Παρασκευή 22.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Ο βιασμός, έγκλημα συνήθως ατιμώρητο

Ελένη Στρατούλη
27 Ιανουαρίου 2022 / 17:22

Γράφει η Ελένη Στρατούλη

Ο ισχύων νομικός ορισμός του βιασμού περιλαμβάνεται στο άρθρο 336 του Ποινικού μας Κώδικα, που έχει ως εξής:
 
1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών
2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.
3. Αν η πράξη της παρ. 1 έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού ή είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος ή αν ο παθών είναι ανήλικος, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
4. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, τελεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη.
 
Η διαμόρφωση αυτού του ορισμού, διαχρονικά, υπήρξε ανάλογη με τις κοινωνικές συνθήκες και με τις αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας. Γι’ αυτό ο βιασμός αρχικά περιλαμβανόταν στα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας, στη συνέχεια στα αδικήματα εναντίον των ηθών, και μόλις στον Ποινικό Κώδικα του Π.Δ. 283/1985 (ΦΕΚ 106/Α/31-5-1985), που περιείχε τις τροποποιήσεις του ν. 1419/1984 (ΦΕΚ 28/Α/14-3-1984), εντάχθηκε στην κατηγορία των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

Ο νόμος αυτός αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη της ποινικής αντιμετώπισης του βιασμού, καθώς με την τροποποίηση του άρθρου 336 Π.Κ. επέβαλε ως προστατευόμενο αγαθό τη γενετήσια ελευθερία, κατάργησε την έμφυλη διάκριση αντικαθιστώντας τη λέξη «θήλυ» με τη λέξη «άλλον» προς αποφυγή του στιγματισμού της γυναίκας, συμπεριέλαβε και άλλες ασελγείς πράξεις εκτός απ’ τη συνουσία, όρισε τον ομαδικό βιασμό ως διακεκριμένη μορφή του βασικού εγκλήματος και καθιέρωσε την αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος του βιασμού. Με το άρθρο 8 (παρ. 1) του ν. 3500/2006 (ΦΕΚ 232/Α/24-10-2006) εγκληματοποιήθηκε ο συζυγικός βιασμός, καθώς  αφαιρέθηκε η λέξη «εξώγαμη», που υπήρχε πριν απ’ τη λέξη «συνουσία» στο άρθρο 336 Π.Κ.

Ό ποινικός κώδικας που κυρώθηκε με το ν. 4619/2019 (ΦΕΚ 95/Α/11-6-2019), επιχείρησε προσαρμογή στις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις, και ως ένα βαθμό, ενσωμάτωσε τις απόψεις των φεμινιστικών και ανθρωπιστικών οργανώσεων κι εναρμονίστηκε με τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης (Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας). Ο νόμος αυτός στο άρθρο 336 Π.Κ. (παρ. 4) αντικατέστησε τη λέξη «ασελγής» με τη λέξη «γενετήσια» και πρόσθεσε την έλλειψη συναινέσεως του παθόντος ως στοιχείο του βιασμού. Ο δε πρόσφατος ν. 4855/2021 (ΦΕΚ 215/Α/12-11-2021) πρόσθεσε στο άρθρο 336 Π.Κ. (παρ. 3) την περίπτωση του ανήλικου θύματος και ως προς το πλαίσιο της ποινής.

Στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια βγήκαν στο φως συγκλονιστικές έως και ιδιαζόντως ειδεχθείς περιπτώσεις βιασμού, ενώ η πανδημία και η παράλληλη, πολυεπίπεδη κρίση δημιούργησαν περιβάλλον για αύξηση όλων των μορφών βίας.

