Μνήμη Νίκου Πρέσσα
Ευγένιος Αρανίτσης
24 Ιανουαρίου 2020
/ 19:23
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ. Την εποχή που η NASA έστελνε την πρώτη επανδρωμένη αποστολή στο φεγγάρι, οι τόποι εδώ στη Γη, και ειδικά στη δική μας γη, εξακολουθούσαν να διατηρούν μια σχέση μαγικής αλληλεπίδρασης με τους ανθρώπους που τους κατοικούσαν ή τους διέσχιζαν - οι τόποι αντικατόπτριζαν ένα αινιγματικό υπόλειμμα από την άλω των ψυχών.
Ακόμη σήμερα, τα καλοκαιρία, στο μυθικό εκείνο τρίγωνο που σχηματίζεται απ’ την προβλήτα του Ναυτικού Ομίλου και τη μεγαλοπρεπή ραχοκοκαλιά του παλαιού ενετικού φρουρίου, μπορείς ν’ ακούσεις να αντηχούν σιωπηλά οι προσευχές των ιστιοπλόων του παρελθόντος για μιαν έγκαιρη και δυναμική αφύπνιση του μαΐστρου απ’ τον πρωινό του λήθαργο. Εκείνα τα χρόνια, ο συγκεκριμένος αγέρας δεν σε απογοήτευε ποτέ. Στιλπνός και αναζωογονητικός, σχεδόν εξιλαστήριος, σηκωνόταν εντέλει στην καρδιά της αιθρίας του τοπίου καθημερινά, δίχως εξαίρεση, γύρω στις δύο το μεσημέρι (καμιά φορά, ακριβώς στις δύο, σαν σε ραντεβού!), προελαύνοντας με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, περίπου στη διαδρομή που είχαν κάποτε ακολουθήσει τα καράβια των Ενετών. Η κυκλοθυμία των εντάσεων αυτού του ανέμου, ο τρόπος που οι σπιλιάδες κατέληγαν σε δαντέλλες και λαβυρίνθους από ελισσόμενες ριπές οξυγόνου και χαμηλά λευκά κύματα έκανε την πλοήγηση των μικρών σκαφών μιαν απαιτητική τέχνη για τους εκλεκτούς. Ετυμολογικά, το όνομα μαΐστρος παραπέμπει στην ιδιότητα του ηγεμόνα, του κυρίαρχου, του μέγιστου μεταξύ των αρχόντων. Τα παιδιά έκαναν ουρές για να δηλώσουν υποταγή σ’ αυτήν την ευεργετική κυριαρχία του Αιόλου πάνω στη ζωή τους και οι ψυχές τους στέγνωναν σαν τα ρούχα στο σύρμα. Εκεί, το κοσμοπολίτικο όνειρο μιας Μεσογείου γεμάτης απ’ τα πανιά και τα μπαλόνια μικρών και μεγάλων ιστιοπλοϊκών που εμφανίζονταν ή έσβηναν στο εκτυφλωτικό γαλάζιο του Ιουλίου είχε βρει έναν φανατικό σταυροφόρο και ιεροκήρυκα, του οποίου η σταθερή παρουσία ήταν για μας, τα παιδιά που ανατραφήκαμε με τους ανέμους της περιοχής, αληθινή ευλογία.
Δεν το συνειδητοποιούσαμε τότε αλλά, τώρα πια, η θλίψη απ’ την απώλεια του Νίκου Πρέσσα, που πέθανε σαν αυτές τις μέρες, πριν από δυο χρόνια, διατηρεί μια γεύση επώδυνης και συνάμα τρυφερής νοσταλγίας για τις δυνατότητες ενός κόσμου
που χάθηκε μαζί με τη συγκίνηση των θαλάσσιων παιγνιδιών και τις συνταρακτικές παιδικές φιλίες, οι οποίες αντλούσαν απ’ τα νερά αυτό το περίσσευμα της αγαθής τύχης σαν να ’ταν κάτι φυσικό και τετριμμένο. Διότι οι ψυχικές εκείνες περιπέτειες ήταν το δώρο κάποιων εξαιρετικών περιστάσεων που, εντούτοις, τις θεωρούσαμε αυτονόητες.
Από αριστερά Κατερίνα και Βασίλης Σγούρος, Πογιάγος, Ν. Πρέσσας, Μάκης Ρώσσης και Λένα Βραδή/Ρώσση και Βαγγέλης και Αιμιλία Κατσιμίδη, σε εκδήλωση στο εντευκτήριο του ΝΑΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του '80.
Μεροληπτικά, κάνω λόγο για παιγνίδια κι όχι για αθλήματα, αναφερόμενος κυρίως στις δικές μου ιδιοσυγκρασιακές κλίσεις, γιατί παρά την θερμή και αδιάλειπτη συμμετοχή μου στις δραστηριότητες του Ιστιοπλοϊκού Τμήματος του Ομίλου και παρά τις χιλιάδες ώρες που ξόδεψα μέσα σε σκάφη τύπου 420 (κι όχι μόνον), τέλος, παρά τις ηρωικές εμπειρίες που υπόσχεται ο μαΐστρος όταν περάσει το κατώφλι των 6 μποφόρ, δεν υπήρξα ποτέ πραγματικός αθλητής, ενώ το ένστικτο του ανταγωνισμού, μέσα μου, δεν ήταν διόλου ετοιμοπόλεμο. Η αιματηρή και σκληραγωγημένη γοητεία του πρωταθλητισμού με άφηνε μάλλον αδιάφορο. Δεν μ’ ένοιαζε ιδιαίτερα η οποιαδήποτε νίκη, ενδιαφερόμουν πρωτίστως για τη συναναστροφή με τους συνομηλίκους μου, για τα ξεσπάσματα της θυμηδίας και, όχι λιγότερο, για τις δοσοληψίες με τη θάλασσα, που τη λάτρευα. Ένα καταγωγικό αίσθημα φυσικής ορφάνιας, μέσα μου, παρηγορούνταν με τον εναγκαλισμό αυτής της δεύτερης, ιστιοπλοϊκής οικογένειας, στην κεφαλή της οποίας ο Νίκος έπαιζε
τον ρόλο ενός αξιαγάπητου, κάπως τρελούτσικου πατέρα, ενώ τα παιδιά απολαμβάναμε τα στοιχήματα και τις εξάψεις μιας αδελφικής αλληλεγγύης που δεν θα ήταν εντελώς άστοχο να τη χαρακτηρίσω συνωμοτική.
Έτσι, αντίθετα απ’ τον φίλο μου τον Κώστα Πρίφτη, που ήταν ίσως ο σημαντικότερος έλληνας αθλητής ιστιοπλοΐας τριγώνου που χειρίστηκε το πηδάλιο δυτικά του 20ού μεσημβρινού, δεν θα ταλαιπωρούσα και πολύ τον εαυτό μου με τα προβλήματα τακτικής των αγώνων, γιατί ήμουν αποκλειστικά προσανατολισμένος στις ευκαιρίες για ανάπτυξη της συντροφικότητας, στην ευτυχία που χαρίζει το πλανάρισμα στο κύμα και στις εκκρίσεις αδρεναλίνης εφόσον τα πράγματα αγρίευαν.
