Η Κάλη, ο Κάντζα, ο Ρος και οι καλικάντζαροι
Λιάνα Βραχλιώτη
22 Δεκεμβρίου 2016
/ 13:38
Από τη Λιάνα Βραχλιώτη Για την εγγονή της και όλα τα παιδιά Για τα Χριστούγεννα του 2016
Μια φορά κι έναν καιρό,
Παραμύθι θε να πω.
Κόκκινη κλωστή δεμένη
Στην ανέμη τυλιγμένη,
Σε μια χώρα μακρινή,
Σε μια χώρα κοντινή,
Ζούσε ένας βασιλιάς
Με φαλάκρα και κοιλιά.
Όλη μέρα μασουλούσε
Στο παλάτι τριγυρνούσε,
Έψαχνε κι άλλο φαί,
Ήταν αχόρταγος πολύ.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το παλάτι του Βασιλιά, ήταν μεγάλο και φανταχτερό. Είχε τρεις κουζίνες για να προλαβαίνουν να του μαγειρεύουν και οχτώ μπάνια, γιατί όταν κάποιος τρώει πολύ, χρειάζονται. Τέσσερις τραπεζαρίες, πέντε σαλόνια και μια τεράστια κρεβατοκάμαρα , με ένα ακόμα πιο τεράστιο κρεβάτι για να τον χωράει.
Όμως….., παρ’ όλα αυτά, ο Βασιλιάς δεν ήταν ευχαριστημένος. Είχε πολλά προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά.
Το μεγαλύτερο εσωτερικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε, ήταν πως το στομάχι του κάποτε δεν χωρούσε άλλο φαγητό και αναγκαζόταν κάπου- κάπου να σταματάει την αγαπημένη του δουλειά.
Το μεγαλύτερο εξωτερικό πρόβλημα, βρισκόταν στον κήπο του παλατιού. Ήταν ένα μεγάλο δέντρο. Ένα δέντρο που είχε φυτέψει ο προ-προ-προ-προπάππους του, είχε ποτίσει η προ-προ-προ- προγιαγιά του. Στα κλαδιά του είχαν σκαρφαλώσει τα παιδιά και τα εγγόνια τους, μέσα σε αυτά και ο μπαμπάς του Βασιλιά. Οι ρίζες του είχαν απλωθεί βαθειά μέσα στη γη. Ο κορμός του ήταν τόσο χοντρός, που ήθελε δέκα ανθρώπους πιασμένους στις άκρες των χεριών για τον αγκαλιάσουν. Και τα κλαδιά του…..
Αχ, αυτά τα κλαδιά! Αποτελούσαν το μεγαλύτερο πρόβλημα του προβλήματος. Είχαν φτάσει τόσο ψηλά, είχαν απλωθεί τόσο πολύ δεξιά, αριστερά, μπροστά και πίσω, που… έκρυβαν τη θέα από το μπαλκόνι του Βασιλιά κι αυτός δεν μπορούσε να αγναντεύει το βασίλειο του.
Άσε που πάνω τους κούρνιαζαν ένα σωρό ζώα και πουλιά.
Μερμύγκια, σκουληκάκια, πεταλούδες, σκαθάρια κι άλλα… κι άλλα, τόσο μικρά που ήθελες φακό για να τα δεις.
Σκιουράκια, ποντικάκια, σαύρες, φίδια στους κάτω ορόφους.
Σπουργίτια, καρακάξες και μια οικογένεια κουκουβάγιες στο ρετιρέ. Σε αυτούς τελευταία προστέθηκε ένα ζευγάρι κοκκινολαίμηδες με τα τρία μικρά τους κοκκινολαιμηδάκια , πρόσφυγες, που είχαν αναγκαστεί να αναζητήσουν νέο σπίτι γιατί το δικό τους δέντρο, που ήταν στον κήπο ενός άλλου παλατιού, είχε κοπεί πρόσφατα, για παρόμοιους λόγους .
Ο Βασιλιάς, πολύ θύμωνε με όλα αυτά και ειδικά με τους νεοφερμένους.
Τα πουλιά το σούρουπο τρελαινόντουσαν στο τιτίβισμα και το πρωί κουτσούλαγαν και τώρα, λες και δεν του έφταναν αυτά, είχε και τα τιτιβίσματα των ξένων, και τις δικές τους κουτσουλιές.
Οι κουκουβάγιες άρχιζαν το τραγούδι τους το βράδυ, μόλις τα υπόλοιπα ησύχαζαν.
Τα μερμύγκια, του έτρωγαν τα ψίχουλα από το κολατσιό, άσε τα φύλλα. Αυτά κι αν ήταν ενοχλητικά. Του έκρυβαν τη θέα, όταν φυσούσε θρόιζαν ανυπόφορα κι όταν έπινε το τσάι του στον κήπο, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει κάποιο μέσα στο φλιτζάνι του.
