«Χωρίς αναισθητικό» το νοσοκομείο Κερκύρας
Μετά τις ανακοινώσεις και τις δηλώσεις, η Διοίκηση συναντήθηκε με τους γιατρούς, χωρίς να υπάρξει κάποια ανακοίνωση ενώ κλήθηκαν και οι άλλοι εργαζόμενοι αλλά δεν πήγαν, τουλάχιστον την Παρασκευή, στο ραντεβού.

ΚΕΡΚΥΡΑ. Η θρυαλλίδα που απειλεί να τινάξει στον αέρα τη λειτουργικότητα του νοσοκομείου, μετά την παλαιότερη έλλειψη στους παθολόγους, είναι πια η δραματική συρρίκνωση των αναισθησιολόγων — ένα πλήγμα που αγγίζει την ίδια την καρδιά της χειρουργικής του λειτουργίας. Δύο από τους πέντε έχουν ήδη αποχωρήσει και ο τρίτος έχει καταθέσει παραίτηση. Αν αυτή ολοκληρωθεί, η δυνατότητα του νοσοκομείου να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του απέναντι στους ασθενείς θα περιοριστεί δραματικά. Η διοικήτρια, μεταξύ σφύρας και άκμονος, προσπαθεί να κλείσει τις πληγές. Οι γιατροί που συναντήθηκαν μαζί της την επομένη της τελευταίας κρίσης προειδοποιούν πως το ότι προς στιγμήν «δεν φαίνεται» το πρόβλημα δεν σημαίνει πως έχει εξαφανιστεί· απλώς σιγοκαίει.
Την ίδια ώρα, στα κοινωνικά δίκτυα πολλαπλασιάζονται οι αναφορές στο καθημερινό δελτίο διακομιδών στα Γιάννενα ως απόδειξη της ανεπάρκειας του κερκυραϊκού νοσοκομείου, ενώ οι εργαζόμενοι επιμένουν στον ελλειμματικό και ξεπερασμένο οργανισμό του. Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο σύνθετη: ακόμη κι αν κάλυπτε όλες τις προβλεπόμενες θέσεις, ο οργανισμός του δεν επαρκεί για ένα νοσοκομείο που, λόγω τουριστικής πίεσης, λειτουργεί επί μήνες με χαρακτηριστικά μεγάλου αστικού κέντρου. Και όσο κι αν το προσωπικό υπερβαίνει τον εαυτό του, η μετατροπή του «ηρωισμού» σε προϋπόθεση της καθημερινής λειτουργίας δεν αποτελεί κίνητρο στελέχωσης — το αντίθετο μάλιστα. Ενισχύει την εικόνα ενός νοσοκομείου, όπου οι αποχωρήσεις γιατρών και υγειονομικών δεν είναι εξαίρεση αλλά αντικίνητρο.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι χαμηλοί μισθοί σε σχέση με το υψηλό κόστος διαβίωσης, η υπερβολική επαγγελματική πίεση και η αίσθηση ότι το μοντέλο λειτουργίας παραμένει επαρχιακό ενώ οι ανάγκες είναι μητροπολιτικές, συνθέτουν ένα τοξικό μείγμα. Το υπουργείο, αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στον πυρήνα του, περιορίζεται σε διαχείριση του «έκτακτου», χρηματοδοτώντας αδρά τις συνεχείς διακομιδές και αναπαράγοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο: υψηλό κόστος, χαμηλή απόδοση, εξαντλημένο προσωπικό. Σε αυτό το πλαίσιο, όση καλή θέληση κι αν έχει η διοίκηση, δεν υπάρχει σύστημα που να μπορεί να απαντήσει σε τόσο κραυγαλέες αντιφάσεις.
Η τοπική κοινωνία μοιάζει να έχει συνηθίσει την κριτική ρητορική, ίσως επειδή η κατάσταση παραμένει χρόνια — «με κάθε κυβέρνηση». Όμως, παρά τις προσπάθειες που έγιναν, το νοσοκομείο δεν έχει φτάσει στο επίπεδο λειτουργίας που απαιτεί ένα νησί με αυξημένη τουριστική και υγειονομική επιβάρυνση. Η νομοθέτηση της στήριξης του στεγαστικού προγράμματος των υγειονομικών από την Αυτοδιοίκηση, που θα έπρεπε να είναι σημείο καμπής, κατέληξε σε φιάσκο: όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε, αλλά, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, ζητήθηκε από το νοσοκομείο να βοηθήσει εκείνο με δικά του ακίνητα τις στεγαστικές ανάγκες άλλων δημοσίων υπαλλήλων!
Εξίσου άκαρπη φάνηκε και η «προβληματική» περιοχή, χαρακτηρισμού του νοσοκομείου — μια υποτίθεται προνομιακή φάση που δεν απέδωσε τίποτα το ουσιαστικό. Και όσο αυτή η περίοδος λήγει, χωρίς προοπτική παράτασης ή ενίσχυσης, οι οιωνοί γίνονται όλο και πιο δυσοίωνοι.
Ποιος, λοιπόν, επιμένει ότι η πολιτική στάση των τοπικών φορέων και της διοίκησης μπορεί να παραμείνει «κατά τα συνηθισμένα» όταν το ίδιο το σύστημα εκπέμπει σήμα κινδύνου;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΪΤΗΣ
Είναι ο εκδότης - διευθυντής της Ενημέρωσης. Έχει σπουδάσει και εργαστεί ως μηχανικός και ηλεκτρονικός. Δημοσιογραφεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Έχει συνεργαστεί με σχεδόν όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων, τον οποίον υπηρέτησε και από τη θέση του γενικού γραμματέα στο δ.σ. επί οκτώ χρόνια. Πιστεύει πως η ισχυρότερη ιδιότητα του δημοσιογράφου στην ενημέρωση είναι το ενδιαφέρον του για τα κοινά και στην επικοινωνία η έντιμη και ανιδιοτελής διαμεσολάβηση.