Ακόμη και στην απόλυτη, νεκρική μπουνάτσα των πρωινών του καλοκαιριού, όταν η θαλάσσια επιφάνεια γινόταν ένα υπέροχο αρραγές καθρέφτισμα του ουρανού που άχνιζε απ’ τη ζέστη, αναγνώριζα μάλλον την ομορφιά ενός παραδείσου, παρά την έλλειψη προϋποθέσεων για το χιλιοστό επεισόδιο πυρετώδους προπονητικής ικανοποίησης. Ο Κώστας, που κυριολεκτικά μου έσωσε κάποτε τη ζωή σ’ ένα μπατάρισμα με δυνατό σιρόκο σ’ εκείνη τη δολοφονική ξέρα έξω απ’ το Corfu Palace, είχε όλα τα εφόδια για να πετύχει σε μια διεθνή καριέρα ιστιοπλόου, και θα το κατόρθωνε ίσως αν είχε εγκατασταθεί από νωρίς στο Τουρκολίμανο ή δεν ξέρω σε ποιο άλλο κέντρο θαλάσσιων σπορ του εξωτερικού, προτίμησε όμως να παραμείνει στην Κέρκυρα, όπου οι συγκυρίες του πρόσφεραν το προνόμιο να νιώθει, κάθε πρωί, ότι ο κόλπος της Γαρίτσας ήταν το αυθεντικό λίκνο της αθλητικής και συναισθηματικής του ζωής. Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο που να υποπτεύεται και να συλλαμβάνει ταχύτερα απ’ ό,τι αυτός την απειροελάχιστη αλλαγή στις
διαθέσεις του καιρού - η ευαισθησία του στη συνομιλία με τον αγέρα και τα ρεύματα του νερού ήταν κάτι εφάμιλλο της σωματικής του αντοχής και ευελιξίας σ’ εκείνα τα χρόνια της νιότης και, πιθανόν, πολύ αργότερα.
Από αριστερά, Κ. Πρίφτης, Ν. Πρέσσας, Ν. Αρώνης
Όπως κι αυτός ή εγώ, έτσι κι οι υπόλοιποι της γενιάς μας, ο στιβαρός και ατίθασος Μιχάλης Βλάχος, ο Προκόπης Τσιριγκάκης, ο Σπύρος Βαλμάς, ο Γιώργος Ναθαναήλ και τόσοι άλλοι, συν τους αμέσως νεότερους που προσηλυτίζονταν καθημερινά, ξέραμε ότι εκείνη η άνθηση της ιστιοπλοϊκής υπόθεσης δεν θα σημειωνόταν χωρίς την καθοδήγηση του Νίκου, που μας παρακολουθούσε, με μια δόση νευρικότητας πάντα, αλλά γενικά αισιόδοξος, απ’ την είσοδο του λεμβαρχείου ή απ’ το κιγκλίδωμα του πεζοδρομίου της παραλιακής, αιωρούμενος δεκάδες μέτρα πάνω απ’ τις εγκαταστάσεις του Ομίλου, σαν άγγελος ή στρατηγός σε κάποιο ύψωμα στο Βατερλώ. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσεις σ’ έναν σημερινό 15χρονο την αγάπη που τρέφαμε για κείνο το είδος ζωής: τώρα πια, τα πιτσιρίκια εξοικειώνονται με τη θάλασσα μέσα στα Optimist λες και πρόκειται για μάθημα πληροφορικής, 4 με 7 το απόγευμα, Τρίτη και Παρασκευή – μάλιστα, το να σε πηγαινοφέρνουν οι γονείς, για να τηρείται το πρόγραμμα σε εναρμόνιση προς τη λογική του politically correct, δεν είναι καθόλου ντροπή. Όπως όλα τα θαυμαστά αντικείμενα έτσι και η ιστιοπλοΐα γίνεται πλέον αντιληπτή απ’ τη σκοπιά μιας αμιγώς τεχνικής ενασχόλησης και στριμώχνεται, σαν ένα εκπαιδευτικό απεριτίφ, κάπου ανάμεσα στα σχολικά καθήκοντα και στις αποχαυνωτικές δοσοληψίες του Facebook. Δεν εξελίσσεται σε τρόπο ζωής, ούτε διδάσκει τους κλασσικούς αφοπλιστικούς ελιγμούς της παρεΐστικης αμοιβαιότητας. Στις μέρες μου, όταν δόξα τω Θεώ δεν υπήρχαν ούτε κινητά ούτε Ίντερνετ, το να σχετίζεσαι μ’ έναν αντικείμενο δίχως να το ερωτεύεσαι έμοιαζε αδιανόητο: αυτός ειδικά ήταν ο έρωτας που έβρισκε την έκφρασή του στον χαρακτήρα του Νίκου, ένα ανυποχώρητο πάθος για οτιδήποτε αφορούσε τα ιστιοφόρα, τον χειρισμό τους και την τεχνολογία τους.
Η παροιμιώδης προσοχή που αφιέρωνε στην κάθε ξεχωριστή λεπτομέρεια του ιστιοπλοϊκού σκηνικού, τον υποχρέωνε να περιφέρεται αενάως όπως τρέχει το χάμστερ μέσα στον τροχό του, θέλοντας να φτιάξει εκείνο, να διορθώσει αυτό, να βελτιώσει το παρά δίπλα, να προσαρμόσει τα πάντα στο ιδανικό μιας άψογης λειτουργίας, έχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα του στραμμένο στα ανοιχτά της θάλασσας όπου η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του σ’ εμάς δοκιμαζόταν απ’ το ενδεχόμενο κάποιου ατυχήματος.
Το γεγονός ότι είχε θητεύσει ο ίδιος στο επάγγελμα του ηλεκτρολόγου (ερασιτεχνικά και του μηχανολόγου) ήταν κάθε άλλο παρά συμπτωματικό - στη δουλειά του, στο εργοστάσιο του Δαλιέτου, είχε τη φήμη ότι μπορούσε να εγγυηθεί την επίλυση οιουδήποτε ζητήματος: αρκούσε να τον φωνάξεις και δεν θα παρέδιδε τα όπλα αν η αντιξοότητα δεν υποχωρούσε ηττημένη από τα δάχτυλά του. Ανεξαρτήτως αυτού, το άγγιγμα εκείνων των δαχτύλων είχε κάτι το καλλιτεχνικό και θυμάμαι καθαρά την ιδιαίτερη αίσθηση στοργικής μέριμνας που τον συνέδεε με τα μυστήρια και τις αντιδράσεις των υλικών - επεξεργαζόταν το ξύλο ή τον πολυεστέρα σαν γλύπτης ή μουσικός, δίχως ίχνος βίας ή εκνευρισμού, με μια στωική και σοφά εξασκημένη υπομονή απέναντι στις δυσκολίες των ποικίλων προβλημάτων και ελλείψεων. Συνελάμβανε τις αστοχίες του υλικού με το αφτί και συντονιζόταν αυτομάτως με τους περιορισμούς του κάθε ξεχωριστού θέματος που προέκυπτε - ήταν εξάλλου ιδιοφυία στις ευρεσιτεχνίες και στις λύσεις εκτάκτου ανάγκης.