Μ αυτά και μ΄ άλλα, ο Βασιλιάς αποφάσισε να το κόψει το δέντρο. Και θα το έκανε αυτές τις μέρες, παραμονές Χριστουγέννων.
Στον πίσω κήπο του παλατιού, σε ένα μικρό φωτεινό και χαρούμενο σπιτάκι, ζούσε ο επιστάτης του με τη γυναίκα του, τα δυο τους παιδιά- την Κάλη και τον Κάντζα -και το γάτο τους τον Ρος.
Πολύ στεναχωρήθηκε ο επιστάτης, όταν ο Βασιλιάς του ανακοίνωσε πως το άλλο πρωί έπρεπε να κόψει το δέντρο και με βαριά καρδιά έψαξε κι ετοίμασε το πριόνι.
-Το δέντρο; Και τι θα γίνουν τα πουλιά, παλιά και νέα, τα ζωάκια, τα μερμύγκια;
Φώναξε η Κάλη που ήταν καλή και αγαπούσε όλα τα πλάσματα, όπως κι αν ήταν κι απ’ όπου κι αν προέρχονταν.
-Και πού θα σκαρφαλώνουμε; Πού θα κάνουμε κούνια; Ποιος θα μας κρατά σκιά στο παιχνίδι μας το καλοκαίρι;
Είπε ο Κάντζα .
-Και πού θα ξύνω τα νύχια μου; Πού θα κυνηγάω ποντίκια και πουλιά;
Νιαούρισε ο Ρος.
-Πρέπει κάτι να κάνουμε!
Είπαν και οι τρεις και σκέφτηκαν, κουβέντιασαν, έξυσαν τα κεφάλια τους και στο τέλος αποφάσισαν:
-Αυτό δεν πρόκειται να γίνει! Θα το εμποδίσουμε! Θα το αποτρέψουμε! Θα κρύψουμε το πριόνι!
Έτσι, το βράδυ που όλοι πλην της κουκουβάγιας, πήγαν για ύπνο, η Κάλη ο Κάντζα και ο Ρος βγήκαν στον κήπο, πήραν το πριόνι κι άρχισαν να σκάβουν μια τρύπα για να το θάψουν.
Έσκαβαν, έσκαβαν, έσκαβαν …και ξαφνικά…..
Το χώμα υποχώρησε και άρχισαν να κατρακυλούν όλοι μαζί, η Κάλη , ο Κάντζα, ο Ρος και το πριόνι, σε ένα τούνελ. Ένα τούνελ με απότομες κατηφόρες και στροφές κι έπεφταν …κι έπεφταν…. Μέχρι που προσγειώθηκαν στο υπνοδωμάτιο του τυφλοπόντικα.
-Ωχ! Κι άλλη φασαρία
Φώναξε αυτός.
-Άλλος από πάνω, άλλος από κάτω, δεν πρόκειται να κοιμηθώ απόψε.
Η Κάλη κι ο Κάντζα τίναξαν τα χώματα από τις πυτζάμες τους, ο Ρος έγλυψε τη σκόνη από τη γούνα του και πριν τελειώσουν άκουσαν τα κλάματα από το διπλανό λαγούμι.
-Μα τι συμβαίνει;
Ρώτησαν τον τυφλοπόντικα.
-Να, οι γείτονες του παρακάτω ορόφου κλαίνε και δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ. Χάσανε λέει, το πριόνι τους.
-Το πριόνι τους;
Είπαν κι οι τρεις μαζί κι αντάλλαξαν ματιές γεμάτες νόημα.
-Θα… μπορούσαμε να τους εξυπηρετήσουμε εμείς. Πώς μπορούμε να τους βρούμε;
Ρώτησε ο Κάντζα και ο Ρος κούνησε την ουρά του.
-Να από εκεί, κατεβαίνεις στο 20ο υπόγειο και αμέσως μετά δεξιά.
Είπε ο τυφλοπόντικας όλο ελπίδα πως ίσως επιτέλους κοιμηθεί και η παρέα κατέβηκε και έστριψε και….
Πω πω τι είδαν εκεί!!!!
Ένα σωρό μικρά , περίεργα, πράσινα πλασματάκια με κατακόκκινα μάτια και πρησμένες μύτες, που έκλαιγαν, έκλαιγαν με λυγμούς απαρηγόρητα.
-Ποιοι είστε εσείς; Πώς σας λένε;
Ρώτησαν τους τρεις φίλους, σταματώντας για μια στιγμή το κλάμα.
-Κάλη
-Κάντζα
-Ρος
Είπαν η Κάλη, ο Κάντζα και ο Ρός και ρώτησαν κι αυτοί με τη σειρά τους
-Κι εσείς;
-Οι καλικάντζαροι.
Απάντησαν τα πράσινα πλασματάκια και ξανάρχισαν το κλάμα.
-Γιατί κλαίτε;
Ρώτησε η Κάλη.
