Δωρεά του Μίνωα Ορφανού στην Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας (photos)
Λάμπρος Μ. Ορφανός
23 Φεβρουαρίου 2023
/ 18:31
Ο Μίνως Ορφανός, υιός του σημαντικού Έλληνα χαράκτη Λάμπρου Μ. Ορφανού, δώρισε στην Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας οκτώ χαρακτικά του πατέρα του.
ΚΕΡΚΥΡΑ. Ο Μίνως Ορφανός, υιός του σημαντικού Έλληνα χαράκτη Λάμπρου Μ. Ορφανού, δώρισε στην Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας οκτώ χαρακτικά του πατέρα του. Η Διοικητική Επιτροπή της Αναγνωστικής Εταιρίας παρέλαβε μια αξιόλογη δωρεά, επτά χαλκογραφιών και μίας ξυλογραφίας. Η ευγενική απόφαση του κυρίου Μίνωα Ορφανού να διαθέσει στην Εταιρία μας έργα του πατέρα του, αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για την Εταιρία, όπως αναφέρει σε ανάρτησή της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Συγκεκριμένα τα έργα τέχνης που παραλήφθηκαν είναι τα εξής:
• «Κεφαλή Αθηνάς από αρχαίο διστάτηρο της Αθηναϊκής Πολιτείας των Θουρίων», χαρακτικό - χάραγμα εν αναμονή, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε ατσάλι (1949-50), διαστάσεις: 3.3x4.8 εκ.,
• «Βασιλιάς Γεώργιος Β’», χαρακτικό - χάραγμα εν αναμονή, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε ατσάλι (1950), διαστάσεις: 3.3x4.8 εκ.,
• «Ταναγραία κόρη», χαρακτικό – ευχετήριο, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε επιατσαλωμένη πλάκα (1951), διαστάσεις: 3.2x9 εκ.,
• «Μάρμαρα του Παρθενώνα», χαρακτικό – ευχετήριο, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε επιατσαλωμένη πλάκα (1952), διαστάσεις: 7.5x7.6 εκ.,
• «Αισχύλος», χαρακτικό - χάραγμα εν αναμονή, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε ατσάλι (1954), διαστάσεις: 3.5x5 εκ.,
• «Αριστοτέλης», χαρακτικό - χάραγμα εν αναμονή, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε ατσάλι (1954), διαστάσεις: 3.2x4.9 εκ.,
• «Ι. Συκουτρής», χαρακτικό – ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο μελάνι σε χαρτί, Αθήνα (1948-1950), διαστάσεις: 8.5x12 εκ.,
• «Πορτρέτο της Έλλης Μουρέλου-Ορφανού», χαρακτικό, Παρίσι, (1952-1955), διαστάσεις: 14.5x23.6 εκ.
Ορισμένα βιογραφικά στοιχεία για τον ζωγράφο– χαράκτη Λάμπρο Ορφανό (1916-1995).
Ο Λάμπρος Ορφανός γεννήθηκε το 1916 στην Αθήνα. Γονείς του ήταν ο Μηνάς Ορφανός και η Φλώρα Ορφανού. Σε ηλικία είκοσι ετών εκθέτει για πρώτη φορά τέσσερα έργα του ως σπουδαστής του Προκαταρκτικού Τμήματος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών (ΑΣΚΤ), ενώ δύο χρόνια αργότερα γίνεται δεκτός στα εργαστήρια ζωγραφικής της ΑΣΚΤ. Από το 1943 έως το 1947 σπούδασε στο εργαστήριο της Χαρακτικής, ενώ παράλληλα διδάχθηκε Ιστορία της Τέχνης και αφού απέκτησε το δίπλωμα Θεωρητικών και Ιστορικών Σπουδών, διετέλεσε Επιμελητής του Τμήματος. Το 1936 εκθέτει για πρώτη φορά τέσσερα έργα του στον Παρνασσό ως σπουδαστής του Προκαταρκτικού Τμήματος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών (ΑΣΚΤ).