Για τον Πρέσσα, το ίδιο το σύμπαν δεν λειτουργούσε επί τη βάσει νόμων, λειτουργούσε με πατέντες, αιώνιες και κομψές. Κι όταν ρυμουλκήσαμε στη στεριά εκείνο το εγκαταλελειμμένο Corsair, αγνώστου προελεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος, που επέπλεε ξυλάρμενο στο κύμα, σε απόσταση ενός μιλίου απ’ τον Όμιλο, το επιδιόρθωσε στην εντέλεια δουλεύοντας για εβδομάδες με ευλάβεια ωρολογοποιού, προσεγγίζοντας κάθε μία απ’ τις ζημιές με την οξυδερκή και ενστικτώδη φροντίδα με την οποία ένας γιατρός του παλιού καιρού, άξιος
του ονόματός του, θα άγγιζε τις εκδορές και τις θλάσεις. Κατά τα λοιπά, σ’ εκείνη την ηλεκτρισμένη λιμνοθάλασσα, ανάμεσα στον Όμιλο, στο πέταλο του Ανεμόμυλου και στα βουνά της Ηπείρου που, αναλόγως της ορατότητας, πλησίαζαν ή απομακρύνονταν ζωγραφισμένα στον ορίζοντα, ο Νίκος Πρέσσας ήταν ας πούμε ο γονέας που ξαγρυπνούσε ώστε να μπορούμε εμείς, τα παιδιά, να ονειρευόμαστε τις μάχες μας με τα κύματα, αληθινές ή φανταστικές. Διαισθανόμαστε ότι μας είχε υιοθετήσει όχι απλώς με την ανωτερότητα ενός μέντορα, αλλά επειδή ενσαρκώναμε, γι’ αυτόν, την ιδανική εκδοχή εκείνης της μικροσκοπικής κοινότητας, που ήταν παράλληλα μια ιστιοπλοϊκή ουτοπία στο κέντρο του χάρτη της Μεσογείου. Είχε, κατά βάσιν, το χάρισμα ενός οραματιστή. Τον θυμάμαι να δονείται από ένα πνεύμα ακαταμάχητης διέγερσης όταν μιλούσε γι’ αυτά τα πράγματα – η σκέψη του ήταν πάντοτε αφοσιωμένη στο άνοιγμα, στην εξωστρέφεια και στην ευπροσήγορη υποδοχή του ξένου στοιχείου, χάρη στο οποίο (ήλπιζε ότι) θα μεταφέρονταν ώς εδώ οι ευρωπαϊκές πολιτισμικές και αθλητικές συμπεριφορές. Ο Νίκος θα ’θελε να μεταμορφώσει την κερκυραϊκή ακτογραμμή σ’ ένα περιδέραιο από μαρίνες και σχολές ιστιοπλοΐας, ονειρευόταν ένα δάσος από κατάρτια. Πίστευε ότι η ιστιοπλοΐα ήταν η ουσία του κοσμοπολιτισμού και η ιδέα του για την Κέρκυρα συμφωνούσε απόλυτα μ’ αυτό που η Κέρκυρα όντως υπήρξε τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’60, δηλαδή ένας πλανήτης που ανήκε στον ίδιο αστερισμό με το Μονακό, την Ίμπιζα, την Βαλλέττα και τις πόλεις της ιταλικής Ριβιέρας. Αυτή η αντίληψη, στον αντίποδα της αυστηρά «ελληνοπρεπούς», αγοραφοβικής και αφιλόξενης στάσης ορισμένων παραγόντων του Ναυτικού Ομίλου, τον κρατούσε αιχμάλωτο στην επιρροή των πλεονεκτημάτων ενός εκλεκτού τουρισμού, σαν αυτόν που γνώριζε το νησί μας μέχρι τότε, εξ ορισμού ευνοϊκού προς τον διεθνισμό των ιστιοπλοϊκών διοργανώσεων και το εγκάρδιο καλωσόρισμα πληρωμάτων και σκαφών με όλες τις σημαίες του κόσμου.
Για τον Νίκο, η έννοια της μαρίνας ήταν συνώνυμη με την ανταλλαγή πολιτισμικών αγαθών: η ανάμειξη των ανθρώπων και των εμπειριών τους υπό την αιγίδα του ιστιοπλοϊκού ιδεώδους αποτελούσε τη θεραπεία για μια σειρά από δεινά που είχαν ήδη αρχίσει να συσσωρεύονται απ’ την κακώς εννοούμενη εντοπιότητα και τον βλακώδη επαρχιωτισμό των γυμναστικών επιδείξεων και της χουντικής ηθικοπλαστικής προπαγάνδας ενάντια στους έξωθεν πειρασμούς. Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε λόγου χάριν με τον μακαρίτη τον Τάσο Σαβανή, του Κωπηλατικού Τμήματος, που ήταν μια απ’ τις ισχυρές φωνές του Ομίλου στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ’70 και ο οποίος δεν είχε την παραμικρή όρεξη να βλέπει κότερα και γιωτ δεμένα στην προβλήτα, μια και τα θεωρούσε σαν αντιπερισπασμούς στη αυτοσυγκέντρωση των αθλητών, αν όχι και σαν εστίες μόλυνσης, ο Πρέσσας πετούσε τη σκούφια του παρακολουθώντας να πυκνώνουν οι γιορταστικοί σημαιοστολισμοί των αφίξεων και ερωτοτροπούσε κρυφά με την εντύπωση ότι τα ρεκόρ ελλιμενισμών, τον Αύγουστο, ήταν δικό του έργο, αποκλειστικά, και
διά μαγείας.
Όταν ο Γιώργος Κατσαΐτης έγραψε, πέρσι, στο επικήδειο σημείωμά του, ότι ο Νίκος «είχε χτίσει το καινούργιο λεμβαρχείο του ΝΑΟΚ με τα χέρια του», δεν υπερέβαλλε (μόνος του άλλωστε είχε φτιάξει εξ ολοκλήρου το εξοχικό του σπίτι στον Άη Γιώργη). Ο Έφορος του Ιστιοπλοϊκού διέθετε έναν πολύ επίμονο και συνάμα καλοσυνάτο τρόπο, άλλοτε παραπονιάρικο, άλλοτε χιουμοριστικό, για να στρατολογεί τους διπλανούς του επικαλούμενος τον δήθεν κατεπείγοντα χαρακτήρα κάποιου εγχειρήματος, και με θυμάμαι, μαζί με τον Μιχάλη τον Βλάχο και άλλους, να μεταφέρουμε, υπό βροχήν, τσιμέντο και τούβλα με το καρότσι της οικοδομής, την καρέτα όπως τη λέγαμε, ενώ ο Νίκος, σκαρφαλωμένος στο παραπέτο, επέβλεπε το εργοτάξιο αυτοσχεδιάζοντας κάθε είδους αστεϊσμούς ώστε να διατηρείται ακμαίος ο εθελοντικός μας οίστρος. Φρόντισε ο ίδιος προσωπικά για τα πάντα, απ’ την εκσκαφή των θεμελίων και την εξασφάλιση της ξυλείας, μέχρι τα σχέδια και τη διατήρηση του κόστους κοντά στο μηδέν. Θα του άξιζε λοιπόν να
