Οι δίκες των εξ(ι): Από την καταδίκη στην απαλλαγή
Συμπληρώνονται εφέτος, στις 28/11, τα 100 χρόνια από την καταδίκη εις θάνατον και την εκτέλεση των έξι εκ των οκτώ πρωταιτίων για την Μικρασιατική Καταστροφή. Γράφει ο Μάνος Ράπτης
Η εκτέλεση των έξι έλαβε χώρα το πρωί της 28/11/2022 (βάσει του Γρηγοριανού ημερολογίου, 15/11 βάσει του Ιουλιανού που ίσχυε τότε) στις 11.30 στο κοίλο χώρο, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως τόπος εκτελέσεων, τότε, και που βρίσκεται πίσω από το Νοσοκομείο Σωτηρία.
Η Δίκη αυτή αποτέλεσε τον επίλογο της Μικρασιατικής περιπέτειας και καταστροφής. Αμέσως μετά την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την πυρπόληση - καταστροφή της Σμύρνης, την εγκατάλειψη των επί αιώνων εστιών τους, την απώλεια δεκάδων χιλιάδων ζωών, τόσο Ελλήνων της Μικράς Ασίας όσο και στρατιωτών και περιουσιών, η Ελλάδα των 6.000.000 κατοίκων αναγκάστηκε να δεχθεί ένα κύμα προσφύγων της τάξεως του 1.200.000, γεγονός πρωτοφανές στην παγκόσμια ιστορία. Ηττημένη, καθημαγμένη, απελπισμένη, φτωχή, εγκαταλελειμμένη από τους θεωρούμενους, έως τότε, «συμμάχους» της, γεμάτη πρόσφυγες απ’ άκρου εις άκρον, με τις κακουχίες και τις αρρώστιες μόνιμους συνοδοιπόρους, η χώρα βρισκόταν στο πιο δύσκολο σημείο της νεώτερης ιστορίας της.
Η αντίδραση ήταν άμεση. Με πρωτοβουλία στρατιωτικών που υπηρέτησαν στην Στρατιά Μικράς Ασίας και βίωσαν από κοντά την προδοσία και την καταστροφή, συγκροτήθηκε αμέσως, στις 11-09-1922, Επαναστατική Επιτροπή από τους στρατιώτες και ναυτικούς που κατέφυγαν στη Χίο και στη Λέσβο, υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Πλαστήρα, Γονατά και του αντιπλοιάρχου Φωκά, η οποία απαίτησε, μεταξύ άλλων, την αποπομπή του βασιλιά Κωνσταντίνου και την τιμωρία των υπαιτίων της καταστροφής. Με συνοπτικές διαδικασίες, οι ως άνω οκτώ αναφερθέντες παραπέμφθηκαν ενώπιον του Έκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου και επακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα.
ΔΙΚΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ;
Τα έκτακτα ή ad hoc Δικαστήρια αποτελούν εκτροπές της κατεστημένης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Είναι παιδιά των κοινωνικών και πολιτικών αναγκών της ιστορικής συγκυρίας, είναι τέκνα μίας εξαιρετικής ιστορικής αναγκαιότητας (πολέμου, επανάστασης κλπ). Δεν μπορούν να κριθούν με τα συνηθισμένα νομικά κριτήρια και τις νομικές σταθερές που επικρατούν σε καιρό ειρήνης. Προιόν μίας τραγικής κατάστασης, τα Δικαστήρια αυτά έχουν τη δική τους ιδιαίτερη λειτουργία που έρχεται να αποδώσει «κάθαρση», να ξεπλύνει τα ανομήματα που κάποιοι δημιούργησαν.
Οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση του μετώπου ήταν τραγικές. Ο νικηφόρος έως τότε και επί μία δεκαετία ελληνικός στρατός διαλύθηκε και υποχώρησε άτακτα μέσα σε λίγες, μόνον, ημέρες. Ανθρώπινα ράκη, σκιές της άλλοτε ένδοξης Στρατιάς Μικράς Ασίας, επέστρεφαν στην χώρα. Πλήθος προσφύγων είχε κατακλύσει όλα τα σημεία της επικράτειας και, κυρίως, τον μεγάλων αστικών κέντρων. Συγκλονιστικές είναι εικόνες της εποχής εκείνης που απεικονίζουν πρόσφυγες εγκατεστημένους σε πρόχειρα στημένες σκηνές στο κέντρο των Αθηνών, στην περιοχή Ψυρρή και αλλού. Η φτωχή Ελλάδα αιμορραγούσε, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όλοι ήταν απογοητευμένοι και καταθλιμμένοι. Σύντομα, όμως, όπως ήταν φυσικό, η απογοήτευση μετατράπηκε σε οργή. Έπρεπε να αναζητηθούν οι υπεύθυνοι αυτής της τραγωδίας και να τιμωρηθούν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με συνοπτικές διαδικασίες η Επαναστατική Επιτροπή προέβη στη συγκρότηση του Έκτακτου Επαναστατικού Δικαστηρίου και στην παραπομπή σε αυτό των, ως άνω αναφερομένων, κατ’ αυτήν πρωταιτίων της Μικρασιατικής Τραγωδίας. Πρέπει να τονισθεί, ότι αυτή δεν ήταν η αρχική επιλογή των επαναστατών. Πρώτη σκέψη των αδιάλλακτων, με αρχηγό τους τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ήταν να συλληφθούν οι πρωταίτιοι και να εκτελεστούν στο θωρηκτό «Λήμνος».
Τελικά, όμως, κατόπιν και έξωθεν πιέσεων, επικράτησαν οι πιο μετριοπαθείς και η υπόθεση οδηγήθηκε σε δίκη. Χώρος διεξαγωγής ορίστηκε η τότε (παλαιά σήμερα) Βουλή. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ορίστηκε ο Αντιστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος. Με την βαριά σκιά της μεγαλύτερης νεοελληνικής τραγωδίας να πέφτει στα κεφάλια των οκτώ κατηγορουμένων, και μετά τη σύντομη σε διάρκεια ακροαματική διαδικασία, εξεδόθη τα ξημερώματα της 15/28-11-1922 η ως άνω καταδικαστική απόφαση.
Το να συζητάμε, ειδικά μετά από 100 χρόνια, για τη συγκεκριμένη Δίκη και αβασάνιστα να λέμε, ότι ήταν «δίκη παρωδία». «δικαστική εκτέλεση» ή «δίκη σκοπιμότητας» αποτελεί, τουλάχιστον, επιπόλαιη προσέγγιση. Και τούτο διότι για να καταλάβουμε τι οδήγησε στην δημιουργία αυτού του Δικαστηρίου και στην παραπομπή ενώπιον των Στρατοδικών των 7 πολιτικών ανδρών και του αρχιστράτηγου της ήττας Γ. Χατζανέστη πρέπει να σεβαστούμε και να ενσκήψουμε στην ένταση της τότε ιστορικής στιγμής και στις αναγκαιότητες που προέκυψαν. Η απόσταση του ενός αιώνα δεν είναι καλός σύμβουλος, τελικά, για μία αξιόπιστη κριτική, όταν γίνεται ελαφρά τη καρδία ή με σκοπό την επιβεβαίωση ή την αποκατάσταση των πολιτικών που ενεπλάκησαν. Οι επαναστάτες του 1922 ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΚΑΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΙΤΙΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ.
Εάν δεν το έκαναν θα προκαλείτο με μαθηματική βεβαιότητα είτε νέα στάση στο στρατό από τους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, οι οποίοι ήταν και οι πλέον φανατικοί, είτε κοινωνική επανάσταση από τον απελπισμένο και εξουθενωμένο λαό, γηγενείς και πρόσφυγες , θύματα της οποίας μπορεί να ήταν και οι ίδιοι οι επαναστάτες. Υπ’ αυτήν την έννοια η Επαναστατική Επιτροπή λειτούργησε με σκοπιμότητα, στην προκειμένη περίπτωση, σκοπιμότητα, όμως, που ήταν απολύτως θεμιτή για τα ιστορικά δεδομένα (κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά) της εποχής.
Η ΜΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΕΤΟΙΑΣ ΔΙΚΗΣ θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε, καθότι το κύμα των αντιδράσεων θα ήταν ακόμη ισχυρότερο και, εν τέλει, ανεξέλεγκτο.
