Για ένα προβοκατόρικο χωνάκι
Μάκης Μανέτας
21 Απριλίου 2017
/ 09:57
Αναμνήσεις από την πρώτη επέτειο της 21ης Απριλίου. Γράφει ο Μάκης Μανέτας
Είχε πέσει ίδια μέρα Παρασκευή -όπως και σήμερα- πρίν των Βαΐων ο τρόμος της δικτατορίας εδώ και πενήντα ολάκερα χρόνια.
Μιλιταριστικά εμβατήρια από τα ξημερώματα στα ράδια και φωνές με στόμφο και μίσος να μιλάνε για θρίαμβους επί κομμουνιστών και "συνοδοιπόρων" και το σπίτι ανάστατο όπου θάβονταν βιβλία, κειμήλια, αντικείμενα να καίγονται χαρτιά και να τοιμάζονται βαλιτσάκια.
Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε.
"Ανάσταση" διπλή εθνικιά και θρησκευτικιά γιορτάζανε το '68 οι πραξικοπηματίες φασίστες μιας κι έπεφτε εικοσιμιά τ'Απρίλη το Πάσχα. (Χριστός Ανέστη-Λαός ανέστη ήταν το σύνθημα-πρωτοσέλιδο στις φυλλάδες).
Είχα παρατήσει το σχολειό για το ευκαιριακό μεροκάματο στην ηλικία, που μόλις άρχιζε να ιδρώνει το χνούδι απ'το μουστάκι. Ο πατέρας αχθοφόρος ήταν ευρέθιστος κι ανεπιθύμητος.
Βοηθούσε και που τότσουζε λιγάκι κι αρπαζόταν εύκολα με τους δραγουμάνους του και δε στέργιωνε σε δεύτερη δουλιά.
Δεν ήξερα να χωρίσω τη θρησκευτικιά νηστεία.
Νηστήσιμα σχεδόν πάντα βράζαν στο τσουκάλι της μάνας.
Και τη μεγάλη Παρασκευή δεν την ξεχώριζα.
Γιατί όλες οι μέρες ήταν Μαύρες Παρασκευές με τόσους συγγενείς και φίλους σκορπισμένους στα ξερονήσια και τις φυλακές κι έπρεπε να τσοντάρουμε από το στέρημα σε κοινό ταμείο για τις οικογένειες που ορφάνεψαν.
Πένθος κι αναμονή και κάθε μεσημέρι στο ράδιο απ'το Λονδίνο και το Παρίσι μπας και φανεί μιά αχτίδα εχτός από τους Βιετναμέζους που νικάγανε την μισητή υπερδύναμη με την επίθεση του Τέτ κείνη τη χρονιά σαν μπήκαν ντυμένοι εκδρομείς με στεφάνια στη πόλη της Σαϊγκόν και καταλάβανε την Πρεσβεία -φρούριο και τους κάνανε ρεντίκολο στην Οικουμένη.
Δούλευα τις μέρες του Πάσχα στις λάντζες εστιατορίων και 'κείνη τη χρονιά είχα πάρει και προαγωγή για βοηθός σερβιτόρου. Είκοσι φράγκα μεροκάματο και τριάντα -τριανταπέντε με τα τυχερά.
Γι'αυτό και σπάνια είχα πάει πιτσιρικάς στην Ανάσταση στη Πλατεία. Έπρεπε να 'τοιμαστεί το μαγαζί και να υποδεχτούμε τους πρώτους πελάτες που κατάφταναν λιμασμένοι και φουριόζοι μετά τα πρώτα πυροτεχνήματα για μαγειρίτσα και σκώτια και παιδάκια και τυριά .
Και τότες τα πούλμαν και τ'άμάξια φτάναν στη Κέρκυρα από τη Μεγάλη Δευτέρα και Τρίτη και καθόταν το λιγότερο μιά βδομάδα και μερικοί ξεπερνάγανε το δεκαήμερο.
Ξόδευαν γερά εδώ στη πόλη, και το Καστέλο, που πήγαινε κι ο Αμερικάνος πρεσβευτής ο Τάσκα, θεωρούταν μακρινό .
Λίγοι ερχόταν κι απ΄ τον Περαία με τον "Μιαούλη" και το "Αγγέλικα" και δεν ήταν πολλά τα χρόνια πούχε ξεκινήσει ο οργανωμένος τουρισμός με Ολλανδέζους κι Εγγλέζους πρώτους. (Θυμάμαι κάποιους "Φίτ" απ'το Ρότερνταμ που τους βρήκα σαν μπάρκαρα και "Γουίνκς" Λοντρέζους, που κουβάλαγα βαλίτσες σαν φτάναν σε ξενοδοχεία του λιμανιού). Είχα βάλει στη μπάντα ένα ολάκερο τάληρο να ξοδέψω κείνη τη μέρα από τα πουρμπουάρια.
