θερινά σινεμά, καθόταν πάντοτε δίπλα στον αδελφό του τον Αλέξη και δυο εντυπωσιακά, ψηλόλιγνα κορίτσια με τα ονόματα Μόνικα και Γιολάντα, μια αχώριστη τετράδα που, συνήθως, έδινε το παρών στα σκοτεινά, ένα δεκάλεπτο μετά την έναρξη της προβολής. Μολονότι δεν είχαμε συναντηθεί ξανά, επί μισόν αιώνα, παρά μία και μόνη φορά, οπότε γνώρισα και τη γυναίκα του, την Μάρθα, μιαν αξιαγάπητη κοπέλα, ο πρόσφατος και πρόωρος θάνατός του με αιφνιδίασε με το ξύπνημα μιας θλίψης τόσο ζωηρής ώστε ξαφνιάστηκα και ο ίδιος.
Μια δεύτερη ιδιοτροπία της μοίρας αφορά το σπίτι που φιλοξενούσε τους γονείς της Βάντας, στην οδό Ιακώβου Πολυλά 1, πάνω απ’ την Σκάλα του Δημάρχου Θεοτόκη, εκεί όπου η καμπύλη ζωγραφιά της παραλίας της Γαρίτσας υπαινίσσεται μιαν οφειλή στη μυθιστορηματική επισημότητα υψηλών αφίξεων τύπου στρατάρχη Τίτο ή βασιλιά Σαούντ ―, αυτό ειδικά το δωρικό σπίτι, που το θυμάμαι στο χρώμα μιας έντονης ώχρας με πράσινα παραθυρόφυλλα, ανήκε στην οικογένεια ενός απ’ τους δύο στενότερους φίλους της εφηβείας μου, του Κώστα Πρίφτη, κι έτσι, μερικά χρόνια αφότου οι Πιέρρηδες είχαν αποδράσει στην Αθήνα, αναβαθμίστηκε σε κέντρο ενδιαφέροντος και διάσταθμο ανάμεσα στη δική μου προαστιακή αφετηρία και την πόλη. Από αυτό το σημείο αναχώρησε εκείνο το κακορίζικο πρωινό της 17ης Αυγούστου η μητέρα της Βάντας η Άπη (Ασπασία), με την κόρη της, τον εξάχρονο γιο της τον Ευγένιο κι έναν συνομήλικό του, τον Γιώργο Δεδόπουλο, καταλήγοντας να κάθονται όλοι τους, σύμφωνα με το καθημερινό πρόγραμμα, στη βάρκα που θα τους πήγαινε απέναντι, στο Μον Ρεπό. Αξίζει άραγε να σας προκαταλάβω λέγοντας ότι ο ήλιος είχε κάνει στη θάλασσα πρόταση γάμου; Η θάλασσα το σκεφτόταν και, ενώ το σκεφτόταν, αποκοιμήθηκε. Ο αέρας έλειπε στο εξωτερικό. Υπήρχε διάχυτη μια ευεργετική χαύνωση και η Άπη, με τα μάτια μισόκλειστα, κοιτούσε τα σπίτια και τους ευκάλυπτους γύρω απ’ το πέταλο της ακτής, στην περιοχή του Ανεμόμυλου, όπου ηλιοψημένοι εκπρόσωποι του λαού γιόρταζαν την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Ο βαρκάρης, Βασίλης ονόματι, πέταγε πού και πού καμιά μπούρδα δίχως να υποψιάζεται ότι, για την καταδικασμένη Βάντα, εκείνη την Παρασκευή, ο ίδιος ήταν ο Χάροντας και ο κόλπος της Γαρίτσας μια τουριστική επανέκδοση της λίμνης Αχερουσίας. Δέκα χρόνια μεγαλύτερη απ’ τον αδελφό της, η Βάντα διασκέδαζε διαπιστώνοντας ότι ήταν αρκετά άτακτος ώστε να της προσφέρονται αφορμές να τον μαλώνει αυξομειώνοντας τις δόσεις της επιείκειας κατά την αναγνώριση των ελαφρυντικών. Δεν βλάπτει να πω, συμπληρώνοντας τον κατάλογο των μοιραίων συσχετισμών, ότι στο ασυνήθιστο όνομα αυτού του αγοριού χρωστάω το δικό μου όνομα, αν πιστέψω τη μητέρα μου. Και γιατί να μην την πιστέψω; ― εδώ πιστεύω ότι το σύμπαν έχει διάμετρο επτά τρισεκατομμύρια έτη φωτός επειδή το γράφει η Wikipedia. Άλλωστε, η ανυποχώρητη προσήλωση αυτής της απρόβλεπτης γυναίκας στη σημειολογία των προτιμήσεων της αριστοκρατίας και στο μελόδραμα αφήνει μηδαμινά περιθώρια ενστάσεων ως προς την ειλικρίνεια μιας τέτοιας εξομολόγησης. Ευτυχώς, διότι ήταν το μονο είδος ειλικρίνειας που κυκλοφορούσε στη λιανική.
Σε μια φωτογραφία του ’49, η Βάντα ποζάρει αμήχανα, φορώντας ένα λευκό κοντομάνικο φόρεμα και παπούτσια του τένις, πάνω σε μιαν αυτοσχέδια, ετοιμόρροπη προβλήτα από σανίδες, με φόντο τη θαμπή, ακύμαντη θάλασσα που γίνεται, στον ορίζοντα, η άλλη όψη της ακαθόριστα φωτεινής παλέτας του ουρανού• οι κάλτσες της είναι κατεβασμένες στον αστράγαλο, ένα ενδυματολογικό νεύμα προσεγμένης εφηβικής ατημελησίας, ανεπαίσθητα ερωτικής. Εδώ, οι δωρεές της φωτογένειας είναι χριστιανικές και συγκρατημένες• η κοπέλα, με όλη τη μεσογειακή γοητεία της, μοιάζει ντροπαλή σαν έκλειψη σελήνης. Μαντεύω ότι ο φακός συλλαμβάνει στο βλέμμα της τον δισταγμό εκείνης της μελαγχολικής αγαθότητας που, εκ φύσεως, καταντάει ευάλωτη στους δυσοίωνους προϊδεασμούς του μέλλοντος. Όμως την επίμαχη Παρασκευή, δύο μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο του ’51, και παρά τα συμπτώματα μιας επιπόλαιης καλοκαιρινής ίωσης, ένιωθε ή πίστευε πως ένιωθε πιο σίγουρη από ποτέ για όλα εκείνα για τα οποία δεν μπορείς να’σαι ποτέ σίγουρος. Δεν ήξερε ότι η εφηβεία είν’ ένα λάθος που διορθώνεται πολύ εύκολα κι αυτή η άγνοια της επέτρεπε να λάμπει μ’ ένα ήπιο φως, όπως εκείνο του Γαλαξία. Η ελαφρώς αγχώδης αδημονία πριν από τη συνάντηση με τον φίλο της τον Γιώργο, στα βράχια, ενισχυόταν και ταυτόχρονα έβρισκε παρηγοριά στο γεγονός ότι, μόλις πριν από τέσσερις μέρες, είχε κόψει τα μαλλιά της κοντά, κάπως κοντύτερα απ’ της Χέντυ Λαμάρρ αλλά κάπως μακρύτερα απ’ της Ντόρις Νταίυ, που ήταν η τελευταία λέξη στις εικονογραφήσεις των εξωφύλλων των ξένων γυναικείων περιοδικών. Δίχως να της έχει αποκαλύψει κανείς ότι οι ιππότες του Τάγματος των Ναϊτών διατηρούσαν σε μια χρυσή κασετίνα το δάχτυλο του Ιωάννη του Βαπτιστή, κράτησε την κοτσίδα της σ’ ένα συρτάρι μαζί με σκόρπιες φωτογραφίες κι ένα παιδικό ημερολόγιο.