ΉΤΑΝ ΈΝΟΧΟΙ ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ;
Οι κατηγορούμενοι ήταν αναμφισβήτητα ένοχοι. Η επαναφορά του βασιλιά, παρά την προειδοποίηση των «συμμάχων» ότι θα απέσυραν την υποστήριξή τους στην Ελλάδα εάν επανερχόταν (ως φιλογερμανός, ειδικά από τους Γάλλους, εθεωρείτο ως “Persona Non Grata”), η εγκατάλειψη της προσπάθειας κατάληψης της Κωνσταντινουπόλεως, η άτακτη φυγή του Στρατού και εγκατάλειψη φρουρίων και σημαντικού πολεμικού υλικού από έναν αρχιστράτηγο που διοικούσε εκ του μακρόθεν και είχε χάσει κάθε επαφή με τα πραγματικά τεκταινόμενα στο μέτωπο (όταν ξέσπασε η μεγάλη επίθεση του Κεμάλ, στις 13/08, στο Αφιόν Καραχισάρ, ο Χατζανέστης βρισκόταν στη Σμύρνη χωρίς να έχει δυνατότητα επικοινωνίας με το στράτευμα λόγω της, ολίγον μετά την έναρξη της επίθεσης, καταστροφής του ασυρμάτου!), το πρόσκομμα της απαραίτητης κατοχής διαβατηρίου για την είσοδο στην Ελλάδα των προσφύγων κ.α. αποτελούν σαφέστατη απόδειξη της ενοχής των κατηγορουμένων.
Το θέμα είναι εάν αυτοί είχαν δόλο προς τούτο. Όπως έκρινε και ο μόνος επαγγελματίας δικαστικός (Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) από τους συμμετέχοντες στη Δίκη, ως επαναστατικός επίτροπος, ο Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, οι κατηγορούμενοι είχαν, σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενο δόλο καθότι εύκολα μπορούσαν να προβλέψουν (τις είχαν σίγουρα προβλέψει μετά την αποτυχημένη εκστρατεία προς την Άγκυρα τον Αύγουστο του 1922 και την στρατιωτική και διπλωματική καθήλωση και τελμάτωση στην οποία είχαν περιέλθει επί ένα χρόνο) τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών τους, την κατάρρευση του μετώπου και την καταστροφή και εκδιωγμό του μικρασιατικού ελληνισμού, όμως αδιαφόρησαν και την άφησαν να επισυμβεί. Και δεν αδιαφόρησαν, απλώς.
Καίτοι διέβλεπαν την επερχόμενη καταστροφή αρνήθηκαν, με απόλυτη γνώση των συνεπειών αυτής της άρνησης, να την αποτρέψουν δια της συμπτύξεως, παραδείγματος χάριν, του μετώπου σε δυτικότερο σημείο. Και τούτο, διότι λειτουργώντας κατά τρόπο λαικιστικό και προκειμένου να μην εξεγείρουν την κοινή γνώμη εναντίον τους, μία κοινή γνώμη την οποία οι ίδιοι εξέθρεψαν με την προβολή, δια των εντύπων τους, των κατακτητικών επιτευγμάτων και των κλεών του ελληνικού στρατού στα βάθη της Μικράς Ασίας, προτίμησαν να μην πράξουν οτιδήποτε για τη σωτηρία από την επερχόμενη λαίλαπα.
Όταν μέρες πριν και κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Κεμάλ τον Αύγουστο του 1922, ο Γεώργιος Βλάχος, (φανατικός φιλοκυβερνητικός - φιλοβασιλικός και επιστήθιος φίλος του μέχρι πρότινος Πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη) δημοσίευε στην εφημερίδα του, την Καθημερινή, τα δύο περιβόητα άρθρα «Οίκαδε» και «Πομερανοί», σε μία εφημερίδα που εθεωρείτο ως το φερέφωνο των κυβερνητικών θέσεων, με προτροπή την εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας και του ελληνικού πληθυσμού στην τύχη τους από τον ελληνικό στρατό, ο οποίος «έπρεπε να ξεχειμωνιάσει στα σπίτια του», «χωρίς να χαθεί ούτε άλλος ένας τσολιάς για τους μιναρέδες του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ», δεν έπραττε τίποτα άλλο παρά να προπαγανδίζει τις κυβερνητικές θέσεις περί εγκατάλειψης της Μικράς Ασίας και των εκεί χριστιανικών πληθυσμών (ποτέ δεν τους χαρακτήρισε ως Έλληνες ο Βλάχος) στις τύχες τους και στο έλεος των Νεοτούρκων!
