Κάτι δε λέει καλά η Euroleaque…
Ο μεγάλος οργανισμός της Euroleaque επαναλαμβάνει το ίδιο σφάλμα που κάνουν όλα τα «συστήματα» ανά τον κόσμο, όταν επιχειρούν να συνετίσουν αποκλίνουσες συμπεριφορές, να εξομαλύνουν την αγωνιστική εικόνα των σπορ και να προστατέψουν αυτό που ονομάζουν εμπορικόή πολιτισμικό προϊόν.
Τι κάνουν όλοι αυτοί; Σε ένα πλαίσιο εξιδανίκευσης των διαστάσεων του αθλητισμού και ενίσχυσης της κοινωνικής και επιχειρηματικής ενότητας των εταίρων, χρησιμοποιούν το ίδιο το καταγγελλόμενο πρόβλημα ως πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος, φθάνουν, δηλαδή, συνειδητά ή ασυνείδητα σε μια αδιέξοδη αντίφαση. Για παράδειγμα στις όλο και πιο πυκνές δημόσιες τοποθετήσεις αθλητών, προπονητών, παραγόντων και συλλόγων – μελών του οργανισμού για τις πρακτικές και τις συμπεριφορές των εκπροσώπων της διαιτησίας στο συγκεκριμένο κορυφαίο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, η απάντηση του διευθυντηρίου της ευρωπαϊκής λίγκας είναι η επίκληση μιας κοινής δήλωσης ενώσεων προπονητών, αθλητών και διαιτητών για αποφυγή «αχρείαστης και αδικαιολόγητης σύγκρουσης» - αλήθεια τι άλλο θα μπορούσαν ως τεκμήριο καλού παραδείγματος οι τρεις συγκεκριμένες συλλογικότητες να πράξουν; – και η ανησυχία ότι δημόσια κριτική του διαιτητικού έργου θέτει σε αμφισβήτηση το έργο και την ακεραιότητα των διαιτητών. Πιο απλά απέναντι στην αμφισβήτηση της ικανότητας, της ακεραιότητας και του έργου των διαιτητών η Euroleaqueπροτάσσει την ανάγκη προστασίας της ακεραιότητας και του έργου των διαιτητών, Ακόμη πιο απλά απέναντι στις φωνές για άνισες συνθήκες διεξαγωγής των αγώνων, οι ιθύνοντες της Λίγκας επικαλούνται το στόχο της ισότιμης λειτουργίας του πρωταθλήματος ως βασικής αξίας της Euroleaque.
Μπορεί εμείς να έχουμε τοποθετήσει τον κ. Μπαρτζώκα και τον κ. Αταμάν στο κάδρο της γνωστής οπαδικής αντιπαράθεσης, αλλά δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με το ότι αποτελούν δύο πρόσωπα που προσδιορίζουν και καθορίζουν το ίδιο το παιχνίδι και όχι μόνο την πορεία της ομάδας τους και κατά συνέπεια επειδή «βλέπουν» τον αγώνα με το μάτι του ειδικού έχουν το δικαίωμα να διαφωνούν και να δημοσιοποιούν τη διαφωνία τους.
Τα ίδια βέβαια ισχύουν και για τις παρεμβάσεις άλλων προπονητών εγνωσμένου κύρους, όπως του Γιασκεβίτσιους, του Ομπράντοβιτς, του Μεσίνα, του Σφαιρόπουλου και αρκετών άλλων. Αυτό, άλλωστε, προς όφελος της λειτουργίας και της φήμης του ίδιου του οργανισμού εξελίσσεται, αφού άτυπα συγκροτείται μια διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης η οποία δεν περιορίζεται σε κλειστά συστήματα, αλλά τροφοδοτεί και ανατροφοδοτεί έναν ευρύ και διεθνή δημόσιο διάλογο. Παράλληλα η νυν διοίκηση της Euroleaqueδεν πρέπει να ξεχνά και να απομακρύνει από τη συγκεκριμένη συζήτηση ότι τα ίδια τα clubs– μέλη του οργανισμού πριν περίπου τρία χρόνια είχαν θέση αρχικά ζήτημα νέου διοικητικού μοντέλου της Λίγκας με την απαραίτητη συμμετοχή τους τουλάχιστον στις αποφάσεις για αγωνιστικά και οικονομικά θέματα και εν τέλει πέτυχαν αλλαγή της διοικητικής κορυφής του οργανισμού. Δηλαδή η παρουσία της νυν διοίκησης της Λίγκας είναι αποτέλεσμα του ελεύθερου δημόσιου λόγου ομάδων και παραγόντων. Επομένως η προφανής υποχρέωση των ομάδων, με τη μορφή των συλλογικοτήτων ή των επιχειρήσεων, αλλά και των φιλάθλων να αξιολογούν, να σκέφτονται και να συμφωνούν ή να διαφωνούν ελεύθερα δεν μπορεί να λειτουργεί ανά περίπτωση.