Απ’ ό,τι προκύπτει, η Άπη Πιέρρη θεωρούσε την πλαζ του Μον Ρεπό υπερβολικά πολυσύχναστη και ίσως «λαϊκή», κάτι που, με εξαίρεση τις Κυριακές, ίσχυε ελάχιστα αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς• έτσι είχε εξασφαλίσει το προνόμιο, γι’ αυτήν και τα παιδιά της, να ελλιμενίζονται διακριτικά στον αμέσως επόμενο ορμίσκο, στο Καρδάκι, για το οποίο ο Μαβίλης συνέθεσε κάποτε ένα μελωδικό σονέτο, επιδέξια στολισμένο με παρηχήσεις του φλοίσβου, ανάμεικτες με ψιθύρους ρομαντικής αρχαιολατρείας. Εκεί, κάτω απ’ τις εκρήξεις μιας υπέροχης βλάστησης, ξεδιπλωνόταν η πέτρινη προβλήτα που εμείς τα παιδιά, στις λαθραίες επισκέψεις μας με τα ευκίνητα ιστιοφόρα του Ναυτικού Ομίλου, εξακολουθούσαμε να ονομάζουμε «ο πόντες της βασίλισσας»• σε απόσταση 15 βημάτων, σε καλωσόριζε μια διάσημη πηγή κρυστάλλινου νερού για το οποίο φημολογούνταν ότι, αν τολμούσες να το πιεις, θα παρέμενες δεμένος με τα θέλγητρα της Κέρκυρας στο διηνεκές. Πάντως, και χωρίς πηγή, αυτό δεν έμοιαζε ακατόρθωτο. Δεκάδες δέντρα έσκυβαν πάνω απ’ το γαλάζιο ημικύκλιο, που ήταν διάστικτο από ασύμμετρες κηλίδες λευκόχρυσης άμμου και τα τζιτζίκια έδιναν την εντύπωση ότι θα πρέπει να τραγουδούσαν αδιάλειπτα για αιώνες δίχως να κουράζονται, διότι υπήρχε μια απόκρυφη σχέση ανάμεσα στον πυρετό αυτού του τραγουδιού και στην ευτυχισμένη τρέλα της ηλιοφάνειας. Βορειότερα, στο ύψωμα, τα λοφία και οι φτερούγες της πρασινάδας περιέβαλλαν μια πανέμορφη νεοκλασική έπαυλη με προσθήκες αποικιακού ρυθμού, κατοικία μια φορά κι έναν καιρό του βρετανού Αρμοστή, που χρησίμευε σαν θερινό ανάκτορο της βασιλικής οικογένειας• ένας φίλος του Σπύρου, του πατέρα της Βάντας, ο Χαράλαμπος Γαλάτης, προϊστάμενος της Βασιλικής Επιμελητείας στην Κέρκυρα, είχε φροντίσει για τη σιωπηρή παραχώρηση, στην οικογένεια, άδειας εισόδου στα ιδιωτικά λουτρά των Γκλύξμπουργκ, τουλάχιστον όταν ο μονάρχης δεν διέμενε στο νησί. Εγώ, αν ήμουν προϊστάμενος της Επιμελητείας, θα έλεγα στην Άπη Πιέρρη ότι, πρώτον, το Καρδάκι ήταν κάτι που είχε φανταστεί ο Μαβίλης• δεύτερον, ότι ο Βασιλιάς δεν υπήρχε στ’ αλήθεια αφού όφειλε να ενσαρκώνει ένα αμιγώς συμβολικό πρόσωπο ώστε να μην τον πετάνε έξω οι ξυπόλυτες κεντροαριστερές πλειοψηφίες κάθε τρεις και λίγο, και ―τρίτον― ότι καλά θα έκανε η ίδια να συμφιλιωθεί, για χάρη των παιδιών της, με την ιδέα μιας καλοκαιρινής ψυχαγωγίας περισσότερο εξωστρεφούς απ’ ό,τι μοναχικής και μισάνθρωπης, αλλιώς μια νύχτα, όχι πολύ μακριά στο μέλλον, τα παιδιά θα την έβλεπαν να πλένει τα μαλλιά της με δάκρυα. Θα της μιλούσα δηλαδή σαν ποιητής. Αποφεύγω εδώ και χρόνια να επιστρέψω σ’ εκείνο τον ουράνιο τόπο από φόβο μήπως αντικρίσω καμιά παράγκα με σουβλάκια ή το εκλογικό περίπτερο κανενός δημάρχου. Αποκλείεται, θα πείτε. Ναι, αλλά ποιος το ρισκάρει! Αν ρωτάτε εμένα, για τέτοια φορτισμένα και εμβληματικά μέρη θα έπρεπε να σου παραχωρούν άδεια μόνον αν μπορούσες να αποδείξεις ότι δεν τη χρειάζεσαι.
Στον θόλο του στερεώματος, ο ήλιος ήταν εκτυφλωτικά πύρινος. Κάτω στη γη, ο Ευγένιος και ο φίλος του έπαιζαν με τα κουβαδάκια τους, και η Βάντα αργούσε να γυρίσει ώσπου η Άπη άρχισε να ανησυχεί. Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, εκτός οπτικού πεδίου και βορείως της νοερής προέκτασης του μικρού ακρωτηρίου που μεσολαβούσε ανάμεσα στις δύο ακρογιαλιές, η νεαρή κολύμπαγε με το αγόρι της και μια φίλη, την Νάκη Τσεπέτη, που ίσως αποτελούσε απλό άλλοθι γιατί, από κάποια στιγμή κι ύστερα, το όνομά της εξαφανίζεται απ’ τις αφηγήσεις μυστηριωδώς. Ούτε το αν η μητέρα ήταν ενήμερη για το ραντεβού έχει αποσαφηνιστεί ― μάλλον όχι. Ο 18χρονος μνηστήρας, μετέπειτα νευρολόγος και συγγραφέας ιστορικών έργων, που άκουγε στο όνομα Γιώργος Αθανάσαινας και που δεν βρίσκεται σήμερα εν ζωή, ήταν γεννημένος στο Γαστούρι, το χωριό δίπλα στο οποίο είχε χτιστεί το ανάκτορο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, αλλ’ αυτή η γειτνίαση δεν τον καθιστούσε αυτομάτως αυστριακό ευγενή, ήταν ένας κοινός θνητός που διδασκόταν τα στοιχειώδη της ανατομίας του εγκεφάλου στη στρατιωτική Ιατρική Σχολή, επομένως υιοθετώ τη λογική εικασία ότι η Άπη δεν θα συναινούσε στην εκκόλαψη ενός φλερτ τόσο άνισου ταξικά, χώρια που η ηλικία των 16 ήταν απαγορευτική, μια και μιλάμε για το 1951. Παρεμπιπτόντως, σ’ εκείνη τη φωτογραφία του 1867, την ημέρα της στέψης της, η Αυτοκράτειρα μοιάζει με την Βάντα σε βαθμό σκανδαλώδη, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Ας μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα επιδρά ψυχεδελικά, όπως ας πούμε η μεσκαλίνη• όλη η λογοτεχνία είναι μια παραίσθηση.