-Γιατί χάσαμε το πριόνι μας και χωρίς αυτό, πάλι δεν θα προλάβουμε να κόψουμε το δέντρο της γης.
Είπε ένας καλικάντζαρος.
-Ωχ! Κι άλλοι που θέλουν να κόψουν δέντρα.
Μουρμούρισε ο Κάντζα και προσπάθησε να κρύψει το πριόνι πίσω από την πλάτη του.
Όμως… ήταν πια αργά. Ένας καλικάντζαρος το είδε και πήδηξε από τη χαρά του.
-Το πριόνι, το πριόνι!!!
Φώναξε και όλοι οι καλικάντζαροι σταμάτησαν το κλάμα και όρμησαν να πάρουν το πριόνι.
-Ποτέ των ποτών!!!!
Είπε ο Κάντζα και πρόταξε ηρωικά τα στήθη του, ενώ ο Ρος έβγαλε τα νύχια του, όρθωσε το τρίχωμα στην πλάτη και… χώθηκε κάτω από το νυχτικό της Κάλης.
-Άστους να το πάρουν!
Φώναξε η Κάλη.
-Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν προλαβαίνουν.
-Σίγουρα;
Ρώτησε ο Κάντζα κι ο Ρος έβγαλε το μουσούδι του από το νυχτικό.
-Σιγουρότατα! Μας το είπε η γιαγιά πέρσι. Το άκουσες κι εσύ, αλλά ήσουν μικρός και το ξέχασες. Πάντα προσπαθούν, πάντα κοπιάζουν και ιδρωκοπούν και πριονίζουν, πριονίζουν… αλλά το δέντρο της γης, το δέντρο του χρόνου και της ζωής, ποτέ δεν προλαβαίνουν να το κόψουν. Δώσε τους το πριόνι. Έτσι κι αλλιώς, καλύτερη κρυψώνα από αυτήν, δεν πρόκειται να βρούμε.
Έτσι, ο Κάντζα έκανε στην άκρη. Ο Ρος ξετρύπωσε αγέρωχα κάτω από τα πόδια της Κάλης και οι καλικάντζαροι πήραν το πριόνι και στρώθηκαν ξανά στη δουλειά.
-Γρήγορα αδέλφια,, γρήγορα! Σε λίγο αλλάζει ο χρόνος και πρέπει να προλάβουμε!
Φώναξε ένας και σκούπισε τον ιδρώτα από το πράσινο μέτωπο του.
Η Κάλη, ο Καντζα και ο Ρος, διέσχισαν το τούνελ και βρέθηκαν στο λαγούμι του τυφλοπόντικα.
-Εσείς είστε παιδιά; Δεν ακούω πια κλάματα. Τα καταφέρατε ε; Μπράβο. Άντε τώρα στο κρεβάτι σας, να προλάβω να πάρω κι εγώ έναν υπνάκο. Ε, όχι από εκεί. Θα ξημερώσει μέχρι να ανεβείτε από το τούνελ. Από την άλλη, πάρτε το ασανσέρ. Γεια σας και όνειρα γλυκά.
Είπε και ξάπλωσε.
Η Κάλη, ο Κάντζα και ο Ρος, μπήκαν στο ασανσέρ, πάτησαν ισόγειο και βγήκαν στον κήπο. Βάλαν μια μεγάλη πέτρα στο άνοιγμα της τρύπας για να μην τη δει κανείς και έτρεξαν στα κρεβάτια τους,
Την άλλη μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, ο επιστάτης έψαχνε το πριόνι, έψαχνε, έψαχνε, δεν το έβρισκε αλλά δεν φαινόταν και τόσο στενοχωρημένος είναι η αλήθεια.
Ο Βασιλιάς, θύμωσε, πείνασε κι έφαγε δυο ταψιά μελομακάρονα και τρία κουραμπιέδες για να συνέλθει.
Η Κάλη, ο Κάντζα και ο Ρος, στόλισαν το δέντρο με φωτάκια, κορδέλες και πολύχρωμες μπάλες .
Κι όλοι μαζί, η Κάλη, ο Κάντζα, ο Ρος, τα σκιουράκια, ποντικάκια, μερμύγκια, σαύρες, σκαθάρια, πεταλούδες κι όλα τα πουλιά -πλην της κουκουβάγιας που κοιμότανε- τραγούδησαν χαρούμενα τα κάλαντα.
Υ.Γ. Οι κοκκινολαίμηδες, δυσκολεύτηκαν λίγο, γιατί αυτά τα κάλαντα δεν τα ήξεραν, καθώς διαφορετικά κάλαντα τραγουδούσαν στο δικό τους δέντρο πριν το κόψουν. Αλλά οι φίλοι τους βοήθησαν να τα μάθουν και έτσι έγινε μια σπουδαία χορωδία, σε όλες τις φωνές και γλώσσες. Τόσο σπουδαία, που τελικά μέχρι και η κουκουβάγια ξύπνησε και έπιασε κι αυτή σεκόντο.