Προετοίμαζε, έτσι, την κοινή γνώμη στην παλιά Ελλάδα για το κακό που επρόκειτο, μετά βεβαιότητας, να συμβεί, βάζοντας και ένα λιθαράκι στον οίκο της αντιπάθειας που έχτισαν οι παλιοελλαδίτες κατά των μικρασιατών προσφύγων.
ΉΤΑΝ ΜΟΝΟΝ ΟΙ ΟΚΤΩ ΕΝΟΧΟΙ;
Η Κυβέρνηση των κατηγορουμένων ευθύνεται για τα πεπραγμένα και τους χειρισμούς απ’ όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της, δηλαδή από τις εκλογές της 01/11/1922 και μετά. Η μικρασιατική περιπέτεια ήταν, όμως, ήδη σε εξέλιξη από την 15/05/1919, ήτοι για ενάμιση έτος πριν αναλάβουν οι κατηγορούμενοι τις τύχες του τόπου. Θα έπρεπε, συνεπώς, να αποδοθούν και να αναζητηθούν ευθύνες και σε μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης.
Να σημειώσουμε ότι όταν παρέδωσε την διακυβέρνηση του τόπου στην Ηνωμένη Αντιπολίτευση ο Βενιζέλος, ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία βρισκόταν ήδη στη γραμμή που εκτείνεται από τη Νικομήδεια μέχρι το Αιδίνιο, πολύ ανατολικότερα, δηλαδή, από την προβλεπόμενη από τη Συνθήκη των Σεβρών ελληνική ζώνη κατοχής. Λειτουργώντας ως χωροφύλακας των Άγγλων στην περιοχή και προκειμένου αναίμακτα αυτοί να έχουν προστατευμένα τα συμφέροντά τους στην Καλλίπολη, στην Κωνσταντινούπολη και στη Μοσούλη από τις επιθέσεις του Κεμάλ και των Νεοτούρκων, πρώτος αυτός έστειλε τον Ελληνικό Στρατό βαθύτερα στην Μικρά Ασία και όχι η Ηνωμένη Αντιπολίτευση και οι Πρωθυπουργοί και Υπουργοί της.
Με δεδομένο, δε, το κλίμα πόλωσης, φανατισμού και διχασμού που υπήρχε στην Ελλάδα, από το 1915 και μετά, και με τον αγοραίο λαικισμό που ήταν διάχυτος στην πολιτική ζωή του τόπου, θα ήταν δύσκολο για το Λαικό Κόμμα και τους συνεργάτες του ακόμη και αν το ήθελε (που δεν το ήθελε) να απεγκλωβιστεί από την μικρασιατική περιπέτεια στην οποία ενέπλεξε την Ελλάδα ο Βενιζέλος, καθότι το ανάθεμα του κόσμου θα ήταν εξαιρετικά βαρύ.
Ο ισχυρισμός ότι το έπραξε (την μικρασιατική εκστρατεία) προκειμένου να προστατεύσει τους Χριστιανικούς Πληθυσμούς της Μικράς Ασίας από την επιθετικότητα των Νεοτούρκων απορρίπτεται εκ του αποτελέσματος: ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΔΙΩΧΤΕΙ Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΥΤΕ Η ΣΜΥΡΝΗ ΘΑ ΕΙΧΕ ΠΥΡΠΟΛΗΘΕΙ ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΙΣΕΒΑΛΕ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ.
Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που εξεγέρθησαν οι Τούρκοι. Και βασικός υπαίτιος και ένοχος γι’ αυτό ήταν ο Βενιζέλος, ο οποίος γνώριζε εξ αρχής το θνησιγενές του εν λόγω εγχειρήματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Άγγλος στρατηγός Henry Wilson στο ημερολόγιό του, ήδη από τον Οκτώβριο του 1919, πέντε μήνες, δηλαδή, μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη είχε ενημερώσει τον Βενιζέλο ότι η εν λόγω εκστρατεία θα ήταν καταστροφική και για τον ίδιο, αλλά και για τη χώρα του, ο δε Βενιζέλος συμφώνησε με την εκτίμηση αυτή.