Εξίσου παραισθητική είναι η παλαβομάρα που εμπνέει ο εφηβικός έρωτας και η οποία παίρνει συχνά την όψη μιας τρανταχτής αδιαφορίας για τις συνέπειες, όπως όταν διαβάζεις και καταλαβαίνεις άλλ’ αντ’ άλλων ― διότι σε τι διαφέρει το α μπε μπα μπλομ των εραστών απ’ τη λογοτεχνία; Το αδικούμε συγκρίνοντάς το με το βαλς της αρσενικής πέρδικας πριν απ’ τη γονιμοποίηση του θηλυκού, και απόδειξη ότι μπορεί να το πληρώσεις πανάκριβα. Φλυαρώντας, η Βάντα και ο φίλος της προχώρησαν πέραν κάθε συνετού περιορισμού και κολυμπούσαν τώρα σε αχαρτογράφητα νερά, προς την καρδιά της λογοτεχνίας όπου όλα είναι πιθανά και όπου τρομώδεις ανωμαλίες και εκπλήξεις στην πλοκή του αφηγήματος μπορούν να αιτιολογηθούν από τη διαλεκτική των δημιουργικών αντιθέσεων που συναντάμε στα παραμύθια, η οποία στάζει αίμα. Αν και η θάλασσα εκεί δεν ήταν πιο βαθειά από 6 ή 7 μέτρα, Βάντα και Γιώργος γλιστρούσαν προς το άγνωστο με τις απαλά ρυθμικές κινήσεις του πρόσθιου, του μόνου είδους κολύμβησης που φροντίζει για το μέλλον των ζευγαριών. Τότε, ο δεύτερος είδε πίσω απ’ το κορίτσι ένα πτερύγιο καρχαρία αξιοσέβαστων διαστάσεων ― έχει εξακριβωθεί ότι το 80% των δολοφόνων είναι γνωστοί του θύματος• αυτός εδώ ήταν παντελώς άγνωστος. Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι, εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα, ήρθαν στον νου του αγοριού οι απειράριθμες δοσοληψίες μεταξύ έρωτα και θανάτου που καταγράφονται στα σπουδαία αφηγήματα του δυτικού πολιτισμού• η αλήθεια είναι ότι δεν τόλμησε να σκεφτεί το παραμικρό, απλώς πάγωσε, ενώ το πρόσωπό του έγινε κάτασπρο και κατόπιν μοβ. Η Βάντα, που μπορούσε να αισθανθεί μέσα στο νερό τις δονήσεις απ’ το καρδιοχτύπι του, τον ρώτησε τι του συμβαίνει και μάλιστα εκείνος, με μιαν ενστικτώδη ψυχραιμία που πρέπει να του την αναγνωρίσουμε, απάντησε ότι είχε δει ένα δελφίνι, αλλά ήταν πλέον αργά και ο καρχαρίας έφτασε πλάι τους, πέρασε κάτω απ’ την κοπέλα διανύοντας τα 10 περίπου μέτρα που του χρειάζονταν για να στρίψει, ζυγίστηκε και, επιστρέφοντας, κατευθύνθηκε προς αυτήν, την άρπαξε με τα σαγόνια του, τη βύθισε το νερό έτσι που ο φίλος της έβλεπε αντεστραμμένα τα πόδια της να ψαλιδίζουν τον αέρα, και την κομμάτιασε, ενώ η επιφάνεια της θάλασσας, σε ακτίνα δύο μέτρων, πήρε το χρώμα ενός αφρού από κόκκινα τριαντάφυλλα. Ύστερα πέρασε ξυστά απ’ τον νεαρό, απομακρύνθηκε περί τα δεκαπέντε μέτρα, έκανε νωχελικά μεταβολή, ξαναπέρασε δίπλα του χωρίς να τον πειράξει, σπρώχνοντάς τον με το ρύγχος του, έφτασε πάλι στα υπολείμματα της Βάντας και τα αποτελείωσε. Δύσκολα θα’λεγες ότι ήταν μια συνηθισμένη μέρα.
Είκοσι λεπτά αργότερα, η Άπη είχε ήδη ξεκινήσει προς αναζήτησιν της κόρης της, με τον βαρκάρη να λάμνει όσο πιο ηρωικά του επέτρεπαν οι μυώνες του. Η πλώρη της βάρκας χάραζε αθόρυβα ένα δρομολόγιο ανάμεσα στο εφικτό και στο ανέφικτο• τα δυο αγοράκια, βλέποντας τη γυναίκα τόσο ταραγμένη, σχεδόν στο κατώφλι του πανικού, μοιράστηκαν την ταραχή της λες και ο καταμερισμός θα τη μείωνε. Η Άπη, όρθια, έχοντας βγάλει το ψάθινο καπέλο και κρατώντας την παλάμη σαν γείσο πάνω απ’ τα μάτια της που χτένιζαν τη θάλασσα περιμετρικά, δεν είχε ιδέα για όλα όσα οι δημοσιογράφοι θα αναμασούσαν, όπου να’ναι, μαζί με αναρίθμητες ανακρίβειες.
Δεν ήξερε ότι η κόρη της είχε γίνει λεία ενός άγριου κήτους και δεν ήξερε ότι το κήτος ήταν ένας μεγάλος λευκός καρχαρίας του γένους Carcharodon, μήκους γύρω στα 8 μέτρα, αν όχι μεγαλύτερος. Τέλος δεν ήξερε ότι ο συνοδός της Βάντας είχε δεχτεί βοήθεια από ψαράδες που έσπευσαν να ανταποκριθούν στις κραυγαλέες εκκλήσεις του, ούτε ότι οι ψαράδες άκουγαν σε τετριμμένα ονόματα όπως Θοδωρής Γιούργας ή Γιάννης Βλάσσης, ο ίδιος εκείνος που μετά από ένα τέταρτο του αιώνα διορίστηκε επιστάτης του Ναυτικού Ομίλου και απ’ του οποίου τη βάρκα είχα βουτήξει, ελαφρά πιωμένος, Νοέμβριο μήνα, δίπλα σ’ ένα δελφίνι, αληθινό αυτή τη φορά. Δεν ήξερε καν ότι η ίδια θα ζούσε δίχως την κόρη της για 52 ακόμη χρόνια, όσα τα φύλλα της τράπουλας ― δεν ήξερε τίποτα απολύτως! Αλλά καθώς η βάρκα παρέκαμπτε τα τελευταία βράχια και είδε, στην αμμουδιά της δημοτικής πλαζ, το αναστατωμένο πλήθος των δεκάδων ατόμων που φλυαρούσαν χειρονομώντας με πρωτοφανή ζήλο, τα κατάλαβε όλα. Όχι βέβαια τα περί καρχαρία, αφού οι λεπτομέρειες δεν λάμπουν στο σκοτάδι κι εκείνη τη στιγμή ο ήλιος είχε σκοτεινιάσει όπως στον 2ο στίχο του 9ου κεφαλαίου της Αποκάλυψης, αλλά τα σχετικά με την ανεξερεύνητη μεθόριο μεταξύ θάλασσας και θανάτου, απ’ όπου αναβλύζουν οι φαντασιώσεις των βαθιών ληθαργικών νερών, των νερών που αντανακλούν τα ταξίδια των ίσκιων μέσα από μιαν ύλη ομιχλώδη και παχύρρευστη σαν τη φρίκη που νανουρίζει τα όνειρα των πνιγμένων στις παλιές βαρκαρόλες. Τα πάντα απέκτησαν ένα νόημα κρυπτογραφημένο και απειλητικό. Κατάλαβε δηλαδή η Άπη ότι η φύση, γύρω της, μεταμορφωνόταν σε παρτιτούρα ενός ρέκβιεμ.
Ο καρχαρίας έφτασε πλάι τους, πέρασε κάτω απ’ την κοπέλα διανύοντας τα 10 περίπου μέτρα που του χρειάζονταν για να στρίψει, ζυγίστηκε και, επιστρέφοντας, κατευθύνθηκε προς αυτήν, την άρπαξε με τα σαγόνια του, τη βύθισε το νερό έτσι που ο φίλος της έβλεπε αντεστραμμένα τα πόδια της να ψαλιδίζουν τον αέρα, και την κομμάτιασε, ενώ η επιφάνεια της θάλασσας, σε ακτίνα δύο μέτρων, πήρε το χρώμα ενός αφρού από κόκκινα τριαντάφυλλα.