του αναγνωρίσουμε ότι, εκτός απ’ το λεμβαρχείο, είχε χτίσει κάτι λιγότερο χειροπιαστό αλλά εξίσου στέρεο και ανθεκτικό, που δεν ήταν παρά η μελλοντική νοσταλγία, η δική μας ώριμη νοσταλγία για κείνον τον ανέμελο και περιπετειώδη εφηβικό κόσμο, που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Για τον Νίκο, όπως και για μας, ο ΝΑΟΚ ήταν ο ομφαλός του σύμπαντος. Αρκετοί, αν όχι όλοι, τιμήσαμε αυτή τη θρησκευτική πεποίθηση με το να στεγάσουμε εκεί, με την ανοχή του, σκανδαλιές και φάρσες, διαμάχες και ανακωχές, μικρές αστραπές παραβατικότητας και, σίγουρα, τους πρώτους μας έρωτες. Εκπλήσσει λοιπόν ελάχιστα το ότι, κάνοντας τις αναπόφευκτες γυμνασιακές κοπάνες τους δύσκολους μήνες του χειμώνα, κλεινόμαστε στο λεμβαρχείο και μαστορεύαμε ή αφηγούμαστε ιστορίες, αντί να συχνάζουμε φέρ’ ειπείν στα μπιλιάρδα. Ας προσθέσω ότι, στην πρώτη μου εφηβική επανάσταση, στα 16, όταν εγκατέλειψα το σπίτι μου μετά από έναν καυγά με τον πατέρα μου, κοιμήθηκα επί δύο ή τρεις συνεχόμενες νύχτες μέσα σ’ ένα Finn, μ’ ένα σωσίβιο για μαξιλάρι και σκεπασμένος με το πανί. Μόλις το πληροφορήθηκε, ο Νίκος άρχισε να γκρινιάζει αλλά με μιαν εύθυμη διάθεση - το ανακαλώ στη μνήμη μου μάλλον σαν πείραγμα παρά σαν επίπληξη. Η επιείκεια που έδειχνε απέναντί μας ήταν ανεξάντλητη και η ατιμωρησία είχε αναχθεί σε επιστήμη. Τα καλοκαίρια, πολύ συχνά, όταν τελείωνε η προπόνηση στο τρίγωνο του όρμου, εκμεταλλευόμαστε τις ήπιες αύρες του δειλινού για μια βόλτα μέχρι το Καρδάκι (σπανιότερα στο Βίδο) όπου βουτούσαμε απ’ την πέτρινη εξέδρα ή ξαπλώναμε με μια μπύρα κάτω απ’ την οργιαστική βλάστηση του λόφου του Μον Ρεπό, πάνω στο ίδιο χαλί από μαραμένα φύκια που μια φορά κι έναν καιρό χρησίμευε στο τελετουργικό της ηλιοθεραπείας της βασίλισσας Φρειδερίκης. Θεωρητικά, αυτή η έξοδος απ’ το οπτικό πεδίο της επιτήρησης, νοτίως του Ανεμόμυλου ή βορείως του φρουρίου, απαγορευόταν, αλλά η παραβίαση του κανόνα ήταν στο πρόγραμμα – έτσι επιστρέφαμε αφού είχε πια νυχτώσει για τα καλά και δεν θυμάμαι ποτέ τον Πρέσσα να έχει ανησυχήσει πέραν του δέοντος, μολονότι του άρεσε να προσποιείται στιγμιαίες κρίσεις αγανάκτησης που δεν έπειθαν κανέναν. Παρομοίως απαγορευόταν η έξοδος σκαφών όταν ο άνεμος έφτανε σε ταχύτητες 40 ή 45 χιλιομέτρων την ώρα – ούτε αυτός ο κανόνας τηρήθηκε. Και ποτέ δεν θρηνήσαμε θύματα, αν και κάποιες υλικές απώλειες, όπως σπασμένα πηδάλια και καρίνες ή ελαφρώς τραυματισμένα στεγανά, έδιναν στον Νίκο την ευκαιρία να αναμετρηθεί με καινούργιες επισκευαστικές προκλήσεις που κατέληγαν σε κομψοτεχνήματα.
Ανεξίτηλες παραμένουν απειράριθμες αναμνήσεις, για παράδειγμα η κακοτυχία που αντιμετωπίσαμε όταν η συμμετοχή του φίλου μου του Μιχάλη στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Finn, το ’74 (μ’ εμένα συνοδό!), προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση του πατέρα του να συγκατατεθεί στο ταξίδι δυο ολοφάνερα ανισόρροπων εφήβων που θα ξεκινούσαν για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ο Σταύρος Βλάχος, ένας εύπορος εμπορικός αντιπρόσωπος με αδυναμία στα σπορ αυτοκίνητα, ήταν το είδος του αυστηρού, λιγομίλητου, ευθυτενούς οικογενειάρχη που θύμιζε πρώσο αξιωματικό και που τον έτρεμαν όλοι – ακόμη και ο μαχητικός και θορυβώδης γιος του του8 μιλούσε στον πληθυντικό. Μπορεί το επεισόδιο να μοιάζει σήμερα αστείο, προδίδει όμως αρκετά εύγλωττα το στιλ μιας εποχής όπου η αξιοπιστία των αθλητικών θεσμών ήταν καθηλωμένη στην εμβρυακή κατάσταση, ενώ τα πάντα διευθετούνταν στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων – οι τυπικές διαδικασίες ολοκληρώνονταν κι εκείνες με πατέντες, όπως οι επιδιορθώσεις. Έτσι, στο στενό μπαλκόνι του σπιτιού της οικογένειας Βλάχου, στον 5ο όροφο, πάνω απ’ τον Όμιλο, απ’ όπου η θέα του κόλπου είχε κάτι εξίσου αγέρωχο με τις πεποιθήσεις του οικοδεσπότη, ο Νίκος έδωσε τετράωρη μάχη, παρουσία εμού και του Μιχάλη, μέχρι τις 11 το βράδυ, προκειμένου να κάμψει τις επιφυλάξεις του δύστροπου πατέρα, και το κατόρθωσε τελικά σε πείσμα κάθε λογικής πρόβλεψης, δίνοντας ρεσιτάλ κωμικής και δραματικής ηθοποιίας εναλλάξ. Για να χαριτολογήσουμε, αυτή ήταν μια σπουδαία νίκη της ιστιοπλοΐας εκτός θαλάσσιου στίβου, στην ξηρά.
Η Ελλάδα που αγαπούσαμε υπήρξε αυτός ο αντεστραμμένος κόσμος, όπου ο συμβολικός μας πατέρας και προστάτης ήταν περισσότερο παιδί απ’ όλους μας. Το ίδιο και με την ιστορία που αφηγήθηκα: αντί να παρακαλάει ο γονέας τον Όμιλο ώστε να σταλεί το παιδί του στους Πανελλήνιους, παρακαλούσε ο Όμιλος τον γονέα! (Ακολούθησαν ιλαροτραγικές σκηνές όταν η αξιοθρήνητη επιστράτευση, επ’ αφορμή των εξελίξεων στην Κύπρο, μάς κατέλαβε εξαπίνης στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας, με συνέπεια να αναγκαστούμε να διεκδικήσουμε τις αποσκευές μας από τον οδηγό του λεωφορείου σχεδόν διά της βίας και να πηδήξουμε στο φέρρυ μπωτ, που είχε ήδη λύσει τους κάβους, εκτελώντας ακροβατικά τύπου Ιντιάνα Τζόουνς.)