Από την άλλη πλευρά και ο υπουργός εξωτερικών του Βενιζέλου, ο Νικόλαος Πολίτης, δεν είχε ευθύνες, ως απόλυτος γνώστης, μετά βεβαιότητος, ως στενός συνεργάτης του και ως συμμέτοχος στη χάραξη της πολιτικής του, του καταστρεπτικού αδιεξόδου του όλου εγχειρήματος; Βεβαίως και γνώριζε και είχε και αυτός ευθύνη. Επιπλέον, ο αρχιστράτηγος επί πρωθυπουργίας του, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, δεν μπορούσε να διαβλέψει την αδυναμία κατοχής και διατήρησης ενός εκτεταμένου, πέραν των ορίων της Συνθήκης των Σεβρών, κομματιού της μικρασιατικής ενδοχώρας;
Έχοντας απέναντί του την συντριπτική πλειοψηφία του γηγενούς πληθυσμού, ο οποίος μετά βεβαιότητος θα εμάχετο λυσσαλέα απέναντι στον προαιώνιο εχθρό, τους Έλληνες, οι οποίοι πήγαν εκεί ως κατακτητές; Βεβαίως και μπορούσε να το προβλέψει, αλλά το απεδέχθη.
Μεγάλη ευθύνη, όμως, φέρει και ο αμέσως προηγούμενος του Χατζανέστη Αρχιστράτηγος στη Στρατιά Μικράς Ασίας, ο Αναστάσιος Παπούλας. Και αν μεν ο Χατζανέστης φέρει ευθύνη για την αρχιστρατηγία του που διήρκεσε κατά το διάστημα των τελευταίων δυόμιση μηνών της εκστρατείας, ο Παπούλας, ο οποίος ήταν Αρχιστράτηγος από τον Νοέμβριο του 1920 έως τον Μάιο του 1922 δεν φέρει την ίδια αν όχι μεγαλύτερη ευθύνη; Σαφώς και η απάντηση πρέπει να είναι θετική.
Πλην, όμως, στην περίπτωσή του η μη παραπομπή του υπήρξε προιόν συναλλαγής μεταξύ των επαναστατών και του ιδίου. ΔΕΝ ΤΟΝ ΠΑΡΕΠΕΜΨΑΝ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙ ΣΑΝ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΚΤΩ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΕΠΡΑΞΕ!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΑΣ
Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρίγκηπα Ανδρέα.
Βάσει συντάγματος, ο βασιλιάς ήταν ανεύθυνος και δεν μπορούσε να του καταλογιστεί οποιαδήποτε ευθύνη για τους πολιτικούς χειρισμούς. Από την άλλη, όμως, ήταν το «κόκκινο πανί» για τους «συμμάχους», οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει την κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη, ότι εάν τον επανέφερε θα απέσυραν πλήρως οποιαδήποτε στήριξη παρέσχον έως τότε στην Ελλάδα (υλική, κυρίως, και ηθική).
Συμμετείχε, επίσης, όχι τόσο ενεργά όσο επί Βαλκανικών Πολέμων καθότι ήταν, ήδη, σοβαρά άρρωστος, όμως συμμετείχε, στην χάραξη της πολιτικής της Κυβέρνησης και δη της εξωτερικής της πολιτικής διαδραματίζοντας σημαντικότατο ρόλο. Συνεπώς γνώριζε και αποδεχόταν το ενδεχόμενο της πρόκλησης εθνικής καταστροφής προκειμένου, αυτός, να απολαμβάνει τα προνόμιά του.
Η επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου ανεύθυνου για μη παραπομπή του στη Δίκη και στην καταδίκη του ήταν έωλη και εξέθεσε τους επαναστάτες: ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΩ ΔΙΚΑΙΩ, οπότε και δεν έπρεπε να έχει συνταγματικές αγκυλώσεις. Εάν ήταν συνεπές στην επαναστατική πολιτική του (και αυτό και η Επαναστατική Επιτροπή) θα έπρεπε να παραπέμψει σε δίκη και τον Κωνσταντίνο, ως έναν εκ των πρωταιτίων της Καταστροφής και να τον κρίνει ένοχο, όπως και τους λοιπούς.
Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, όπως και στου πρίγκηπα Ανδρέα καταφαίνεται η διαπλοκή και η κατ’ ευφημισμόν επαναστατικότητα του Δικαστηρίου και της Επαναστατικής Επιτροπής: Ο Γονατάς ήταν δεδηλωμένος βασιλικός, οι δε Πλαστήρας και Πάγκαλος (ο οποίος εμφανιζόταν ως ο πλέον σκληροπυρηνικός της Επανάστασης) απεδείχθησαν, συν τω χρόνω, ως ένθερμοι υποστηρικτές της βασιλείας.