Πράγματι, τα δέντρα, στ’ αριστερά της, είχαν πάψει να είναι πράσινα κι έμοιαζαν μαύρα, όπως τα γενεαλογικά δέντρα των ευγενών που είχαν δολοφονηθεί στον ύπνο τους. Ένιωσε ένα ρεύμα αέρα στα μαλλιά της, παρόλο που δεν φυσούσε, και κάποιος μέσα της ―όχι η ίδια― σκέφτηκε πως όταν είσαι ήδη νεκρός όλες οι ανέσεις παρέχονται δωρεάν, ενώ οι μελλοθάνατοι πληρώνουν επί πιστώσει. Ορισμένοι, στην παραλία, την αναγνώρισαν και τα πηγαδάκια, εν χορώ, εξέπεμψαν ένα συγχρονισμένο μουρμουρητό. Η Άπη βγήκε μηχανικά στη στεριά και, καθώς στάθηκε ακίνητη τρέμοντας, βιάστηκαν όλοι να συγκεντρωθούν γύρω της και την κοίταζαν ενώ ατένιζε προς το μέρος τους εμβρόντητη, με τη φλέβα στον κρόταφό της να πάλλεται. Η θάλασσα ήταν νεκρική, ο ουρανός αδυσώπητος, τα πουλιά και τα τζιτζίκια στα δέντρα τηρούσαν ενός λεπτού σιγή. Αίφνης, ένας ψηλός, καλοπροαίρετος νεαρός βρήκε το θάρρος να της πει ότι «την Βάντα τη χτύπησε ένα ψάρι», έτσι το έθεσε ― καταπληκτικές μετωνυμίες, «χτύπησε» αντί «κατασπάραξε», «ψάρι» αντί «καρχαρίας», θεόπνευστοι ευφημισμοί και ενδείξεις μιας τέτοιας συμπονετικής λεπτότητας ώστε να θες να μάθεις ποιος είχε γράψει το σενάριο. Μια παχουλή κοπέλα με γυαλιά μυωπίας συλλογιζόταν: «Αφού ο Θεός νάρκωσε τη θάλασσα, Αυτός θα πρέπει και να την ξυπνήσει.» Η Άπη αρνούνταν να αντιληφθεί τι της έλεγαν, μολονότι εξακολουθούσε να ρωτάει ψελλίζοντας «Ποιο ψάρι; Πείτε μου... πείτε μου...»• με μια άσχημη σύσπαση του προσώπου, έκανε μερικά αδέξια βήματα σαν μεθυσμένη, επαναλαμβάνοντας «Πού είναι το παιδί μου... πού είναι το παιδί μου...», και δεν χρειαζόταν να’σαι γιατρός για να καταλάβεις ότι θα έχανε τις αισθήσεις της. Αντιδρώντας, δυο τρεις απ’ αυτούς τους ανθρώπους προθυμοποιήθηκαν να τη συγκρατήσουν για να μην σωριαστεί και η προθυμία τους αποδείχτηκε μεταδοτική ― τότε συνέβη ένα ακόμη θαύμα: όπως οι άγγελοι πήραν σηκωτή την Θεοτόκο στον παράδεισο, κατά την Κοίμηση, έτσι οι παρευρισκόμενοι οδήγησαν άρον άρον την απονενοημένη μητέρα στην είσοδο της πλαζ κι εκεί τη βοήθησαν, σχεδόν την έσπρωξαν, για να ανεβεί σε μιαν άμαξα απ’ αυτές που στάθμευαν κάτω απ’ τις πυκνές σκουρόχρωμες φυλλωσιές, όπου οι αχτίδες του ήλιου προκαλούσαν μια βροχή από μικρούς διαμαντένιους ρόμβους. Με τη συνοδεία του νεαρού που της είχε μεταφέρει την είδηση, επέστρεψε στο σπίτι της, ξεχνώντας τον γιο της πίσω ― ατόπημα του οποίου η παραγραφή παραμένει ένα ζήτημα ιδιαίτερα ακανθώδες, ανεξαρτήτως του πόσο ισχυρό ήταν το σοκ ή πόσο ακαταμάχητη η εξαλλοσύνη των παρισταμένων. Στη διαδρομή, ο νέος δεν τολμούσε να πει οτιδήποτε, ούτε καν να καπνίσει. Το ’51 οι πάντες κάπνιζαν• η Ελλάδα ήταν ένα γιγάντιο τασάκι.
Στο σπίτι της Ιακώβου Πολυλά, είχαν ήδη φτάσει ο Σπύρος Πιέρρης, η γιαγιά της Βάντας η Τζένη και η νταντά του Ευγένιου η Όλγα, που η μύτη της ήταν κόκκινη απ’ το κλάμα. Οι τρεις τους περίμεναν στο πεζοδρόμιο, έτοιμοι να προσφέρουν το μόνο που δεν είχαν, δηλαδή κατανόηση ― δεν υπήρχε τίποτα να κατανοηθεί εκτός απ’ τα 65 λεπτά εφιαλτικής ορφάνιας που υπέφερε ο συνονόματός μου. Είχε επίσης φτάσει εκεί, όπως κάθε μέρα, εφόσον ήταν μεσημέρι καλοκαιριού, μια δροσερή αύρα μαΐστρου, του ανέμου που έρχεται στην Κέρκυρα από τα βορειοδυτικά, ακολουθώντας την πορεία των Ενετών. Σαν Ευρωπαίος που ήταν, ο μαΐστρος είχε το απαιτούμενο τακτ ώστε να υποδύεται τον πολυάσχολο, ενοχλώντας απλώς λιγάκι τα κλαδιά και τις τέντες στα μπαλκόνια. Εντωμεταξύ, απ’ το Μον Ρεπό προς στην Σκάλα του Δημάρχου, ο γιος του ζεύγους Πιέρρη ερχόταν απ’ τα νοτιοανατολικά, εντελώς αντίθετα, σαν να τον έφερνε ο Σιρόκος απ’ την Ιορδανία. Αγιογραφώντας την Άπη, ο Ευγένιος, στη δική του αφήγηση, υπονοεί ότι οι θερμόαιμοι θαμώνες της πλαζ την είχαν όντως απαγάγει με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, θέλοντας να την απομακρύνουν το ταχύτερο απ’ τη σκηνή του εγκλήματος. Ενδεχομένως το έκαναν μη υποπτευόμενοι ότι η σκηνή του εγκλήματος είναι μια τοποθεσία που τη μεταφέρουμε σταθερά μέσα μας, με τον τρόπο που ο Ναπολέων, εξόριστος στην Αγία Ελένη, μετέφερε μέσα του ολόκληρη την Γαλλία. Είναι σίγουρο ότι η Άπη είχε στερηθεί προς στιγμήν, παντελώς, την επαφή της με την πραγματικότητα και ίσως ενέδωσε, υπνοβατώντας, σ’ ένα κύμα από φωνές και ωθήσεις που την κατηύθυναν προς το χείλος ενός γκρεμού λανθασμένων βεβαιοτήτων, όπως ότι η Βάντα θα την περίμενε στο σπίτι ολοζώντανη. Δεν ανήκε στην εθνική κατηγορία των μανάδων οι οποίες, μόλις δεχτούν μια τέτοια συγκλονιστική είδηση, αγκαλιάζουν αυθόρμητα το άλλο τους παιδί και το σφίγγουν σαν να κινδύνευε κι εκείνο• ανήκε σ’ αυτές που παραδίδονται άνευ όρων στον συγκλονισμό και ισορροπούν πάνω απ’ την άβυσσο σαν ακινητοποιημένα εκκρεμή, απόλυτα και αυτοκτονικά μόνες, μέχρις ότου τα πέπλα της απόγνωσης αρχίσουν να διαλύονται, κατά κανόνα χάρη στις βενζοδιαζεπίνες που συνταγογραφεί ο γιατρός. Φυσικά, την εποχή εκείνη, η κοινότητα συμπεριφερόταν σαν συλλογική μητέρα, μ’ ένα σπουδαίο περίσσευμα στοργής, ανιδιοτελούς και ετοιμοπόλεμης• δεν ήταν καθόλου σαν να παρατάς λ.χ. το παιδί σου σε κάποια διασταύρωση της 55ης λεωφόρου, στην Νέα Υόρκη, ήταν μάλλον σαν να το αφήνεις στη γειτονιά ανάμεσα σε συγγενείς. Το να αφήνεσαι στα χέρια ενός θιάσου συγγενών και γειτόνων δεν ήταν έγκλημα ούτε βίτσιο, όπως σήμερα.