Δύο χρόνια αργότερα γίνεται δεκτός στα εργαστήρια ζωγραφικής της ΑΣΚΤ όπου σπούδασε με δασκάλους τους Ουμβέρτο Αργυρό και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο για τέσσερα χρόνια, ανάμεσα σε συμφοιτητές όπως ο Γ. Βακιρτζής, η Ειρήνη Λύτρα, και η Αλίκη Χρηστέα. Το 1943, πτυχιούχος πια στον τομέα της ζωγραφικής, γράφτηκε στο εργαστήριο της Χαρακτικής, όπου και σπούδασε υπό τον Γιάννη Κεφαλληνό μέχρι το 1947. Ανάμεσα στους συμφοιτητές του ήταν η Λουίζα Μοντεσάντου, ο Α. Μπαχαριάν, η Σμαράγδα Βαλάτα, η Μαρία Ράμφου και άλλοι. Παράλληλα, διδάχθηκε Ιστορία της Τέχνης από τον Παντελή Πρεβελάκη και αφού απέκτησε το δίπλωμα Θεωρητικών και Ιστορικών Σπουδών, διετέλεσε Επιμελητής του Τμήματος.
Το 1949 παντρεύτηκε τη ζωγράφο και ψηφιδογράφο Έλλη Μουρέλου. Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Αρχιτεχνίτης Προϊστάμενος στην Υπηρεσία Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού και Χάραξης του Ιδρύματος Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών (ΙΕΤΑ), κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού και προσωπικής σύστασης του ίδιου του Κεφαλληνού, ο οποίος τον διέκρινε ως άτομο με εξέχουσα επίδοση στη χάραξη.
To 1952 υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης γραφικών τεχνών που εξασφάλισε υποτροφία μεταπτυχιακών σπουδών από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ), και αναχώρησε για σπουδές στο Παρίσι. Εκεί μετεκπαιδεύτηκε για τρία χρόνια στο εργαστήριο χαρακτικής της Ecole Nationale Superieure des Beaux-Arts, με καθηγητή τον φημισμένο χαράκτη Robert Cami. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του τιμήθηκε με το δεύτερο και τρίτο βραβείο χαρακτικής το 1953 και με το πρώτο βραβείο το 1954. Το 1955 του απονέμεται ο τίτλος του Maitre du Burin, τίτλος εξαιρετικά σπάνιος και τιμητικός για ένα χαράκτη στη Γαλλία.
Στο Παρίσι συναναστράφηκε αρκετά με ζωγράφους και χαράκτες όπως τον Παναγιώτη Τέτση, επιστήθιο φίλο του ως και το θάνατό του, τη Γαβριέλα Σίμωση, τον Ντίκο Βυζάντιο, τον Κώστα Πανόπουλο, τον Γ. Γαΐτη και τον Κ. Γραμματόπουλο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, χάρη στην εξαιρετική ειδίκευση του Λάμπρου Ορφανού στη μικροχαρακτική σε ατσάλι, καθώς και τη συμβολή του Ξ. Ζολώτα ως Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος, η χώρα ξεκίνησε να παράγει τα δικά της χαρτονομίσματα σε ατσάλινες πλάκες, τα οποία τυπώνονται στο Ίδρυμα Εκτύπωσης Τραπεζογραµµατίων και Αξιών (ΙΕΤΑ) του Εθνικού Νοµισµατοκοπείου.
Ο Λάμπρος Ορφανός, ως προϊστάμενος στην υπηρεσία καλλιτεχνικού σχεδιασμού και χάραξης του ΙΕΤΑ, εισήγαγε μια νέα αισθητική άποψη στη σχεδίαση και την εικόνα των νέων ελληνικών χαρτονομισμάτων, καταφέρνοντας να προτείνει μια νέα οπτική, ταυτόσημη και επάξια με την οικονομική και πνευματική αναγέννηση του ελληνικού κράτους.
Επίσης, ο καλλιτέχνης σχεδίασε τις µακέττες όλων των ελληνικών κερμάτων από το 1973 ως το 1976 για την Ελληνική Δημοκρατία, κατασκευάζοντας τις µμήτρες τους σε ατσάλι, αρχικά σε συνεργασία µε τον Ι. Στίνη και αργότερα µε τους γλύπτες Θ. Παπαγιάννη και Ν. Περαντινό. Από την Τράπεζα της Ελλάδος συνταξιοδοτήθηκε το 1977.