Για να μη μακρηγορώ, ο Πρέσσας ανήκε στους αναντικατάστατους. Το ότι αυτοί γεμίζουν τα νεκροταφεία, όπως λέει η παροιμία, δεν σημαίνει καθόλου ότι έχουν όντως αντικατασταθεί από διάδοχα πρόσωπα – τέτοια πρόσωπα δεν υφίστανται πλέον. Άλλωστε, αποδείχτηκε αδύνατον να ξαναβρούμε το πνεύμα του γνήσιου πάθους εκείνης της περιόδου, το δραστήριο και αλτρουιστικό πνεύμα της χαρούμενης και ανιδιοτελούς συλλογικότητας που, τώρα πια, φαντάζει κινηματογραφική.-9 Ο Νίκος θα συνδέεται πάντα με την αναπόληση αυτής της αθωότητας. Πέρα απ’ την ευχέρεια στις κατασκευαστικές του επινοήσεις και πέρα απ’ το ταλέντο του στο να εμψυχώνει τους άλλους, αναδείχθηκε σ’ ένα απ’ τα πιο ανοιχτόκαρδα και προσφιλή πρόσωπα που έζησαν σ’ αυτή την τόσο ιδιαίτερη περιοχή του κόσμου, η οποία μας δόθηκε σαν πατρίδα μόνον και μόνον για να την παραδώσουμε στην τερατώδη απληστία των εργολάβων. Ήταν δύσκολο να μην αγαπάς έναν άνθρωπο με τα δικά του προτερήματα. Και τι να ευχηθεί κανείς στους ζωντανούς όταν ο νεκρός απομακρύνεται πάνω στα κύματα μιας τέτοιας συμπάθειας; Αν δεχόμαστε να αποστασιοποιηθούμε λιγάκι απ’ την αναισθησία της εποχής, τότε η άνοιξη, που έρχεται περικυκλώνοντας με τους ασταθείς ανέμους της τα νερά του νησιού, θα μπορούσε να είναι, ολόκληρη, μια αγρυπνία.
Σημείωση του enimerosi.com: Οι φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Κώστα Πρίφτη. Τον ευχαριστούμε.
Δεν το συνειδητοποιούσαμε τότε αλλά, τώρα πια, η θλίψη απ’ την απώλεια του Νίκου Πρέσσα, που πέθανε σαν αυτές τις μέρες, πριν από δυο χρόνια, διατηρεί μια γεύση επώδυνης και συνάμα τρυφερής νοσταλγίας για τις δυνατότητες ενός κόσμου
που χάθηκε μαζί με τη συγκίνηση των θαλάσσιων παιγνιδιών και τις συνταρακτικές παιδικές φιλίες, οι οποίες αντλούσαν απ’ τα νερά αυτό το περίσσευμα της αγαθής τύχης σαν να ’ταν κάτι φυσικό και τετριμμένο. Διότι οι ψυχικές εκείνες περιπέτειες ήταν το δώρο κάποιων εξαιρετικών περιστάσεων που, εντούτοις, τις θεωρούσαμε αυτονόητες.
Από αριστερά Κατερίνα και Βασίλης Σγούρος, Πογιάγος, Ν. Πρέσσας, Μάκης Ρώσσης και Λένα Βραδή/Ρώσση και Βαγγέλης και Αιμιλία Κατσιμίδη, σε εκδήλωση στο εντευκτήριο του ΝΑΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του '80.
Μεροληπτικά, κάνω λόγο για παιγνίδια κι όχι για αθλήματα, αναφερόμενος κυρίως στις δικές μου ιδιοσυγκρασιακές κλίσεις, γιατί παρά την θερμή και αδιάλειπτη συμμετοχή μου στις δραστηριότητες του Ιστιοπλοϊκού Τμήματος του Ομίλου και παρά τις χιλιάδες ώρες που ξόδεψα μέσα σε σκάφη τύπου 420 (κι όχι μόνον), τέλος, παρά τις ηρωικές εμπειρίες που υπόσχεται ο μαΐστρος όταν περάσει το κατώφλι των 6 μποφόρ, δεν υπήρξα ποτέ πραγματικός αθλητής, ενώ το ένστικτο του ανταγωνισμού, μέσα μου, δεν ήταν διόλου ετοιμοπόλεμο. Η αιματηρή και σκληραγωγημένη γοητεία του πρωταθλητισμού με άφηνε μάλλον αδιάφορο. Δεν μ’ ένοιαζε ιδιαίτερα η οποιαδήποτε νίκη, ενδιαφερόμουν πρωτίστως για τη συναναστροφή με τους συνομηλίκους μου, για τα ξεσπάσματα της θυμηδίας και, όχι λιγότερο, για τις δοσοληψίες με τη θάλασσα, που τη λάτρευα. Ένα καταγωγικό αίσθημα φυσικής ορφάνιας, μέσα μου, παρηγορούνταν με τον εναγκαλισμό αυτής της δεύτερης, ιστιοπλοϊκής οικογένειας, στην κεφαλή της οποίας ο Νίκος έπαιζε
τον ρόλο ενός αξιαγάπητου, κάπως τρελούτσικου πατέρα, ενώ τα παιδιά απολαμβάναμε τα στοιχήματα και τις εξάψεις μιας αδελφικής αλληλεγγύης που δεν θα ήταν εντελώς άστοχο να τη χαρακτηρίσω συνωμοτική.
Έτσι, αντίθετα απ’ τον φίλο μου τον Κώστα Πρίφτη, που ήταν ίσως ο σημαντικότερος έλληνας αθλητής ιστιοπλοΐας τριγώνου που χειρίστηκε το πηδάλιο δυτικά του 20ού μεσημβρινού, δεν θα ταλαιπωρούσα και πολύ τον εαυτό μου με τα προβλήματα τακτικής των αγώνων, γιατί ήμουν αποκλειστικά προσανατολισμένος στις ευκαιρίες για ανάπτυξη της συντροφικότητας, στην ευτυχία που χαρίζει το πλανάρισμα στο κύμα και στις εκκρίσεις αδρεναλίνης εφόσον τα πράγματα αγρίευαν.
Ακόμη και στην απόλυτη, νεκρική μπουνάτσα των πρωινών του καλοκαιριού, όταν η θαλάσσια επιφάνεια γινόταν ένα υπέροχο αρραγές καθρέφτισμα του ουρανού που άχνιζε απ’ τη ζέστη, αναγνώριζα μάλλον την ομορφιά ενός παραδείσου, παρά την έλλειψη προϋποθέσεων για το χιλιοστό επεισόδιο πυρετώδους προπονητικής ικανοποίησης. Ο Κώστας, που κυριολεκτικά μου έσωσε κάποτε τη ζωή σ’ ένα μπατάρισμα με δυνατό σιρόκο σ’ εκείνη τη δολοφονική ξέρα έξω απ’ το Corfu Palace, είχε όλα τα εφόδια για να πετύχει σε μια διεθνή καριέρα ιστιοπλόου, και θα το κατόρθωνε ίσως αν είχε εγκατασταθεί από νωρίς στο Τουρκολίμανο ή δεν ξέρω σε ποιο άλλο κέντρο θαλάσσιων σπορ του εξωτερικού, προτίμησε όμως να παραμείνει στην Κέρκυρα, όπου οι συγκυρίες του πρόσφεραν το προνόμιο να νιώθει, κάθε πρωί, ότι ο κόλπος της Γαρίτσας ήταν το αυθεντικό λίκνο της αθλητικής και συναισθηματικής του ζωής. Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο που να υποπτεύεται και να συλλαμβάνει ταχύτερα απ’ ό,τι αυτός την απειροελάχιστη αλλαγή στις
διαθέσεις του καιρού - η ευαισθησία του στη συνομιλία με τον αγέρα και τα ρεύματα του νερού ήταν κάτι εφάμιλλο της σωματικής του αντοχής και ευελιξίας σ’ εκείνα τα χρόνια της νιότης και, πιθανόν, πολύ αργότερα.