Ωστόσο, για ένα εξάχρονο αγοράκι με αυστηρή ανατροφή αυτό δεν σήμαινε και πολλά• μέσα στο χάος της αναβράζουσας κοσμοσυρροής, ο πιτσιρίκος, που έκλαιγε γοερά αναζητώντας τη μητέρα του χωρίς κανένας προς το παρόν να του δίνει σημασία, θα πρέπει να είχε την εμπειρία εκείνης της σκοτοδίνης που κυριεύει τα παιδιά όταν το γονεϊκό στήριγμα αποσύρεται ξαφνικά και μένουν μετέωρα μπροστά στο βάραθρο της εγκατάλειψης με την ακλόνητη εντύπωση ότι αυτή θα διαρκέσει για πάντα. Τελικά, ο Χορός της τραγωδίας ανασυντάχτηκε οδηγώντας και τον τρομοκρατημένο Ευγένιο στο επόμενο μόνιππο, που θα τον μετέφερε στο σπίτι του. Άγνωστον τι απέγινε ο μικρός Δεδόπουλος• αν ζούσε θα τον ρωτούσα. Και άγνωστον τι απέγινε ο Αθανάσαινας. Ο Ευγένιος, με εντολή του πατέρα του, του οποίου η συναισθηματική νοημοσύνη, εν γένει, ήταν πολύ χαμηλότερη απ’ ό,τι θα περίμεναν οι πιο αισιόδοξοι, στάλθηκε κατευθείαν να μείνει για ένα διάστημα με τους θείους του, στο αρχοντικό της οικογένειας Ασπιώτη, που ήταν γνωστό ως Villa Rosa και που, τώρα πια, καταρρέει μέρα με την ημέρα. Παρεμπιπτόντως, δεν μπορώ να κατονομάσω ούτε έναν Κερκυραίο που να μη λάτρευε τη θεία της Βάντας, την Μαρή Ασπιώτη, μετέπειτα διευθύντρια του British Council, απ’ την οποία είχα κι εγώ μυηθεί στις πρώτες αντιξοότητες της αγγλικής γραμματικής. Ποτέ δεν συνάντησα άνθρωπο με πιο πηγαία και χαριτωμένη συνείδηση της αξιοπρέπειας.
Απεναντίας, η Άπη αντλούσε την αξιοπρέπειά της απ’ τις συμφορές. Οι συμφορές τροφοδοτούν, ενίοτε, εκείνη την ψυχρότητα που απλώνεται πάνω στα ψυχικά αντικείμενα σαν μόλυνση κι εσύ έχεις την πολυτέλεια να διασχίζεις ασφαλής ένα απολιθωμένο σύμπαν, μακριά απ’ τις συγκινήσεις και τα νοήματα που τις παράγουν. Εξάλλου, από μια μεγάλη συμφορά η συχωρεμένη η Άπη μπορούσε να φτιάξει μια μικρή, γι’ αυτό και λένε ότι ουδέποτε ξανάνοιξε τα ανατολικά παράθυρα εκείνου του σπιτιού, αφού δεν άντεχε να αντικρίζει τη θάλασσα. Ο άγγλος ποιητής Τζιμ Ποττς, που είχε ζήσει στην Κέρκυρα, απέδωσε σ’ αυτή την πρόνοια έναν τόνο σπαραξικάρδιο• εντούτοις, όταν κλείνεις τα παράθυρα, ή απλώς τα μάτια, ώστε να πάψεις να βλέπεις κάτι που βρίσκεται μπροστά σου, αυτό το κάτι επανέρχεται πλαγίως, εισβάλλει στην εσωτερική σου ζωή από αφύλακτες διόδους και σε κυριεύει, εξού και σκέφτομαι πως η γυναίκα θα πρέπει να έζησε μέχρι τέλους βυθισμένη στην ύπουλη τρέλα των βουητών και των ψιθύρων μιας δολοφονικής θάλασσας, που ο ρόχθος της μιλούσε για μοχθηρία και εκδίκηση. Αν η Άπη άνοιγε τα παράθυρα, ίσως αυτή η απαστράπτουσα και μεθυστική νηνεμία των πρωινών νερών να της μιλούσε για το μυστικό ενός υπεράνθρωπου πένθους, που θα τελεσιδικούσε μόνον όταν το κόστος της ειλικρίνειας κατέληγε ανυπόφορο και τότε αυτή θα καταλάβαινε τι εννοούν όσοι υποστηρίζουν πως η ψυχή του νεκρού δεν αναπαύεται αν οι ζωντανοί δεν ξέρουν ποιον ακριβώς κηδεύουν. Μόνον η θάλασσα γνώριζε ποια υπήρξε στ’ αλήθεια η Βάντα ― όχι η Άπη. Επειδή, όπως γράφουν οι ποιητές, για να γνωρίσεις όντως κάποιον σε βάθος, πρέπει να τον σκοτώσεις. Αλλά η Άπη κράτησε τον θυμό της για τη θάλασσα ώς τη στιγμή που έπνεε τα λοίσθια στην Γενική Κλινική• πίστευε ότι αν τη συγχωρούσε θα έκοβε έναν απ’ τους πιο ανθεκτικούς δεσμούς με την Βάντα κι ότι το πένθος της θα έμενε ακυβέρνητο. Η πικρία της ήταν ένας τρόπος να προσεύχεται.
Ειπώθηκαν πάρα πολλά σχετικά με το συμβάν, τα μισά με χαλασμένο τηλέφωνο, ενώ τα υπόλοιπα αντιφάσκουν μεταξύ τους κατάφωρα ― οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις δεν πέτυχαν να συμφωνήσουν ούτε καν στην ηλικία της Βάντας ή στη διεύθυνση του σπιτιού της, πόσο μάλλον στο επάγγελμα του πατέρα της, που ήταν εντέλει σημαίνον στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας και αντιπρόσωπος της μπύρας Φιξ. Άφθονη σάλτσα προστέθηκε σε μια φανταστική συμπλοκή καρχαρία και βαρκά¬ρη¬δων με δάνεια απ’ τον Μόμπυ Ντικκ, μολονότι εκεί επρόκειτο για φάλαινα, και μάλιστα σεσημασμένη. Σε παρόμοια περιστατικά, οι μαρτυρίες είναι σαν ένας μπουφές με θαλασσι¬νά: διαλέγεις και παίρνεις. Ασφαλώς, ο υποτιθέμενος ισχυρι¬σμός του Αθανάσαινα ότι τον διέσωσε μια οκτάκωπος λίγο πριν τον κομματιάσει το θαλάσσιο τέρας ενθαρρύνει μια σειρά εύλογων αντιρρήσεων, και πρώτ’ απ’ όλα εξαιτίας της βεβαιότητας ότι κανένας κολυμβητής, οσονδήποτε γρήγορος, δεν θα κατόρθωνε να επιβιώσει απ’ τα δόντια ενός καρχαρία που τον καταδίωκε σε απόσταση αναπνοής με ταχύτητα 25 ναυτικών μιλίων την ώρα ― επιπλέον, για ναυπηγικούς και μόνον λόγους, καμμία αθλητική κωπηλατική λέμβος δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στην αναμέτρηση μ’ ένα τέτοιο θηρίο• ένας λευκός καρχαρίας βάρους τριών τόνων, αν τον εμπόδιζαν να αρπάξει τη λεία του, θα έκανε το ελαφρύ σκάφος και τα οκτώ κουπιά φύλλο και φτερό. Ούτως ή άλλως, οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται σε ψαράδες, που τους προτιμώ έστω και αν δεν ήταν οι μαθητές του Χριστού. Το κατά πόσον ο καρχαρίας συνέχισε να περιπολεί στην περιοχή, δεν ήμουν εκεί για να το ξέρω. Μήπως θα έπρεπε να τοποθετήσω τον εαυτό μου ανάμεσα στους ψαράδες όπως ο Ρέμπραντ όταν ζωγράφιζε την Καταιγίδα στη θάλασσα της Γαλιλαίας; Κατά τη γνώμη μου, το τεράστιο ψάρι απέφυγε να επιτεθεί στον νεαρό φοιτητή διότι κανένα ζώο δεν σκοτώνει για ευχαρίστηση όπως ο άνθρωπος• σκοτώνει μόνον για να προσλάβει τα απαραίτητα θρεπτικά εφόδια, προξενώντας την ελάχιστη δυνατή ζημία στην τροφική αλυσίδα ― το συγκεκριμένο αρκέστηκε στο πρώτο του θύμα και μόνον σ’ αυτό. Ακόμη και το ότι διάλεξε την Βάντα ίσως εξηγείται απ’ το γεγονός ότι το θηλυκό θήραμα αναγνωρίζεται απ’ τη βιολογική μνήμη σαν περισσότερο ευάλωτο. Κάποιοι το ερμήνευσαν με βάση τη διάδοση ότι το κορίτσι φορούσε κόκκινο μαγιό, είναι όμως σίγουρο ότι, είτε φορούσε είτε όχι, οι καρχαρίες δεν διακρίνουν τα χρώματα.