Τα τριανταπέντε χρόνια του Λάµπρου Ορφανού στο καλλιτεχνικό στερέωμα, σκιαγραφούν µία πολυδιάστατη φυσιογνωμία, η οποία διευρύνεται σε ένα φάσµα δραστηριοτήτων που ξεκινάει από τη ζωγραφική και τη χαρακτική, και περιλαμβάνει επίσης τη σκηνογραφία, την εικονογράφηση βιβλίων, ηµερολογίων και περιοδικών, τη φιλοτέχνηση διαφόρων εντύπων, αφισών και γενικά χαρακτηρίζεται από µία έντονη απασχόληση µε τις γραφικές τέχνες στην Ελλάδα και στην Γαλλία. Τα παραδείγµατα που υπογραμμίζουν την πολυεπίπεδη δράση του είναι πάµπολλα καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του:
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Λάμπρος Ορφανός σταματά να χαράσσει σε προσωπικό επίπεδο και στρέφεται καθολικά στη ζωγραφική με κυρίαρχο όγκο δημιουργίας την τοπογραφία in situ (ελαιογραφία, ακουαρέλα, παστέλ). Επίσης ασχολείται με την καταγραφή σκηνών λούνα πάρκ, εσωτερικών κατοικιών (interiorisme), και πορτραίτων.
Από το 1948 πήρε µέρος σε οκτώ Πανελλήνιες εκθέσεις (1948, 1952, 1957, 1960, 1963, 1967, 1971, 1973) και από το 1951 συµµετείχε σε όλες τις εκθέσεις της Λέσχης των Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος µέχρι το 1969. Το 1994 πραγματοποιείται η πρώτη και τελευταία αναδρομική έκθεση, εν ζωή του χαρακτικού του έργου, στην Gallery Υάκινθος του Νίκου Γρηγοράκη στην Αθήνα.
Επιλέγει να συµµετάσχει κυρίως, σε πολλές διεθνείς εκθέσεις (Παρίσι, Λονδίνο, Λουγκάνο, Σαντιάγκο, Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, Μπιενάλε Σάο Πάολο, Ρίο ντι Τζανέιρο, Στοκχόλµη, Ιερουσαλήµ, Τέλ Αβίβ, Χάιφα, Ρουµανία, Αργεντινή, Ηνωµένες Πολιτείες κ.α). Στη Μπιενάλε Αλεξάνδρειας το 1957 πήρε τιμητική διάκριση για το έργο του «Πουλιά» όπως και Βραβείο Χαρακτικής.
Ο Λάμπρος Ορφανός ανήκει στους κορυφαίους δημιουργούς της εποχής του. Εντούτοις, το όνομα και η πολύτιμή προσφορά του στη νεοελληνική τέχνη και ιδιαίτερα στη χαρακτική, αρχίζουν δειλά να αναγνωρίζονται μόλις από το 2010 και µετά, και να παίρνουν πλέον τη θέση τους στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Από την πρώτη του εμφάνιση στο καλλιτεχνικό προσκήνιο και σε όλη τη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας, οι κριτικές του τύπου υπήρξαν πάντα επαινετικές για το έργο του, διακρίνοντας τις αρετές του τόσο στη ζωγραφική, όσο και τη χαρακτική του δεινότητα.
• «Κεφαλή Αθηνάς από αρχαίο διστάτηρο της Αθηναϊκής Πολιτείας των Θουρίων», χαρακτικό - χάραγμα εν αναμονή, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε ατσάλι (1949-50), διαστάσεις: 3.3x4.8 εκ.,
• «Βασιλιάς Γεώργιος Β’», χαρακτικό - χάραγμα εν αναμονή, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε ατσάλι (1950), διαστάσεις: 3.3x4.8 εκ.,
• «Ταναγραία κόρη», χαρακτικό – ευχετήριο, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε επιατσαλωμένη πλάκα (1951), διαστάσεις: 3.2x9 εκ.,
• «Μάρμαρα του Παρθενώνα», χαρακτικό – ευχετήριο, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε επιατσαλωμένη πλάκα (1952), διαστάσεις: 7.5x7.6 εκ.,
• «Αισχύλος», χαρακτικό - χάραγμα εν αναμονή, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε ατσάλι (1954), διαστάσεις: 3.5x5 εκ.,
• «Αριστοτέλης», χαρακτικό - χάραγμα εν αναμονή, Τράπεζα της Ελλάδος, χάραξη σε ατσάλι (1954), διαστάσεις: 3.2x4.9 εκ.,
• «Ι. Συκουτρής», χαρακτικό – ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο μελάνι σε χαρτί, Αθήνα (1948-1950), διαστάσεις: 8.5x12 εκ.,
• «Πορτρέτο της Έλλης Μουρέλου-Ορφανού», χαρακτικό, Παρίσι, (1952-1955), διαστάσεις: 14.5x23.6 εκ.