Από αριστερά, Κ. Πρίφτης, Ν. Πρέσσας, Ν. Αρώνης
Όπως κι αυτός ή εγώ, έτσι κι οι υπόλοιποι της γενιάς μας, ο στιβαρός και ατίθασος Μιχάλης Βλάχος, ο Προκόπης Τσιριγκάκης, ο Σπύρος Βαλμάς, ο Γιώργος Ναθαναήλ και τόσοι άλλοι, συν τους αμέσως νεότερους που προσηλυτίζονταν καθημερινά, ξέραμε ότι εκείνη η άνθηση της ιστιοπλοϊκής υπόθεσης δεν θα σημειωνόταν χωρίς την καθοδήγηση του Νίκου, που μας παρακολουθούσε, με μια δόση νευρικότητας πάντα, αλλά γενικά αισιόδοξος, απ’ την είσοδο του λεμβαρχείου ή απ’ το κιγκλίδωμα του πεζοδρομίου της παραλιακής, αιωρούμενος δεκάδες μέτρα πάνω απ’ τις εγκαταστάσεις του Ομίλου, σαν άγγελος ή στρατηγός σε κάποιο ύψωμα στο Βατερλώ. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσεις σ’ έναν σημερινό 15χρονο την αγάπη που τρέφαμε για κείνο το είδος ζωής: τώρα πια, τα πιτσιρίκια εξοικειώνονται με τη θάλασσα μέσα στα Optimist λες και πρόκειται για μάθημα πληροφορικής, 4 με 7 το απόγευμα, Τρίτη και Παρασκευή – μάλιστα, το να σε πηγαινοφέρνουν οι γονείς, για να τηρείται το πρόγραμμα σε εναρμόνιση προς τη λογική του politically correct, δεν είναι καθόλου ντροπή. Όπως όλα τα θαυμαστά αντικείμενα έτσι και η ιστιοπλοΐα γίνεται πλέον αντιληπτή απ’ τη σκοπιά μιας αμιγώς τεχνικής ενασχόλησης και στριμώχνεται, σαν ένα εκπαιδευτικό απεριτίφ, κάπου ανάμεσα στα σχολικά καθήκοντα και στις αποχαυνωτικές δοσοληψίες του Facebook. Δεν εξελίσσεται σε τρόπο ζωής, ούτε διδάσκει τους κλασσικούς αφοπλιστικούς ελιγμούς της παρεΐστικης αμοιβαιότητας. Στις μέρες μου, όταν δόξα τω Θεώ δεν υπήρχαν ούτε κινητά ούτε Ίντερνετ, το να σχετίζεσαι μ’ έναν αντικείμενο δίχως να το ερωτεύεσαι έμοιαζε αδιανόητο: αυτός ειδικά ήταν ο έρωτας που έβρισκε την έκφρασή του στον χαρακτήρα του Νίκου, ένα ανυποχώρητο πάθος για οτιδήποτε αφορούσε τα ιστιοφόρα, τον χειρισμό τους και την τεχνολογία τους.
Η παροιμιώδης προσοχή που αφιέρωνε στην κάθε ξεχωριστή λεπτομέρεια του ιστιοπλοϊκού σκηνικού, τον υποχρέωνε να περιφέρεται αενάως όπως τρέχει το χάμστερ μέσα στον τροχό του, θέλοντας να φτιάξει εκείνο, να διορθώσει αυτό, να βελτιώσει το παρά δίπλα, να προσαρμόσει τα πάντα στο ιδανικό μιας άψογης λειτουργίας, έχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα του στραμμένο στα ανοιχτά της θάλασσας όπου η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του σ’ εμάς δοκιμαζόταν απ’ το ενδεχόμενο κάποιου ατυχήματος.
Το γεγονός ότι είχε θητεύσει ο ίδιος στο επάγγελμα του ηλεκτρολόγου (ερασιτεχνικά και του μηχανολόγου) ήταν κάθε άλλο παρά συμπτωματικό - στη δουλειά του, στο εργοστάσιο του Δαλιέτου, είχε τη φήμη ότι μπορούσε να εγγυηθεί την επίλυση οιουδήποτε ζητήματος: αρκούσε να τον φωνάξεις και δεν θα παρέδιδε τα όπλα αν η αντιξοότητα δεν υποχωρούσε ηττημένη από τα δάχτυλά του. Ανεξαρτήτως αυτού, το άγγιγμα εκείνων των δαχτύλων είχε κάτι το καλλιτεχνικό και θυμάμαι καθαρά την ιδιαίτερη αίσθηση στοργικής μέριμνας που τον συνέδεε με τα μυστήρια και τις αντιδράσεις των υλικών - επεξεργαζόταν το ξύλο ή τον πολυεστέρα σαν γλύπτης ή μουσικός, δίχως ίχνος βίας ή εκνευρισμού, με μια στωική και σοφά εξασκημένη υπομονή απέναντι στις δυσκολίες των ποικίλων προβλημάτων και ελλείψεων. Συνελάμβανε τις αστοχίες του υλικού με το αφτί και συντονιζόταν αυτομάτως με τους περιορισμούς του κάθε ξεχωριστού θέματος που προέκυπτε - ήταν εξάλλου ιδιοφυία στις ευρεσιτεχνίες και στις λύσεις εκτάκτου ανάγκης.
Για τον Πρέσσα, το ίδιο το σύμπαν δεν λειτουργούσε επί τη βάσει νόμων, λειτουργούσε με πατέντες, αιώνιες και κομψές. Κι όταν ρυμουλκήσαμε στη στεριά εκείνο το εγκαταλελειμμένο Corsair, αγνώστου προελεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος, που επέπλεε ξυλάρμενο στο κύμα, σε απόσταση ενός μιλίου απ’ τον Όμιλο, το επιδιόρθωσε στην εντέλεια δουλεύοντας για εβδομάδες με ευλάβεια ωρολογοποιού, προσεγγίζοντας κάθε μία απ’ τις ζημιές με την οξυδερκή και ενστικτώδη φροντίδα με την οποία ένας γιατρός του παλιού καιρού, άξιος
του ονόματός του, θα άγγιζε τις εκδορές και τις θλάσεις. Κατά τα λοιπά, σ’ εκείνη την ηλεκτρισμένη λιμνοθάλασσα, ανάμεσα στον Όμιλο, στο πέταλο του Ανεμόμυλου και στα βουνά της Ηπείρου που, αναλόγως της ορατότητας, πλησίαζαν ή απομακρύνονταν ζωγραφισμένα στον ορίζοντα, ο Νίκος Πρέσσας ήταν ας πούμε ο γονέας που ξαγρυπνούσε ώστε να μπορούμε εμείς, τα παιδιά, να ονειρευόμαστε τις μάχες μας με τα κύματα, αληθινές ή φανταστικές. Διαισθανόμαστε ότι μας είχε υιοθετήσει όχι απλώς με την ανωτερότητα ενός μέντορα, αλλά επειδή ενσαρκώναμε, γι’ αυτόν, την ιδανική εκδοχή εκείνης της μικροσκοπικής κοινότητας, που ήταν παράλληλα μια ιστιοπλοϊκή ουτοπία στο κέντρο του χάρτη της Μεσογείου. Είχε, κατά βάσιν, το χάρισμα ενός οραματιστή. Τον θυμάμαι να δονείται από ένα πνεύμα ακαταμάχητης διέγερσης όταν μιλούσε γι’ αυτά τα πράγματα – η σκέψη του ήταν πάντοτε αφοσιωμένη στο άνοιγμα, στην εξωστρέφεια και στην ευπροσήγορη υποδοχή του ξένου στοιχείου, χάρη στο οποίο (ήλπιζε ότι) θα μεταφέρονταν ώς εδώ οι ευρωπαϊκές πολιτισμικές και αθλητικές συμπεριφορές. Ο Νίκος θα ’θελε να μεταμορφώσει την κερκυραϊκή ακτογραμμή σ’ ένα περιδέραιο από μαρίνες και σχολές ιστιοπλοΐας, ονειρευόταν ένα δάσος από κατάρτια. Πίστευε ότι η ιστιοπλοΐα ήταν η ουσία του κοσμοπολιτισμού και η ιδέα του για την Κέρκυρα συμφωνούσε απόλυτα μ’ αυτό που η Κέρκυρα όντως υπήρξε τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’60, δηλαδή ένας πλανήτης που ανήκε στον ίδιο αστερισμό με το Μονακό, την Ίμπιζα, την Βαλλέττα και τις πόλεις της ιταλικής Ριβιέρας. Αυτή η αντίληψη, στον αντίποδα της αυστηρά «ελληνοπρεπούς», αγοραφοβικής και αφιλόξενης στάσης ορισμένων παραγόντων του Ναυτικού Ομίλου, τον κρατούσε αιχμάλωτο στην επιρροή των πλεονεκτημάτων ενός εκλεκτού τουρισμού, σαν αυτόν που γνώριζε το νησί μας μέχρι τότε, εξ ορισμού ευνοϊκού προς τον διεθνισμό των ιστιοπλοϊκών διοργανώσεων και το εγκάρδιο καλωσόρισμα πληρωμάτων και σκαφών με όλες τις σημαίες του κόσμου.
