Παρασκευή 22.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Ο φωταγωγός

ΚΥΡΙΑΚΗΣ
26 Αυγούστου 2023 / 11:27

"Στην Νέα Ορλεάνη εκείνης της εποχής κανείς δεν ήξερε ούτε κατά που έπεφτε η Αλβανία ούτε καν ότι υπήρχε μια κοινότητα Αλβανών στην πόλη"

Το χειρότερο πράγμα που πρέπει να συμβαίνει σε έναν εξόριστο θα πρέπει να είναι η ομοιογένεια με τους συν-εξόριστους του.

Νομίζω ότι αυτό θάναι το πιο αβάστακτο μαρτύριο.

Στην περίπτωσή μας, ευτυχώς, ζούμε μεν σε μια κατάσταση εξορίας αλλά με την μεγάλη πολυτέλεια της βιοποικιλότητας.

Έτσι λοιπόν στην δική μου εξορία ένας τρόπος για να έρχομαι σε επαφή με τους συνεξόριστους μου είναι και ο φωταγωγός της πολυκατοικίας μας.

Καθώς το λέει και η λέξη, οι φωταγωγοί επινοήθηκαν για να άγουν το φως μέσα στα σπίτια.

Στις σημερινές πολυκατοικίες χρησιμεύουν κυρίως για να αερίζονται οι κουζίνες και οι  καμπινέδες.

Στην περίπτωσή μου ο φωταγωγός χρησιμεύει και για να ακούω  (άθελα μου) τα τεκταινόμενα του μικρόκοσμου της πολυκατοικίας.

Δεν υπάρχει απολαυστικότερο πράμα από το να είσαι στην τουαλέτα, να κάνεις την ανάγκη σου και να ακούς  live τον χρυσαυγίτη του τρίτου να «σκοτώνεται» με την γυναίκα του, την κόρη του, την πεθερά του και την εγγονή του ταυτοχρόνως.

Αισθάνομαι την ανάγκη να υπογραμμίσω εδώ ότι δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός σε σχέση με το γυναικείο φύλο. Το λέω αυτό για να αποφύγω τυχόν παρεξηγήσεις με το ακαταμάχητο  κίνημα του νεοφεμινισμού που βρίσκεται παντού γύρω μας και καραδοκεί να κατακεραυνώσει τους πάντες.

Είναι στιγμές, λοιπόν, που όταν ο χρυσαυγίτης βρίσκεται στο καναβάτσο, ψευδίζει και λέει διάφορα ακατάληπτα, νοιώθω μια απέραντη τρυφερότητα για αυτόν.

Ανακατεύω στο φούρνο δυο χταποδάκια γκιουβέτσι και ακούω συγκινημένος σε συνέχειες να ξετυλίγεται το δράμα μιας οικογένειας που τα μέλη της δεν έχουν απολύτως τίποτα κοινό εκτός από το ότι ο καθένας υπογραμμίζει κάθε τόσο το γνωστό «…κατά την προσωπική μου γνώμη».

Βλέπεις πολλούς σήμερα να λένε το «…κατά την προσωπική μου γνώμη…» και νομίζεις ότι έχει και κάποια άλλη γνώμη που δεν είναι «προσωπική» ή σαν την «προσωπική» του γνώμη να την διαμόρφωσε μόνος στην απεραντοσύνη του διαστήματος ως αστροναύτης και, όταν επιτέλους, έφτασε στην Γή, «ένοιωσε την ανάγκη να μας την πει».

Σφίγγεις τα δόντια και τον ακούς υπομονετικά να παπαγαλίζει ακριβώς ότι άκουσε την προηγούμενη βραδιά στις ειδήσεις.

Γέμισε ο κόσμος από «ανεπηρέαστους», «ανεξάρτητους», «ανένταχτους» και «αυτόνομους» που αναμεταδίδουν την «προσωπική» τους άποψη που κάπου άκουσαν πιο πριν.

Ο φωταγωγός μου, λοιπόν, λειτουργεί σαν ραδιόφωνο του εξήντα με τις δημοφιλείς και συγκινητικές σαπουνόπερες που τις παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα εκατομμύρια ακροατές.

Σε αντίθεση με το ραδιόφωνο, έχει το μειονέκτημα ότι δεν έχει κουμπί να τόνε κλείσεις.

Θα τα ακούσει όλα θες δε θες.

Είναι στιγμές που ταυτίζομαι με τον Τζον Αμιέλ στην ταινία «Και ο Θεός έπλασε την θεία Τζούλια».

Ο πρωταγωνιστής έβγαζε το ψωμάκι του σαν παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών σαπουνόπερας σε επαρχιακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ.

Παρακολουθούσε τις καθημερινές συμπεριφορές ανθρώπων και έφτιαχνε ράδιο σαπουνόπερες από αληθινές καθημερινές ιστορίες.

Έφτασε στο σημείο, ο αθεόφοβος,  να κάνει σίριαλ τον κρυφό έρωτα ενός νεαρού φίλου του  με την θεία του τη Τζούλια.

Τον παρακολουθούσε, έκλεβε τις ατάκες και την άλλη μέρα τις ενσωμάτωνε αυτούσιες στην σαπουνόπερα του.

Συναντούσε, για παράδειγμα, την θεία του και της  έλεγε: « ...δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Σε βλέπω κάθε νύχτα στον ύπνο μου».

Η Θεία Τζούλια κολακευμένη του απαντούσε σε τόνο δραματικό: «...και εγώ σ’ αγαπώ αλλά αυτή η σχέση δεν οδηγεί πουθενά».

Την άλλη μέρα οι ακροατές του σταθμού άκουγαν με κομμένη την ανάσα τις ίδιες ατάκες σε ένα ερωτικό δράμα που συνέβαινε στην διπλανή τους πόρτα.

Εκτός από την αγωνιώδη ερωτική πλοκή  ο παραγωγός συνήθιζε να βάζει εμβόλιμα και ατάκες που προσέβαλαν ειδικά τους …Αλβανούς.

Έλεγε, δηλαδή, σε κάθε ευκαιρία:

- «Είναι νύχτα …βρέχει και κάνει κρύο… ο Τζον Μάλεϋ περνάει από ένα σκοτεινό σοκάκι που είναι γεμάτο σκουπίδια, λάσπες, ποντικούς και Αλβανούς».

Στην Νέα Ορλεάνη εκείνης της εποχής κανείς δεν ήξερε ούτε κατά που έπεφτε η Αλβανία ούτε καν ότι υπήρχε μια κοινότητα Αλβανών στην πόλη.

Μόλις κατάλαβε ο ανιψιός ότι η μελοδραματική σαπουνόπερα αφορούσε το ίδιο και τον κρυφό έρωτα του  με την θεία Τζούλια έγινε έξαλλος εναντίον του παραγωγού  και τον έψαχνε για να τον σκοτώσει.

Σαν να μην έφτανε αυτό έρχονται και οι Αλβανοί και καίνε το σταθμό.

Δραπετεύει από την πόλη ντυμένος πυροσβέστης απάνω στο πυροσβεστικό που πήγε να σβήσει τη φωτιά.

-«Καλά όλα τα άλλα… με τους Αλβανούς γιατί τα έβαλες;» τον ρωτάει ο οδηγός του πυροσβεστικού.

-«Δεν υπάρχει κανένας λόγος, φίλε μου, στον προηγούμενο ραδιοφωνικό σταθμό που δούλευα τάχα βάλει με τους Νορβηγούς».

ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

ΦΩΤΟ@SHUTTERSTOCK