Ορισμένα βιογραφικά στοιχεία για τον ζωγράφο– χαράκτη Λάμπρο Ορφανό (1916-1995).
Ο Λάμπρος Ορφανός γεννήθηκε το 1916 στην Αθήνα. Γονείς του ήταν ο Μηνάς Ορφανός και η Φλώρα Ορφανού. Σε ηλικία είκοσι ετών εκθέτει για πρώτη φορά τέσσερα έργα του ως σπουδαστής του Προκαταρκτικού Τμήματος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών (ΑΣΚΤ), ενώ δύο χρόνια αργότερα γίνεται δεκτός στα εργαστήρια ζωγραφικής της ΑΣΚΤ. Από το 1943 έως το 1947 σπούδασε στο εργαστήριο της Χαρακτικής, ενώ παράλληλα διδάχθηκε Ιστορία της Τέχνης και αφού απέκτησε το δίπλωμα Θεωρητικών και Ιστορικών Σπουδών, διετέλεσε Επιμελητής του Τμήματος. Το 1936 εκθέτει για πρώτη φορά τέσσερα έργα του στον Παρνασσό ως σπουδαστής του Προκαταρκτικού Τμήματος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών (ΑΣΚΤ).
Δύο χρόνια αργότερα γίνεται δεκτός στα εργαστήρια ζωγραφικής της ΑΣΚΤ όπου σπούδασε με δασκάλους τους Ουμβέρτο Αργυρό και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο για τέσσερα χρόνια, ανάμεσα σε συμφοιτητές όπως ο Γ. Βακιρτζής, η Ειρήνη Λύτρα, και η Αλίκη Χρηστέα. Το 1943, πτυχιούχος πια στον τομέα της ζωγραφικής, γράφτηκε στο εργαστήριο της Χαρακτικής, όπου και σπούδασε υπό τον Γιάννη Κεφαλληνό μέχρι το 1947. Ανάμεσα στους συμφοιτητές του ήταν η Λουίζα Μοντεσάντου, ο Α. Μπαχαριάν, η Σμαράγδα Βαλάτα, η Μαρία Ράμφου και άλλοι. Παράλληλα, διδάχθηκε Ιστορία της Τέχνης από τον Παντελή Πρεβελάκη και αφού απέκτησε το δίπλωμα Θεωρητικών και Ιστορικών Σπουδών, διετέλεσε Επιμελητής του Τμήματος.
Το 1949 παντρεύτηκε τη ζωγράφο και ψηφιδογράφο Έλλη Μουρέλου. Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Αρχιτεχνίτης Προϊστάμενος στην Υπηρεσία Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού και Χάραξης του Ιδρύματος Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών (ΙΕΤΑ), κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού και προσωπικής σύστασης του ίδιου του Κεφαλληνού, ο οποίος τον διέκρινε ως άτομο με εξέχουσα επίδοση στη χάραξη.
To 1952 υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης γραφικών τεχνών που εξασφάλισε υποτροφία μεταπτυχιακών σπουδών από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ), και αναχώρησε για σπουδές στο Παρίσι. Εκεί μετεκπαιδεύτηκε για τρία χρόνια στο εργαστήριο χαρακτικής της Ecole Nationale Superieure des Beaux-Arts, με καθηγητή τον φημισμένο χαράκτη Robert Cami. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του τιμήθηκε με το δεύτερο και τρίτο βραβείο χαρακτικής το 1953 και με το πρώτο βραβείο το 1954. Το 1955 του απονέμεται ο τίτλος του Maitre du Burin, τίτλος εξαιρετικά σπάνιος και τιμητικός για ένα χαράκτη στη Γαλλία.
Στο Παρίσι συναναστράφηκε αρκετά με ζωγράφους και χαράκτες όπως τον Παναγιώτη Τέτση, επιστήθιο φίλο του ως και το θάνατό του, τη Γαβριέλα Σίμωση, τον Ντίκο Βυζάντιο, τον Κώστα Πανόπουλο, τον Γ. Γαΐτη και τον Κ. Γραμματόπουλο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, χάρη στην εξαιρετική ειδίκευση του Λάμπρου Ορφανού στη μικροχαρακτική σε ατσάλι, καθώς και τη συμβολή του Ξ. Ζολώτα ως Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος, η χώρα ξεκίνησε να παράγει τα δικά της χαρτονομίσματα σε ατσάλινες πλάκες, τα οποία τυπώνονται στο Ίδρυμα Εκτύπωσης Τραπεζογραµµατίων και Αξιών (ΙΕΤΑ) του Εθνικού Νοµισµατοκοπείου.