Για τον Νίκο, η έννοια της μαρίνας ήταν συνώνυμη με την ανταλλαγή πολιτισμικών αγαθών: η ανάμειξη των ανθρώπων και των εμπειριών τους υπό την αιγίδα του ιστιοπλοϊκού ιδεώδους αποτελούσε τη θεραπεία για μια σειρά από δεινά που είχαν ήδη αρχίσει να συσσωρεύονται απ’ την κακώς εννοούμενη εντοπιότητα και τον βλακώδη επαρχιωτισμό των γυμναστικών επιδείξεων και της χουντικής ηθικοπλαστικής προπαγάνδας ενάντια στους έξωθεν πειρασμούς. Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε λόγου χάριν με τον μακαρίτη τον Τάσο Σαβανή, του Κωπηλατικού Τμήματος, που ήταν μια απ’ τις ισχυρές φωνές του Ομίλου στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ’70 και ο οποίος δεν είχε την παραμικρή όρεξη να βλέπει κότερα και γιωτ δεμένα στην προβλήτα, μια και τα θεωρούσε σαν αντιπερισπασμούς στη αυτοσυγκέντρωση των αθλητών, αν όχι και σαν εστίες μόλυνσης, ο Πρέσσας πετούσε τη σκούφια του παρακολουθώντας να πυκνώνουν οι γιορταστικοί σημαιοστολισμοί των αφίξεων και ερωτοτροπούσε κρυφά με την εντύπωση ότι τα ρεκόρ ελλιμενισμών, τον Αύγουστο, ήταν δικό του έργο, αποκλειστικά, και
διά μαγείας.
Όταν ο Γιώργος Κατσαΐτης έγραψε, πέρσι, στο επικήδειο σημείωμά του, ότι ο Νίκος «είχε χτίσει το καινούργιο λεμβαρχείο του ΝΑΟΚ με τα χέρια του», δεν υπερέβαλλε (μόνος του άλλωστε είχε φτιάξει εξ ολοκλήρου το εξοχικό του σπίτι στον Άη Γιώργη). Ο Έφορος του Ιστιοπλοϊκού διέθετε έναν πολύ επίμονο και συνάμα καλοσυνάτο τρόπο, άλλοτε παραπονιάρικο, άλλοτε χιουμοριστικό, για να στρατολογεί τους διπλανούς του επικαλούμενος τον δήθεν κατεπείγοντα χαρακτήρα κάποιου εγχειρήματος, και με θυμάμαι, μαζί με τον Μιχάλη τον Βλάχο και άλλους, να μεταφέρουμε, υπό βροχήν, τσιμέντο και τούβλα με το καρότσι της οικοδομής, την καρέτα όπως τη λέγαμε, ενώ ο Νίκος, σκαρφαλωμένος στο παραπέτο, επέβλεπε το εργοτάξιο αυτοσχεδιάζοντας κάθε είδους αστεϊσμούς ώστε να διατηρείται ακμαίος ο εθελοντικός μας οίστρος. Φρόντισε ο ίδιος προσωπικά για τα πάντα, απ’ την εκσκαφή των θεμελίων και την εξασφάλιση της ξυλείας, μέχρι τα σχέδια και τη διατήρηση του κόστους κοντά στο μηδέν. Θα του άξιζε λοιπόν να
του αναγνωρίσουμε ότι, εκτός απ’ το λεμβαρχείο, είχε χτίσει κάτι λιγότερο χειροπιαστό αλλά εξίσου στέρεο και ανθεκτικό, που δεν ήταν παρά η μελλοντική νοσταλγία, η δική μας ώριμη νοσταλγία για κείνον τον ανέμελο και περιπετειώδη εφηβικό κόσμο, που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Για τον Νίκο, όπως και για μας, ο ΝΑΟΚ ήταν ο ομφαλός του σύμπαντος. Αρκετοί, αν όχι όλοι, τιμήσαμε αυτή τη θρησκευτική πεποίθηση με το να στεγάσουμε εκεί, με την ανοχή του, σκανδαλιές και φάρσες, διαμάχες και ανακωχές, μικρές αστραπές παραβατικότητας και, σίγουρα, τους πρώτους μας έρωτες. Εκπλήσσει λοιπόν ελάχιστα το ότι, κάνοντας τις αναπόφευκτες γυμνασιακές κοπάνες τους δύσκολους μήνες του χειμώνα, κλεινόμαστε στο λεμβαρχείο και μαστορεύαμε ή αφηγούμαστε ιστορίες, αντί να συχνάζουμε φέρ’ ειπείν στα μπιλιάρδα. Ας προσθέσω ότι, στην πρώτη μου εφηβική επανάσταση, στα 16, όταν εγκατέλειψα το σπίτι μου μετά από έναν καυγά με τον πατέρα μου, κοιμήθηκα επί δύο ή τρεις συνεχόμενες νύχτες μέσα σ’ ένα Finn, μ’ ένα σωσίβιο για μαξιλάρι και σκεπασμένος με το πανί. Μόλις το πληροφορήθηκε, ο Νίκος άρχισε να γκρινιάζει αλλά με μιαν εύθυμη διάθεση - το ανακαλώ στη μνήμη μου μάλλον σαν πείραγμα παρά σαν επίπληξη. Η επιείκεια που έδειχνε απέναντί μας ήταν ανεξάντλητη και η ατιμωρησία είχε αναχθεί σε επιστήμη. Τα καλοκαίρια, πολύ συχνά, όταν τελείωνε η προπόνηση στο τρίγωνο του όρμου, εκμεταλλευόμαστε τις ήπιες αύρες του δειλινού για μια βόλτα μέχρι το Καρδάκι (σπανιότερα στο Βίδο) όπου βουτούσαμε απ’ την πέτρινη εξέδρα ή ξαπλώναμε με μια μπύρα κάτω απ’ την οργιαστική βλάστηση του λόφου του Μον Ρεπό, πάνω στο ίδιο χαλί από μαραμένα φύκια που μια φορά κι έναν καιρό χρησίμευε στο τελετουργικό της ηλιοθεραπείας της βασίλισσας Φρειδερίκης. Θεωρητικά, αυτή η έξοδος απ’ το οπτικό πεδίο της επιτήρησης, νοτίως του Ανεμόμυλου ή βορείως του φρουρίου, απαγορευόταν, αλλά η παραβίαση του κανόνα ήταν στο πρόγραμμα – έτσι επιστρέφαμε αφού είχε πια νυχτώσει για τα καλά και δεν θυμάμαι ποτέ τον Πρέσσα να έχει ανησυχήσει πέραν του δέοντος, μολονότι του άρεσε να προσποιείται στιγμιαίες κρίσεις αγανάκτησης που δεν έπειθαν κανέναν. Παρομοίως απαγορευόταν η έξοδος σκαφών όταν ο άνεμος έφτανε σε ταχύτητες 40 ή 45 χιλιομέτρων την ώρα – ούτε αυτός ο κανόνας τηρήθηκε. Και ποτέ δεν θρηνήσαμε θύματα, αν και κάποιες υλικές απώλειες, όπως σπασμένα πηδάλια και καρίνες ή ελαφρώς τραυματισμένα στεγανά, έδιναν στον Νίκο την ευκαιρία να αναμετρηθεί με καινούργιες επισκευαστικές προκλήσεις που κατέληγαν σε κομψοτεχνήματα.