Απ’ το Δεκέμβριο του 2020 το ελληνικό Me Too, ως κομμάτι του παγκόσμιου κινήματος κατά της κακοποίησης των γυναικών, άνοιξε το δρόμο για να φανερωθούν και να καταγγελθούν πλήθος βιασμοί, ιδίως μέσα στο χώρο του αθλητισμού, του θεάτρου, της μόδας, της εκπαίδευσης, πολλές απ’ τις οποίες ανατρέχουν πολλά χρόνια πίσω. Ξεκλείδωσαν στόματα και βγήκαν στο φως μυστικά που βασάνιζαν τα θύματα και στοίχειωναν τις ζωές τους, συχνά απ’ την παιδική κι εφηβική τους ηλικία. Έγιναν δημόσιες εκμυστηρεύσεις, υποβλήθηκαν μηνύσεις, διενεργήθηκαν συλλήψεις, διεξάγονται έρευνες, αποκαλύπτονται κυκλώματα. Στους δράστες περιλαμβάνονται και πρόσωπα επώνυμα και καταξιωμένα, που εκμεταλλεύονταν τη θέση τους για να παγιδέψουν τα θύματά τους.

Η κοινωνία έμεινε με το στόμα ανοιχτό, παρόλο που λίγο-πολύ γνώριζε ή τουλάχιστον υποψιαζόταν τι συνέβαινε πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες. Έστω με καθυστέρηση, μεγάλο μέρος της αφυπνίζεται, ευαισθητοποιείται και στέκεται αλληλέγγυο στα θύματα. «Καμία μόνη απέναντι στη βία, στο σεξισμό, στο ρατσισμό. Εμείς σε πιστεύουμε», έγραφε το πανό που κράτησαν οι ποδοσφαιριστές του Α.Ο. Αχιλλέα Νυμφών πριν το ματς της περασμένης Κυριακής.   

Ωστόσο, ένα πέπλο σιωπής κάλυπτε μέχρι τώρα όλη αυτή τη νοσηρή, σκοτεινή και δυσώδη κατάσταση. Ελάχιστες υποθέσεις βιασμού καταγγέλλονταν στα αστυνομικά τμήματα, και ακόμα πιο λίγες έφταναν στα δικαστήρια. Η κοινωνία επιρρίπτει ευθύνες στο θύμα αν δεν πληροί τα στερεότυπα, το στιγματίζει, του καλλιεργεί ενοχές και αμφιβολίες, ενθαρρύνοντας ουσιαστικά το δράστη. Όταν μάλιστα η βία αφορά γυναίκα, η άσκησή της είναι κοινωνικά ανεκτή, ακόμα και αποδεκτή ως κανονικότητα, λόγω της πατριαρχικής αντίληψης για την υπεροχή του άντρα, που του παρέχει κυρίαρχο δικαίωμα πάνω της. Η αστυνομία αντιμετωπίζει τα θύματα επιφυλακτικά και με καχυποψία ή προσβλητικά και σεξιστικά. Η νομοθεσία εκσυγχρονίζεται με αργούς ρυθμούς, ενώ ανακριτές και δικαστές, κομμάτι της κοινωνίας κι αυτοί, έχουν να ξεπεράσουν και την όποια δική τους προκατάληψη.

Αυτή η αναχρονιστική «κουλτούρα βιασμού», η ψυχικά επώδυνη, άμεση διαδικασία για τη διαπίστωση της πράξης και των στοιχείων του δράστη, σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια των σχετικών κρατικών δομών και υπηρεσιών, η έλλειψη μαρτύρων, η άγνοια, η ντροπή, ο φόβος, η ταραχή, η διαπόμπευση αποτρέπουν τα περισσότερα θύματα απ’ το να καταγγείλουν και να μηνύσουν τους βιαστές τους, και μάλιστα έγκαιρα, ώστε να μη χαθούν πολύτιμα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και για να μην επέλθει παραγραφή. Τα πράγματα είναι πολύ δυσκολότερα, αν ο δράστης βρίσκεται στο κοντινό περιβάλλον του θύματος, αν υπάρχει σχέση εξάρτησης, αν το θύμα είναι ανήλικο ή ανήκει σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες (πρόσφυγες και μετανάστες, άτομα με νοητική στέρηση ή άλλη αναπηρία κλπ.)