Απόδειξη αυτού είναι ότι ο Πλαστήρας κατά τη δεκαετία του πενήντα και υπό την έγκριση του βασιλιά διετέλεσε Πρωθυπουργός, ο, δε, Πάγκαλος εγγυήθηκε με τη ζωή του στο διάδοχο Γεώργιο Β’ για τη ζωή του πρίγκηπα Ανδρέα. Ο οποίος Ανδρέας, όντας ηγέτης του Β’ σώματος στρατού κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας στη φάση του Αυγούστου του 1922, όταν και έλαβε χώρα η Κεμαλική αντεπίθεση, το διέταξε σε υποχώρηση άνευ προηγούμενης διαταγής, με συνέπεια την κατάρρευση του βορείου τμήματος του μετώπου.
Ενώ, λοιπόν, είχε διαπράξει αυτό το έγκλημα (λόγω δειλίας) και ενώ οι οκτώ είχαν καταδικαστεί σε μεγαλύτερες ποινές για ίδιας αξίας εθνική μειοδοσία, αυτός (ο Ανδρέας) με την παρέμβαση του Πάγκαλου (του «αρχιεπαναστάτη») την γλίτωσε με την ποινή της «υπερορίας» (εξορίας). Αναμφισβήτητα, θα έπρεπε και ο Κωνσταντίνος και ο Ανδρέας να παραπεμφθούν και να κριθούν ένοχοι (με την εσχάτη των ποινών, θα προσέθετα).
Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε ασμένως, ότι δεν ήταν μόνον οι οκτώ ως άνω αναφερόμενοι ένοχοι για την Μικρασιατική Τραγωδία. Ένοχοι ήταν και στελέχη της προηγούμενης Κυβέρνησης, η οποία ενέπλεξε τη χώρα σε αυτήν την τραγική περιπέτεια. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο και το ήξεραν, με πρώτον απ’ όλους τον Βενιζέλο. Αλλά, είπαμε, η Ιστορία γράφεται από τους νικητές…
Η ΜΕΤΑ ΑΠΟ 87 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΑΛΛΑΓΗ
To άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτεί για την επανάληψη μιας δίκης νέα - άγνωστα στους δικαστές που καταδίκασαν κάποιον - γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε.
Το 2009 με την 1533/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατόπιν αιτήσεως επανάληψης της δίκης από τον Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, εγγονό του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, όλοι οι κατηγορούμενοι της Δίκης του 1922 απαλλάχθηκαν! Με την απόφαση του Έκτακτου Επαναστατικού Δικαστηρίου της 15/28-11-1922 εξαφανισμένη εδώ και χρόνια, όπως και τα πρακτικά της εν λόγω Δίκης, ο ΑΠ αποφάσισε ότι συνέτρεχαν λόγοι για την επανάληψη της δίκης (όπως μου έλεγε και ένας αγαπητός συνάδελφος, αν προσπαθούσαμε, εμείς, οι απλοί Δικηγόροι, να προσβάλουμε απόφαση στο Πρωτοδικείο χωρίς να έχουμε την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της δίκης, δεν θα μας άφηναν να περάσουμε ούτε την πόρτα του Δικαστηρίου!).
Αποτελεί πρόκληση για τον κοινό νου, το γεγονός ότι έγινε δεκτή η αίτηση επανάληψης της Δίκης του 1922, διότι παρουσιάστηκαν, λέει, τρία νέα στοιχεία, τα οποία αν τα γνώριζαν ο στρατηγός Οθωναίος και οι στρατοδίκες θα έβγαζαν άλλη απόφαση. Τα στοιχεία αυτά ήταν μία επιστολή του Πρωθυπουργού Βενιζέλου προς τον τότε Πρόεδρο του Λαικού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη, το 1929, μία ομιλία του Βενιζέλου στη Βουλή, ως Πρωθυπουργού, το 1932 και μία δήλωση του οπορτουνιστή Πάγκαλου στα απομνημονεύματά του κατά τη δεκαετία του 1950. Σε όλες αυτές τις δράσεις και εκφράσεις αναγνωριζόταν ότι δεν υπήρχε δόλος των κατηγορουμένων της Δίκης του 1922! «Στοιχεία» σημαίνει γεγονότα ή αποδείξεις του εξωτερικού κόσμου, άγνωστες ως τη στιγμή της αποκάλυψής τους στους δικαστές και με δυναμική να ανατρέψουν προγενέστερη δικαστική κρίση.