Ανεξίτηλες παραμένουν απειράριθμες αναμνήσεις, για παράδειγμα η κακοτυχία που αντιμετωπίσαμε όταν η συμμετοχή του φίλου μου του Μιχάλη στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Finn, το ’74 (μ’ εμένα συνοδό!), προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση του πατέρα του να συγκατατεθεί στο ταξίδι δυο ολοφάνερα ανισόρροπων εφήβων που θα ξεκινούσαν για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ο Σταύρος Βλάχος, ένας εύπορος εμπορικός αντιπρόσωπος με αδυναμία στα σπορ αυτοκίνητα, ήταν το είδος του αυστηρού, λιγομίλητου, ευθυτενούς οικογενειάρχη που θύμιζε πρώσο αξιωματικό και που τον έτρεμαν όλοι – ακόμη και ο μαχητικός και θορυβώδης γιος του του8 μιλούσε στον πληθυντικό. Μπορεί το επεισόδιο να μοιάζει σήμερα αστείο, προδίδει όμως αρκετά εύγλωττα το στιλ μιας εποχής όπου η αξιοπιστία των αθλητικών θεσμών ήταν καθηλωμένη στην εμβρυακή κατάσταση, ενώ τα πάντα διευθετούνταν στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων – οι τυπικές διαδικασίες ολοκληρώνονταν κι εκείνες με πατέντες, όπως οι επιδιορθώσεις. Έτσι, στο στενό μπαλκόνι του σπιτιού της οικογένειας Βλάχου, στον 5ο όροφο, πάνω απ’ τον Όμιλο, απ’ όπου η θέα του κόλπου είχε κάτι εξίσου αγέρωχο με τις πεποιθήσεις του οικοδεσπότη, ο Νίκος έδωσε τετράωρη μάχη, παρουσία εμού και του Μιχάλη, μέχρι τις 11 το βράδυ, προκειμένου να κάμψει τις επιφυλάξεις του δύστροπου πατέρα, και το κατόρθωσε τελικά σε πείσμα κάθε λογικής πρόβλεψης, δίνοντας ρεσιτάλ κωμικής και δραματικής ηθοποιίας εναλλάξ. Για να χαριτολογήσουμε, αυτή ήταν μια σπουδαία νίκη της ιστιοπλοΐας εκτός θαλάσσιου στίβου, στην ξηρά.
Η Ελλάδα που αγαπούσαμε υπήρξε αυτός ο αντεστραμμένος κόσμος, όπου ο συμβολικός μας πατέρας και προστάτης ήταν περισσότερο παιδί απ’ όλους μας. Το ίδιο και με την ιστορία που αφηγήθηκα: αντί να παρακαλάει ο γονέας τον Όμιλο ώστε να σταλεί το παιδί του στους Πανελλήνιους, παρακαλούσε ο Όμιλος τον γονέα! (Ακολούθησαν ιλαροτραγικές σκηνές όταν η αξιοθρήνητη επιστράτευση, επ’ αφορμή των εξελίξεων στην Κύπρο, μάς κατέλαβε εξαπίνης στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας, με συνέπεια να αναγκαστούμε να διεκδικήσουμε τις αποσκευές μας από τον οδηγό του λεωφορείου σχεδόν διά της βίας και να πηδήξουμε στο φέρρυ μπωτ, που είχε ήδη λύσει τους κάβους, εκτελώντας ακροβατικά τύπου Ιντιάνα Τζόουνς.)
Για να μη μακρηγορώ, ο Πρέσσας ανήκε στους αναντικατάστατους. Το ότι αυτοί γεμίζουν τα νεκροταφεία, όπως λέει η παροιμία, δεν σημαίνει καθόλου ότι έχουν όντως αντικατασταθεί από διάδοχα πρόσωπα – τέτοια πρόσωπα δεν υφίστανται πλέον. Άλλωστε, αποδείχτηκε αδύνατον να ξαναβρούμε το πνεύμα του γνήσιου πάθους εκείνης της περιόδου, το δραστήριο και αλτρουιστικό πνεύμα της χαρούμενης και ανιδιοτελούς συλλογικότητας που, τώρα πια, φαντάζει κινηματογραφική.-9 Ο Νίκος θα συνδέεται πάντα με την αναπόληση αυτής της αθωότητας. Πέρα απ’ την ευχέρεια στις κατασκευαστικές του επινοήσεις και πέρα απ’ το ταλέντο του στο να εμψυχώνει τους άλλους, αναδείχθηκε σ’ ένα απ’ τα πιο ανοιχτόκαρδα και προσφιλή πρόσωπα που έζησαν σ’ αυτή την τόσο ιδιαίτερη περιοχή του κόσμου, η οποία μας δόθηκε σαν πατρίδα μόνον και μόνον για να την παραδώσουμε στην τερατώδη απληστία των εργολάβων. Ήταν δύσκολο να μην αγαπάς έναν άνθρωπο με τα δικά του προτερήματα. Και τι να ευχηθεί κανείς στους ζωντανούς όταν ο νεκρός απομακρύνεται πάνω στα κύματα μιας τέτοιας συμπάθειας; Αν δεχόμαστε να αποστασιοποιηθούμε λιγάκι απ’ την αναισθησία της εποχής, τότε η άνοιξη, που έρχεται περικυκλώνοντας με τους ασταθείς ανέμους της τα νερά του νησιού, θα μπορούσε να είναι, ολόκληρη, μια αγρυπνία.
Σημείωση του enimerosi.com: Οι φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Κώστα Πρίφτη. Τον ευχαριστούμε.