Αυτή η τάση να παρουσιαστεί η Βάντα σαν μια παραλλαγή της Κοκκινοσκουφίτσας, δηλαδή μιας αρχετυπικής ηρωίδας που κινείται ανεπίγνωστα προς κάποιον θανάσιμο κίνδυνο με όλα τα εμπιστευτικά συμφραζόμενα που αποδίδονται στο αίμα του γυναικείου κύκλου και στους δράκους που ενεδρεύουν πίσω από καθησυχαστικές προσόψεις, θα μπορούσε αναμφίβολα να συνδεθεί με μιαν άλλη φήμη, ιδιαίτερα κοινή στην Κέρκυρα των παιδικών μου χρόνων, σύμφωνα με την οποία οι δύο νέοι έκαναν έρωτα στο νερό και, με δεδομένο ότι για την Βάντα ήταν η πρώτη φορά, ο καρχαρίας, που περιφερόταν εκεί γύρω, προσκλήθηκε, υποτίθεται, μέσω της υπερφυσικής του όσφρησης, από τις εναιωρούμενες μικροποσότητες των αιμοσφαιρίων. Ο πουριτανικός χαρακτήρας μιας τέτοιας εκδοχής, που υπερασπίζεται απερίφραστα τη λογική του εγκλήματος και της τιμωρίας, μοιάζει ενοχλητικά έκδηλος, αλλ’ αυτό δεν είναι καμιά σημαντική ανακάλυψη• πιο κόσμιο θα ήταν να σκεφτούμε τους αφοπλιστικούς τρόπους με τους οποίους η εξέλιξη των λαϊκών θρύλων εμπλέκει, κατά τη διαμόρφωσή της, τα αιώνια εκείνα θέματα, το σεξ, την απαγόρευση και την καταδίκη, μ’ άλλα λόγια την πολιτισμική συνείδηση των ορίων του επιτρεπτού.
Από τότε, ή μάλλον απ’ το επόμενο καλοκαίρι, το 1952, αυτά τα διαφιλονικούμενα όρια κατοχυρώθηκαν, στο υλικό επίπεδο, με τα περίφημα «σύρματα», όπως τα λέγαμε, δηλαδή προστατευτικά μεταλλικά δίχτυα που υψώνονταν καθέτως απ’ τον πυθμένα ίσαμε την επιφάνεια με τη στήριξη πασσάλων, ώστε να διασφαλίζουν τα χωρικά ύδατα της πλαζ προς ανατολάς, από το βόρειο άκρο μέχρι το νότιο, όπου η θάλασσα κατέληγε να είναι και πάλι ρηχή και βραχώδης. Πρέπει να πω ότι διήρκεσαν περισσότερο απ’ ό,τι το τείχος του Βερολίνου, αν και κανένας καρχαρίας δεν εμφανίστηκε ξανά. Εντούτοις, τα παιδιά της γενιάς μου, δέκα χρόνια αργότερα, τον περίμεναν. Καθισμένα όπως στέκονται τα πουλιά στα καλώδια της ΔΕΗ πάνω στο ταλαντευόμενο συρματόσχοινο απ’ όπου κρέμονταν τα υποβρύχια εκείνα πλέγματα, λογομαχούσαν ζωηρά, και όχι δίχως τα αναγκαία περιστασιακά εγκώμια σε εξολοθρευτές καρχαριών και ναυαγούς, εξωτερικεύοντας συνάμα μια παιγνιώδη διάθεση για λικνίσματα του κέντρου βάρους, με το ζεστό νερό να πηγαινοέρχεται απ’ το ύψος του στήθος στο ύψος του αφαλού. Εκεί πληροφορήθηκαν ότι η θάλασσα είναι σύμμαχος ακριβώς χάρη σ’ αυτό που σου υπενθύμιζε πόσο επικίνδυνη θα μπορούσε να γίνει. Έτσι εξοικειώθηκαν οι παρέες με τον Ζήνωνα τον Ελεάτη και τη διφορούμενη έννοια του συνόρου• το σύνορο φανέρωνε αυτό που έκρυβε, εξού και, μπροστά στο σύνορο, ποτέ δεν ήξερες αν βρισκόσουν παγιδευμένος σ’ έναν περιφραγμένο χώρο ή αν, αντίθετα, σε είχαν κλείσει απ’ έξω. Ποτέ δεν μάθαινες αν ήσουν κρατούμενος ή εξόριστος, ανεπιθύμητος ή ποστατευόμενο είδος. Στην ξηρά, τα όρια θεωρούνταν υπερτιμημένα• πηδούσαμε πάνω από μάντρες, σκαρφαλώναμε στα κάγκελα των κήπων για να κλέψουμε φρούτα ή να κάνουμε φάρσες, κυνηγούσαμε ο ένας τον άλλον πάνω στις στέγες και τρυπώναμε λαθραία σε θερινά σινεμά κατά την προβολή ακατάλληλων ταινιών, όμως, στη θάλασσα, ακόμη και η ελάχιστη παραβίαση των «συρμάτων» προκαλούσε ένα ρίγος φόβου ― τόσο βαθειά ριζωμένες ήταν οι ηθικές και συγκινησιακές αντηχήσεις του θρύλου της Βάντας. Είκοσι χρόνια μετά, όταν χρειάστηκε να βουτήξω απ’ το φουσκωτό, εκτός «συρμάτων», κάπου κοντά στο σημείο του δυστυχήματος, με την ελπίδα ότι θα εντόπιζα ένα ρολόι καταδύσεων που είχε χαθεί στα φύκια, η ανατριχίλα εκείνης της σχεδόν αταβιστικής εγγραφής του κινδύνου στον ψυχισμό ήταν αισθητή, αν και ήμουν τριαντάρης. Στο γκριζοπράσινο ημίφως του βυθού, όπου η σιωπή έμοιαζε να διοχετεύεται μέσα από διαδρομές απόκοσμες και λαβυρινθώδεις, κάποιο τμήμα του ασυνειδήτου τελούσε σε επιφυλακή περιμένοντας τον Μινώταυρο.