Υπό τέτοιες συνθήκες, χρειάζεται πολύ θάρρος και αντοχή για την άμεση αποκάλυψη και καταγγελία του βιασμού, και στη συνέχεια μεγάλο ψυχικό σθένος, υπομονή, χρόνος και χρήμα, για να ανταπεξέλθει το θύμα στις απαιτούμενες ιατρικές, ανακριτικές και δικαστικές διαδικασίες, μέσα απ’ τις οποίες αναγκάζεται να «ξαναζήσει» πολλές φορές τον εφιάλτη του. Και με την πιθανότητα να μην δικαιωθεί τελικά, αφού η αμφιβολία λειτουργεί πάντα υπέρ του κατηγορούμενου και οδηγεί στην απαλλαγή του. Έτσι, κατά κανόνα το έγκλημα αυτό, που σε όλες τις μορφές του συνιστά κακούργημα, μένει ατιμώρητο.

Η πράξη του βιασμού, περισσότερο απ’ τη σεξουαλική εκτόνωση, αποβλέπει στην απαξίωση, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό του θύματος και την επιβεβαίωση της κυριαρχίας, του ελέγχου και της εξουσίας του δράστη πάνω του, ενώ εν καιρώ πολεμικών συρράξεων ή πολιτικών διώξεων, αποτελεί μέθοδο βασανισμού με σκοπό την τρομοκράτηση, την ψυχική εξόντωση, τη μείωση της αξιοπρέπειας και την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Η πράξη αυτή, πέρα απ’ τις σωματικές κακώσεις, προκαλεί σοβαρά και ανεπούλωτα ψυχικά τραύματα, αλλά και η απόκρυψή της έχει σοβαρές ψυχοσωματικές συνέπειες. Η κατανόηση, συμπαράσταση και υποστήριξη τόσο του στενού, όσο και του ευρύτερου περιβάλλοντος ενθαρρύνει το θύμα να ζητήσει δικαιοσύνη με τη δικαστική δίωξη και καταδίκη του δράστη.

Ο βιασμός - ιδιαίτερα κατά των γυναικών, που είναι τα συνήθη θύματα - αποτελεί σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο, που το επιτείνει η υφιστάμενη οικονομική, αξιακή και θεσμική κρίση. Η πρόληψη και καταπολέμησή του εξαρτάται απ’ την ανάπτυξη του γενικού βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου, και προϋποθέτει συνεργασία και συντονισμό της Πολιτείας με την κοινωνία σε πρωτοβουλίες, παρεμβάσεις, δράσεις, αποφάσεις και μέτρα, όπως: Αναγνώριση και γνώση του προβλήματος, διερεύνηση και καταγραφή των περιστατικών, αναζήτηση και μελέτη των αιτίων, ενημέρωση του κοινού, εξάλειψη με την εκπαίδευση, την παιδεία και τον πολιτισμό της «κουλτούρας του βιασμού», των προκαταλήψεων και των ρατσιστικών «φυλετικών» νοοτροπιών, υλοποίηση της ισότητας της γυναίκας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Επάρκεια οργανισμών, φορέων, υπηρεσιών, δικτύων και δομών απεύθυνσης, εξέτασης, προστασίας, ενημέρωσης, περίθαλψης και στήριξης των θυμάτων, διαμόρφωση μηχανισμών δίωξης και τιμωρίας των δραστών, εφαρμογή καλών πρακτικών πραγματικού σωφρονισμού των κρατούμενων στα σωφρονιστικά καταστήματα, μέριμνα για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Και ως επιστέγασμα, εναρμόνιση της νομοθεσίας, της θεωρίας και της νομολογίας του δικαίου με τις σύγχρονες κοινωνικές κι επιστημονικές αντιλήψεις.- 

ΕΛΕΝΗ ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ
Συν/χος δικηγόρος