Στην προκειμένη περίπτωση, υπόψη των δικαστών τέθηκαν πολιτικές δηλώσεις, οι οποίες έγιναν στην εποχή τους, για την επιδίωξη πολιτικού αποτελέσματος (ο Βενιζέλος κατέληξε να αναφωνήσει «Ζήτω ο Βασιλεύς», οπότε σίγουρα δρομολογούσε ένα moratorium με αιχμή της λόγχης την «αποκατάσταση» των έξι, ο δε Πάγκαλος εξ αρχής, από την εποχή της επανάστασης εξεδιλώθη ως φιλοβασιλικός). Θεώρησε το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μας ότι αυτές οι τρεις δηλώσεις αποτελούν ακράδαντες αποδείξεις και ότι αν τις είχε στα χέρια του το Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο θα άλλαζε την απόφασή του!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όλα καλά λοιπόν! Οι βασιλικοί αθωώθηκαν, ο Ε. Βενιζέλος στο απυρόβλητο, μαζί με τους υπουργούς και τους στρατιωτικούς του, παρότι αυτός, πρώτος, επεδίωξε και επεκτάθηκε εις βάθος στη Μ. Ασία, κάνοντας τον χωροφύλακα της Αντάντ και, ειδικά, των Άγγλων προστατεύοντας τα συμφέροντα τους στην περιοχή με τους στρατιώτες μας, ενώ αυτοί δεν διέθεσαν ούτε έναν. Στη μεγαλύτερη τραγωδία που έχει ζήσει από συστάσεώς του το νέο ελληνικό κράτος, ουδείς φέρει ευθύνη. ΌΛΟΙ ΑΘΩΟΙ.
Καταλήγουμε, λοιπόν, κατά λογική ακολουθία, στο συμπέρασμα ότι την ευθύνη τη σηκώνει και πάλι ο λαός, ο απλός έλληνας στρατιώτης, παιδί του λαού, που ξεσηκώθηκε για να φτάσει στα έγκατα της Μ. Ασίας υπακούοντας στις εντολές των κυβερνώντων του, που κουράστηκε, ταλαιπωρήθηκε, πέθανε και μέσα σε λίγες μέρες ετράπη σε άτακτη φυγή. Αυτός ο δειλός (όπως επαίσχυντα προσπάθησαν να τον χαρακτηρίσουν οι έξ(ι) και ειδικά ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης) στρατιώτης, ο οποίος δεν είχε ούτε να φάει! Στο πλάι του οι 1.200.000 πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν μετά από 3.000 χρόνια από τις εστίες τους, και αντιμετωπίστηκαν ως ανεπιθύμητοι από τους παλαιοελλαδίτες (επωνομάστηκαν ως "Τουρκόσποροι", επωνυμία που δεν είμαι σίγουρος αν έχει εξαλειφθεί ακόμη).
Τραγικό συμπλήρωμα σε αυτό το έγκλημα είναι οι δεκάδες χιλιάδες νεκρών και αγνοουμένων που δημιούργησε η γνήσια ανθελληνική πολιτική του Βενιζέλου και του βασιλιά. Και επειδή το Χ είναι το αγαπημένο αποτέλεσμα στα στημένα παιχνίδια, γι' αυτό και τώρα, που ο αχός της βασιλείας έχει ξεθωριάσει, ακόμη και οι δεξιοί ιστορικοί, στηρίζουν τον Βενιζέλο.
Για όλα φταίει η Αντάντ, λένε οι περιώνυμοι και αναγνωρισμένοι ιστορικοί, οι, δε, κυβερνήσεις εντεύθεν της 01-11-1920 και μέχρι την 07-09-1922 μπορεί να έκαναν λάθη αλλά δεν είχαν δόλο προδοσίας! Κύριοι πανεπιστημιακοί, ιστορικοί, δικαστές και πολιτικοί: Όλα μπορεί να είναι στημένα, οι μνήμες, όμως, των δισέγγονων των θυμάτων (πολεμιστών και προσφύγων) του μεγαλύτερου εγκλήματος στη Νεοελληνική Ιστορία είναι ακόμη ζωντανές..., όπως και η κρίση μας... ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΕΣ.
Μάνος Ράπτης
Δικηγόρος