Με την Βάντα νεκρή και τα όρια να κυμαίνονται ανεξέλεγκτα, μη έχοντας ακόμη εξημερωθεί, ο αντίκτυπος του γεγονότος ήταν όντως πρωτοφανής. Μεταφραζόταν σε ουρές επισκεπτών στο σπίτι του Πιέρρη για συλλυπητήρια, βροχή επιστολών και τηλεγραφημάτων, εκδηλώσεις συμπαράστασης απ’ τις Αρχές, από τον Δήμαρχο, απ’ τον Αρχιεπίσκοπο, απ’ τα Ανάκτορα, από βουλευτές και πάει λέγοντας• το θέμα συζητιόταν για μήνες, ενώ ένα πλήθος άρθρων και επιφυλλίδων δημοσιεύτηκαν σε όλα τα αθηναϊκά πρωτοσέλιδα. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να αναρωτηθεί για τις αιτίες αυτής της εκκωφαντικής ακροαματικότητας, αφού η επιμονή στο να λέμε ότι «ο θάνατος της Βάντας ήταν τραγικός» παραβλέπει τη διαπίστωση ότι εξίσου τραγικός είναι ο θάνατος οιουδήποτε παιδιού 16 ετών, πόσο μάλλον για τους γονείς του, ανεξαρτήτως του αν οφείλεται σε ασθένεια του μυελού των οστών ή σε σύγκρουση φορτηγού με Ι.Χ. Αυτό το ερώτημα με παρακινεί να συμπεράνω ότι, τελικά, οι σκηνικές οδηγίες που διευθετούν την εκτύλιξη του δράματος της Βάντας δεν υπαγορεύονται απ’ την τραγωδία αλλά μάλλον απ’ το σινεμά. Δεν ήταν τόσο τραγικός ο θάνατος της Βάντας όσο, πρωτίστως, κινηματογραφικός. Για την ανέμελη μεταπολεμική εικοσαετία στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου, το σινεμά δεν ήταν απλώς μια εμπορική καινοτομία αλλά κυρίως μια θρησκευτική και τεχνολογική μεταρρύθμιση που άλλαξε τους όρους της οπτικής, ήταν μια επανάσταση στις μυσταγωγίες του συλλογικού φαντασιακού, ένας καινούργιος τρόπος να βλέπεις ― η κατανάλωση, η διαφήμιση, οι μόδες, ο τουρισμός, η διαχείριση των αναμνήσεων του πολέμου και η ευτυχία της απελευθέρωσης απ’ τους αναχρονισμούς, όλα, μα όλα, λογοδοτούσαν στο κινηματογραφικό Δίκαιο, του οποίου η θεμελιώδης νοοτροπία συνέπιπτε με την πεποίθηση ότι, αν αποτύγχανες να ανταποκριθείς σε μια ορισμένη πρό¬κληση, δεν πείραζε και πολύ, θα ξαναγυρίζαμε τη σκηνή ή θα την κόβαμε στο μοντάζ. Προοδευτικά επιταχυνόμενο μέσα από ιλίγγους και όνειρα πτήσης, μέσα από πρωθύστερα, στρευλωτικούς χειρισμούς της κανονικότητας και υποσχέσεις για απεριόριστες δυνατότητες στην κατά βούλησιν ανακατανομή ση¬μα¬σιών και εικόνων, το κινηματογραφικό μοντάζ έφερνε μια νέα κατανόηση του χρό¬νου και, ως τέτοιο, μας άφηνε μαγεμένους ― το όριο ήταν επιτέλους υπό έλεγχο.
Δεν ξέραμε βέβαια ακόμη τότε ότι ο έλεγχος, βαθμηδόν, θα εκμηδένιζε κάθε όριο και μαζί κάθε προοπτικη νοηματοδότησης του χρόνου και του πένθους• μας αρκούσε ότι μπορούσαμε να δράσουμε εκτός ημερησίας διατάξεως δίχως τον φόβο των τεράτων του βυθού εφόσον τα τέρατα έβρισκαν πια τη θέση τους κατειλημμένη απ’ τις περιφερόμενες φωτοσκιάσεις των αντιγράφων τους. Στην επόμενη προβολή, η Βάντα ίσως επέστρεφε βγαίνοντας απ’ τη θάλασσα μ’ ένα μεγάλο κοχύλι στο χέρι της όπως η Ούρσουλα Άντρες στο Τζαίημς Μποντ εναντίον Δόκτορος No τουναντίον, εμείς είχαμε προσλάβει το αίνιγμα της χρονικότητας σαν αφήγηση, πα’ να πει σαν μιαν αλληλουχία από συνειρμούς που συνέδεαν μεταξύ τους τα στάδια της ζωής μας ως ανάμνησης. Όμως αυτός ο ρεμβασμός, αυτή η ονειρώδης αντανάκλαση του ενεστώτα στον υπερσυντέλικο ήταν δίκοπο μαχαίρι, γιατί μας έδειχνε πως η ζωή ήταν μια συνθήκη που μπορούσε να ικανοποιηθεί εξίσου απ’ τις διαθλάσεις και τις ειδωλοφάνειες, και συνεπώς το να επιδιώκεις στο έπακρο τη γνησιότητα του ζην πολύ απείχε πλέον απ’ το να είναι μονόδρομος., όμως γι’ αυτή την επιστροφή απ’ τους νεκρούς θα κατέβαλλε το κόστος τού να μην είναι πλέον η ίδια εκατό τοις εκατό πραγματική. Είμαστε ανέκαθεν αιχμάλωτοι στην υλικότητα της μοίρας μας, αλλά το σινεμά μάς δελέασε με την ιδέα ότι θα πετυχαίναμε την απόλυτη εκμετάλλευση αυτής της υλικότητας μόνον αν δεχόμαστε να την αποποιηθούμε. Δεν ήταν τυχαίο ότι διδαχτήκαμε την ευρωπαϊκή Ιστορία από το Χόλλυγουντ• το κινηματογραφικό πείραμα μας επέτρεψε να αποστασιοποιηθούμε και άρα να αφομοιώσουμε μιαν εξιστόρηση επαρκώς ενδελεχή και τρισδιάστατη. Για τα σημερινά παιδιά, που γαλουχήθηκαν με το Διαδίκτυο, όπου ο χρόνος αποδεικνύεται ανύπαρκτος κι όπου δεν γίνεται να αποστασιοποιηθείς διότι, ακριβώς, το Διαδίκτυο περιλαμβάνει εξ ορισμού τους πάντες και τα πάντα ―, γι’ αυτά τα παιδιά, η γνώση του ότι ο Νεύτωνας προηγείται του Σούμπερτ δεν είναι δεδομένη ούτε αυθόρμητη. Τουναντίον, εμείς είχαμε προσλάβει το αίνιγμα της χρονικότητας σαν αφήγηση, πα’ να πει σαν μιαν αλληλουχία από συνειρμούς που συνέδεαν μεταξύ τους τα στάδια της ζωής μας ως ανάμνησης. Όμως αυτός ο ρεμβασμός, αυτή η ονειρώδης αντανάκλαση του ενεστώτα στον υπερσυντέλικο ήταν δίκοπο μαχαίρι, γιατί μας έδειχνε πως η ζωή ήταν μια συνθήκη που μπορούσε να ικανοποιηθεί εξίσου απ’ τις διαθλάσεις και τις ειδωλοφάνειες, και συνεπώς το να επιδιώκεις στο έπακρο τη γνησιότητα του ζην πολύ απείχε πλέον απ’ το να είναι μονόδρομος.