Ο Λάμπρος Ορφανός, ως προϊστάμενος στην υπηρεσία καλλιτεχνικού σχεδιασμού και χάραξης του ΙΕΤΑ, εισήγαγε μια νέα αισθητική άποψη στη σχεδίαση και την εικόνα των νέων ελληνικών χαρτονομισμάτων, καταφέρνοντας να προτείνει μια νέα οπτική, ταυτόσημη και επάξια με την οικονομική και πνευματική αναγέννηση του ελληνικού κράτους.
Επίσης, ο καλλιτέχνης σχεδίασε τις µακέττες όλων των ελληνικών κερμάτων από το 1973 ως το 1976 για την Ελληνική Δημοκρατία, κατασκευάζοντας τις µμήτρες τους σε ατσάλι, αρχικά σε συνεργασία µε τον Ι. Στίνη και αργότερα µε τους γλύπτες Θ. Παπαγιάννη και Ν. Περαντινό. Από την Τράπεζα της Ελλάδος συνταξιοδοτήθηκε το 1977.
Τα τριανταπέντε χρόνια του Λάµπρου Ορφανού στο καλλιτεχνικό στερέωμα, σκιαγραφούν µία πολυδιάστατη φυσιογνωμία, η οποία διευρύνεται σε ένα φάσµα δραστηριοτήτων που ξεκινάει από τη ζωγραφική και τη χαρακτική, και περιλαμβάνει επίσης τη σκηνογραφία, την εικονογράφηση βιβλίων, ηµερολογίων και περιοδικών, τη φιλοτέχνηση διαφόρων εντύπων, αφισών και γενικά χαρακτηρίζεται από µία έντονη απασχόληση µε τις γραφικές τέχνες στην Ελλάδα και στην Γαλλία. Τα παραδείγµατα που υπογραμμίζουν την πολυεπίπεδη δράση του είναι πάµπολλα καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του:
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Λάμπρος Ορφανός σταματά να χαράσσει σε προσωπικό επίπεδο και στρέφεται καθολικά στη ζωγραφική με κυρίαρχο όγκο δημιουργίας την τοπογραφία in situ (ελαιογραφία, ακουαρέλα, παστέλ). Επίσης ασχολείται με την καταγραφή σκηνών λούνα πάρκ, εσωτερικών κατοικιών (interiorisme), και πορτραίτων.
Από το 1948 πήρε µέρος σε οκτώ Πανελλήνιες εκθέσεις (1948, 1952, 1957, 1960, 1963, 1967, 1971, 1973) και από το 1951 συµµετείχε σε όλες τις εκθέσεις της Λέσχης των Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος µέχρι το 1969. Το 1994 πραγματοποιείται η πρώτη και τελευταία αναδρομική έκθεση, εν ζωή του χαρακτικού του έργου, στην Gallery Υάκινθος του Νίκου Γρηγοράκη στην Αθήνα.
Επιλέγει να συµµετάσχει κυρίως, σε πολλές διεθνείς εκθέσεις (Παρίσι, Λονδίνο, Λουγκάνο, Σαντιάγκο, Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, Μπιενάλε Σάο Πάολο, Ρίο ντι Τζανέιρο, Στοκχόλµη, Ιερουσαλήµ, Τέλ Αβίβ, Χάιφα, Ρουµανία, Αργεντινή, Ηνωµένες Πολιτείες κ.α). Στη Μπιενάλε Αλεξάνδρειας το 1957 πήρε τιμητική διάκριση για το έργο του «Πουλιά» όπως και Βραβείο Χαρακτικής.
Ο Λάμπρος Ορφανός ανήκει στους κορυφαίους δημιουργούς της εποχής του. Εντούτοις, το όνομα και η πολύτιμή προσφορά του στη νεοελληνική τέχνη και ιδιαίτερα στη χαρακτική, αρχίζουν δειλά να αναγνωρίζονται μόλις από το 2010 και µετά, και να παίρνουν πλέον τη θέση τους στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Από την πρώτη του εμφάνιση στο καλλιτεχνικό προσκήνιο και σε όλη τη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας, οι κριτικές του τύπου υπήρξαν πάντα επαινετικές για το έργο του, διακρίνοντας τις αρετές του τόσο στη ζωγραφική, όσο και τη χαρακτική του δεινότητα.