Η Euroleaqueαντιγράφει και αναπαράγει σημαντικές θέσεις της επιστημονικής προσέγγισης των σπορ στο διεθνές περιβάλλον. Υπό αυτήν την έννοια προτάσσεται ο πρωταρχικός ρόλος των φιλάθλων ως «σημαντικός πυλώνας» της διοργάνωσης και διατυπώνεται η ευρέως αποδεχτή θέση των καλών πρακτικών του αθλητισμού, όπως ότι «κάθε μέλος της οικογένειας της Ευρωλίγκας χρειάζεται να δίνει το παράδειγμα και να προωθεί ενεργά την ιδέα ότι η αντιπαλότητα και ο ανταγωνισμός είναι κατανοητά μέσα σ’ ένα πλαίσιο σεβασμού και καλών τρόπων είναι μια γέφυρα για να ενώνει τους ανθρώπους δια μέσου του πάθους και όχι για να προκαλεί αντιπαραθέσεις». Παράλληλα καθίσταται σαφές ότι ενεργοποιούνται οι μηχανισμοί για την προστασία του «προϊόντος», δεδομένου, ότι οι δηλώσεις διοικήσεων και παραγόντων των ομάδων προκαλούν συχνά μεγάλη ζημιά στην εικόνα και στη φήμη του πρωταθλήματος και όλων των συλλόγων. Ευθύς εξαρχής, μάλιστα, τονίζεται η ανάγκη να επιδεικνύει κάθε μέλος της Ευρωλίγκας τον υπέρτατο σεβασμό προς όλους τους υπόλοιπους μετόχους των διοργανώσεων.
Όλα αυτά θα ήταν αναμφισβήτητα σημαντικά και προφανώς χρήσιμα για τη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας ανεκτικής αθλητικής συνείδησης, αν ίσχυαν οι προϋποθέσεις / αξίες που εγγυούνται τη δημοκρατία της κοινωνίας των σπορ. Αν εφαρμόζονταν, δηλαδή, στην πράξη η ισότητα, η ισονομία, η αξιοκρατία, ο σεβασμός υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, τότε οι προηγούμενες θέσεις της Ευρωλίγκας που αποτελούν την πεμπτουσία της ηθικής των σπορ θα ήταν ζωτικής σημασίας και βέβαια σημείο ευρείας αθλητικής και κοινωνικής συναίνεσης. Όταν, όμως, αυτές «αιωρούνται» ή ακόμη χειρότερα η αίσθηση της «αδικίας», ορθά ή εσφαλμένα, διαχέεται σ’ ένα ευαίσθητο χώρο, που σύμφωνα με την ίδια τη διοργανώτρια αρχή «η αντιπαλότητα και ο ανταγωνισμός βρίσκονται στο κέντρο του ευρωπαϊκού αθλητικού πολιτισμού» και θα προσέθετα στο κέντρο της επιχειρηματικής και καπιταλιστικής δομής της Ευρώπης, τότε η ίδια η «δημοκρατία» οργανώνει τις ενέργειες για την ανάδειξη της «απόκλισης» και τη διεκδίκηση του δικαίου, τότε η ίδια η «δημοκρατία» αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, στο όνομα της προστασίας των συμφερόντων της κοινότητας του όποιου αθλητικού οργανισμού και της αξιοπιστίας της διοργάνωσης. Τότε είναι που εκ των πραγμάτων ο «δήμος» και όχι ο όχλος της ομάδας διεκδικούν το σεβασμό των δικαιωμάτων τους μέσα σε μια πολύ σοβαρή κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική διαδικασία, όπως είναι αυτή των σπορ. Παρεμπιπτόντως η θέση που όλο και περισσότερο ακούγεται το τελευταίο διάστημα, ότι δεν είναι «έξυπνο» να αντιπαρατίθεται κάποιος με τους οικονομικά ισχυρούς δεν αποτελεί απλώς μια συντηρητική άποψη που αντίκειται στην ιδέα μιας Ευρώπης των πολιτών δια μέσου των σπορ, αλλά κυρίως είναι εξόχως επικίνδυνη, γιατί συνδέεται με τη χειραγώγηση σκέψεων και συμπεριφορών.
Ως εκ τούτου η περαιτέρω συζήτηση μπορεί να αφορά μόνο στον τρόπο που αθλητικοί οργανισμοί ή πρόσωπα διεκδικούν το «δίκιο» τους και στις ενέργειες που αυτοί επιλέγουν να ακολουθήσουν είτε μέσα στα θεσμικά όργανα της κλειστής «λίγκας» είτε μέσω του δημόσιου λόγου. Οφείλω να σημειώσω την πλήρη διαφωνία μου με τον τρόπο διαχείρισης του θέματος που κάποιες φορές προκύπτει και κυρίως με τη χρήση λόγων / εκφράσεων και συμπεριφορών που μπορεί να περιέχουν έστω και υπαινιγμούς προσβολής αξιών και προσώπων. Ακόμη, όμως, κι αν διαφωνήσουμε όλοι και κατακρίνουμε ή αποδοκιμάσουμε τέτοιες ενέργειες, η στάση μας αυτή δεν θα είναι αρκούντως ειλικρινής, για να μην πω ότι θα είναι εμφανώς υποκριτική, γιατί θα μεταθέτει τη συζήτηση στο «σύμπτωμα» και στην «αντίδραση» και θα την απομακρύνει από την ουσία του θέματος. Και το αιτούμενο είναι απλό: μέσα από ποιες διαδικασίες θα προάγουν οι αρμόδιοι τη συζήτηση για να διασφαλίσουν την ανοιχτή και ισότιμη διαδικασία στη λήψη των αποφάσεων και στην πειστική εφαρμογή των συνθηκών του παιχνιδιού. Γιατί χωρίς αίσθηση δικαίου δεν υπάρχει κοινωνία των σπορ και βέβαια δεν υπάρχει αθλητικό προϊόν.
Άκης Παυλογιάννης, Δρ. Ιστορίας του Αθλητισμού
ΦΩΤΟ@tv.euroleague.net