Έτσι, ο θάνατος της Βάντας δεν ήταν τόσο ένας δήμιος όσο ένας σκηνοθέτης. Ο θάνατος ενδιαφερόταν, αίφνης, για το ότι η κοπέλα είχε γαλάζια μάτια. Ενδιαφερόταν για το ότι ο πατέρας της ήταν εραστής της βαρόνης Δωροθέας ντε Ροπ, τυχοδιώκτριας, κατασκόπου και παλλακίδας του βασιλιά της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου, ή για το ότι ο παππούς του παππού της (που ήταν και παππούς του παππού του Φίλιππου) είχε χρηματίσει προσωπικός γιατρός του Μαξιμιλιανού Α’, αυτοκράτορα του Μεξικού, μια σουρεαλιστική νότα στις βελούδινες ταπισερί ενός κόσμου που λειτουργούσε σαν αίθουσα απωλεσθέντων. Για να μην πούμε και για τη φιλία των θείων της με τον βασιλιά Παύλο, ο οποίος, μόλις πατούσε στην Κέρκυρα, έσπευδε στην Villa Rosa να τους επισκεφτεί. Μα τι συζητούσαν αυτοί οι άνθρωποι; Ίσως για τα ερείπια του πολύκλαυστου βιομηχανικού κολοσσού της Ασπιώτη-ΕΛΚΑ, όπου εργαζόταν άλλωστε και ο δικός μου παππούς, ο χαράκτης Κωνσταντίνος Δαμίρης, ίσως πάλι για την κρίση στο Σουέζ ή για το περιβόητο εντομοκτόνο DDT, που η ελληνική Αυλή θεωρούσε κατάλληλο για αεροψεκασμούς σε ευρεία κλίμακα ― αν ήμουν κουνούπι θα ανησυχούσα! Ένα μείγμα μεγαλοπρέπειας και παλαιομοδίτικου lifestyle, ραδιουργιών και κοκτέιλ πάρτι κάτω απ’ τα πεύκα, θα τροφοδοτούσε την έμπνευ¬ση κάθε επαγγελματία σεναριογράφου του μέλλοντος και οι ο¬πε¬ρᬬτέρ δεν θα έπλητταν ποτέ. Οι νησιωτικοί παράδεισοι στο φως του καλοκαιριού, τα πλουσιοκόριτσα, οι εραστές, οι αμαξάδες, οι υπάλληλοι των Ανακτόρων και οι οικογενειακοί θυρεοί, τέλος οι καρχαρίες που έρχονταν απ’ το Γιβραλτάρ ακολουθώντας κρουαζιερόπλοια ή φορτηγά, όλ’ αυτά σ’ ένα διάσημο θέρετρο όπως η Κέρκυρα της δεκαετίας του ’50 τι άλλο πρόσφεραν στο μουδιασμένο έθνος αν όχι μια γενναία δόση εξωτικών ονειροπολήσεων, δηλαδή κινηματογράφου; Και τι άλλο ήταν ο κινηματογράφος, στην αυγή του ψυχρού πολέμου, αν όχι ένα όραμα που μιλούσε για τον εφησυχασμό και τις παραπλανητικές μεταμορφώσεις του Κακού, γι’ αυτό το τερατώδες Πράγμα που φωλιάζει στα βάθη της φυσικότητας, απωθημένο πίσω απ’ τις ειδυλλιακές αναπαραστάσεις της καταναλωτικής ευζωίας; Λίγο αργότερα, κάτι τόσο βάρβαρο όσο μια πυρηνική δοκιμή στην Γαλλική Πολυνησία θα μπορούσε να κινηματογραφηθεί στο απαράμιλλο σκηνικό μιας ατόλης με απέραντες αμμουδιές και κοκκοφοίνικες. Αυτό ακριβώς το δέος, αυτή η ιερόσυλη φρίκη που καιροφυλακτεί στην καρδιά της Εδέμ ήταν το οξύμωρο που τόσο ανάγλυφα εικονογραφούσε η παραβολή του καρχαρία και της Βάντας, και που το σινεμά είχε ενσωματώσει στον δικό του φυσιολατρικό λυρισμό, ο οποίος ήταν πάντα, κατ’ ουσίαν, ένας λυρισμός του εγκλήματος.
Όντας παιδιά, παρακαλούσαμε να μας δοθούν δωρεάν εισιτήρια για την ουτοπία, ενώ ήδη τη ζούσαμε δίχως να το συνειδητοποιούμε, όμως τη ζούσαμε με τον αόριστο φόβο της τιμωρίας και της διάψευσης, οπότε ξαναγυρίζαμε στα «σύρματα», που διχοτομούσαν το σύμπαν χωρίζοντας το Κοινό από τη σκηνή, ώστε οι κατάρες του παρελθόντος να υπαχθούν σε συμβολικό έλεγχο κι εμείς να μπορέσουμε επιτέλους να υποδυθούμε καινούργιους, φωτεινούς ρόλους στο θέατρο των εξαρτήσεών μας από τους άθλους και τις πανωλεθρίες. Τον Αύγουστο, στην Κέρκυρα, μπορούσες να ξορκίζεις το Κακό φορώντας βατραχοπέδιλα. Μετά την Βάντα, σ’ εκείνες τις εκπληκτικές αλλά πλέον επίφοβες παραλίες όπου έκαναν κάποτε διακοπές οι θεοί, είμαστε όλοι ηθοποιοί.
Έκτοτε επιβιώναμε σαν πλάσματα του μεταιχμίου, επιβιώναμε στη μεθόριο μεταξύ ημέρας και νύχτας, τουτέστιν εκεί όπου ξεκινά η προβολή της ταινίας στα θερινά. Προσπαθούσαμε να αμυνθούμε απέναντι σ’ αυτό που μας είχε συνεπάρει με τη γοητεία του. Κατά βάθος δεν φοβόμαστε τους καρχαρίες αλλά τον ίσκιο της Βάντας. Στα χρόνια του ’60, οι γειτονιές ήταν γειτονιές του λυκόφωτος κι έτσι η αίσθηση των αποστάσεων που έπρεπε να τηρήσουμε απ’ την ελευθερία και τον νόμο είχε την τάση να παραπαίει ανάμεσα στον παλιό κόσμο και στον επερχόμενο, ανάμεσα στα αυθεντικά γεγονότα και στις προσομοιώσεις, ανάμεσα στις εντάσεις της αληθινής ζωής και στην ευφορική διέγερση που πυροδοτούσε κάθε τι το δυνητικό ― η ψυχή μας θα αρρώσταινε, σύντομα, διότι δεν θα μπορούσε να μετατρέψει εκείνη την αμφιταλάντευση σε πλεονέκτημα. Η ψυχή δεν καταδεχόταν να διαβάσει την αμφισημία μεταφορικά και την αντιλαμβανόταν κυριολεκτικά, σαν σύγχυση και αδιέξοδο. Μήπως αυτό δεν εξηγεί το γιατί ο κινηματογράφος και η ψυχανάλυση αναδύθηκαν την ίδια στιγμή; Στα μέσα του 20ού αιώνα τα σύμβολα αποδεσμεύτηκαν απ’ τις παλιές σκοπιμότητες και, πριν τα σαρώσει ολοκληρωτικά ο πληθωριστικός μηδενισμός της εποχής μας, ζούσαν μια τελευταία πρωτότυπη άνθηση, ένα ύστατο επεισόδιο μαγικού επανασχεδιασμού της πραγματικότητας πριν απ’ το όργιο που θα επακολουθούσεΈκτοτε επιβιώναμε σαν πλάσματα του μεταιχμίου, επιβιώναμε στη μεθόριο μεταξύ ημέρας και νύχτας, τουτέστιν εκεί όπου ξεκινά η προβολή της ταινίας στα θερινά. Προσπαθούσαμε να αμυνθούμε απέναντι σ’ αυτό που μας είχε συνεπάρει με τη γοητεία του ― όμως εμείς τα αφήσαμε στην τυχη τους. Ίσως η Βάντα να μην υπήρξε ποτέ• ίσως να’ναι ένα από κείνα τα πρόσωπα που υπήρξαν και δεν υπήρξαν ταυτόχρονα, όπως η Παριζιάνα της Κνωσού ή η ξανθιά στο πακέτο των τσιγάρων Santé.
Μέσα στο άδειο φέρετρο, την ημέρα της κηδείας, έβαλαν μόνον την κοτσίδα της.
(Πρώτη δημοσίευση, Lifo 25-8-2021. Η φωτογραφία της Βάντας Πιέρρη, είναι από το βιβλίο του Ευγένιου Πιέρρη και του Μάκη Φωκά «Γιατί ήμουν εγώ, γιατί ήταν εκείνος» εκδ. Φερενίκη).

(Δεύτερη δημοσίευση 3 Σεπτεμβρίου 2021, στο λογοτεχνικό ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ του Ευριππίδη Κλεοπα).