Θα πήγαινα μ'ένα δίφραγκο ν'αγοράσω από τον Ρούσινο, πούχε μεταχειρισμένα περιοδικά στο ανηφοράκι της Ματζάρου, ιστορίες με το Λέμι Κόσιον, που απαγορευόταν στο σπίτι σαν αμερικάνικη προπαγάντα και είχαν εξώφυλλα προκληκτικά με ημίγυμνες .
Και μετά με τα υπόλοιπα θα πραγματοποιούσα τ'όνειρό μου πούταν να φάω ένα παγωτό με φρέσκια κρέμα από τη μηχανή .
"Ιταλικό" τό λεγαν τότες, μιας και ήταν απ'εκεί τα μηχανήματα. Το μαγαζί που το'χε πρωτοβάλει ήταν το καφενείο του Ιωνά στη γωνία απ΄το τετράγωνο του "Παλλάς" με την ανηφόρα του Μπούζη που έμενε κλειστός μεγαλοβδόμαδα και συνήθως είχε ουρά από κόσμο που ήταν περίεργος για τη καινούργια γεύση κόσμου. (Είναι μαγαζί με ρούχα σήμερα νομίζω).
Κείνο τ' άπόγευμα, που μόλις έπεφτε ό ήλιος, χάρηκα γιατί δεν υπήρχε κανένας και σερβιρίστηκα αμέσως από τη κοπέλα που γέμισε ψηλά το λευκό χωνάκι.
Τρία φράγκα κόστιζε όσο κι ο πύραυλος της Έβγα -που ήταν τεράστιος κι ανάμιχτος με σοκολάτα και μύγδαλα - κείνο το λαχταριστό δροσερό χωνάκι με τη προκληκτική φιδίσια ουρά που κατέληγε σε όμορφη πόντα.
Φωνές αντρικές και γυναικείες διάκοψαν τα πρώτα απολαυστικά γλυψίματα.
-Δε ντρέπεσαι παλιόπαιδο να τρως παγωτό Μεγάλη Παρασκευή;
- Δεν έχουν αγωγή απ΄το σπίτι τους τα τσογλάνια τσίριξε μιά χοντρή.
- Είναι του Μαντουκιώτη του μεθύστακα. Τι περιμένεις συμπλήρωσε κάποιος άλλος...
- Φωνάχτε ένα αστυφύλακα να το μαζέψει. Δε σέβονται τίποτα οι τεντυμπόυδες.
Τότε κάποιος με άμπωσε με δύναμη κι έπεσε από τα χέρια μου το πολύτιμο έδεσμα μαζί με τον "Αγιο" τον Σάιμον Τέμπλαρ, πούχα αγοράσει εκεί που ήταν οι πάγκοι με τις εφημερίδες κάτω απ'τη σκαλινάδα δίπλα από τα φολιέτα.
Το μισό σκόρπισε γάλα στις πλάκες και το υπόλοιπο έμεινε μες το χωνάκι στα χώματα απ 'το παρτέρι του δέντρου.
Έκανα ενστιχτώδικα μια κίνηση που χρειάστηκε να την επαναλάβω πολλές φορές στη ζωή μου και να την συνεχίσω μέχρι το στόχο .
Έβγαλα τα κλειδιά μου προτεταμένα ανάμεσα στα μεσαία δάχτυλα.
- Στα χώνω τώρα μές το μάτι βρωμόγερε, ούρλιαξα!
Ο τύπος κοντός σαραντάρης με ποντικίσια μούρη και ψιλοκομένο χαφιέδικο μουστάκι αγκαζέ με τη κυράτσα του έκανε γρήγορα μεταβολή κι έφυγε .
Οι άλλοι το βούλωσαν.
Είχα γρατζουνίσει το γόνατο, που ήταν στα αίματα .
Ένιωσα πρώτη φορά τη σιγουριά που σου δίνει η δίκαιη αγανάχτηση και το θράσος.
Πήρα το παγωτό όπως ήταν βρώμικο και πέρασα αναμεσά τους αφού φύσηξα τις σκόνες και το κατάπια θριαμβευτικά κατηφορίζοντας προς το νέο λιμάνι, που δούλευα ενώ ακούγονταν οι μπάντες.
Δέν υπήρχε πια όμως η νοστιμιά της λιχουδιάς. Είχε υπερισχύσει μία άλλη γλυκάδα που με πλυμμήριζε σαν ανατριχίλα. Εκείνη του κίνδυνου και της ρήξης με αυτό που σήμερα αποκαλούμε " Σιωπηλή πλειοψηφία". Μιας γλοιώδικιας σιχαμερής μάζας που μποδάει την κοινωνική εξέλιξη και κολλάει πάνω της σαν τσούχτρα, σα μέδουσα μιάς εχθρικιάς μηχανής πολύ πιο επικινδύνης από τα στρατιωτικά κι αστυνομικά περίπολα, που μας σταμάταγαν και μας ανάκριναν στους δρόμους.
Ήταν πρώτη μου αθέλητη προβοκάτσια.
Ακολούθησαν κι άλλες πολιτικές και όχι μόνο
Αρκετές πετυχημένες και περσότερες αποτυχημένες.