Η παραμελημένη κερκυραϊκή λαογραφία
Νίκος Δημήτριος Μάμαλος
14 Οκτωβρίου 2016
/ 11:31
Κάποιες σκέψεις με αφορμή τη μελέτη της δράσης ενός βρικόλακα από τη Β. Κέρκυρα
Αν υπάρχει ένας τομέας της κερκυραϊκής πολιτιστικής παράδοσης που δεν τυγχάνει προσοχής και δεν αποτελεί πεδίο της σύγχρονης μελέτης, όπως θα έπρεπε, είναι αυτός της λαογραφικής της κληρονομιάς, όπως είναι οι θρύλοι, οι δοξασίες, τα αφηγήσεις για τη ζωή και το θάνατο εκτός του στενού χριστιανικού δογματικού κώδικα κ.α. Ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα εμφανίζονται μελέτες που αναλύουν με εμπνευσμένο τρόπο θέματα όπως τα Αναστενάρια, τις δρακοκτονίες κ.τ.λ. παρουσιάζοντας αθέατες όψεις της τοπικής κοινωνίας και των εσωτερικών της σχέσεων, εδώ φαίνεται πως υπάρχει ένας εγκλωβισμός σε στενά μουσικοχορευτικά πλαίσια. Δεν αποτελεί πρόβλημα αυτή καθ’εαυτήν η δραστηριότητα αλλά η μονομέρεια στην αντίληψη της παράδοσης και της σημασίας που έχει για εμάς σήμερα. Νομίζετε ότι είναι άσχετη με τα παραπάνω η συνεχιζόμενη παρακμή των καλοκαιρινών πανηγυριών;
Στην εποχή του Νίκου Πολίτη
Η στασιμότητα της μελέτης της τοπικής λαογραφίας διακρίνεται έντονα στο ότι, σε θεωρητικό επίπεδο, παραμένει εγκλωβισμένη σε τετριμμένες προσεγγίσεις όπως π.χ. στη διάκριση παγανιστικού-χριστιανικού κόσμου, στην υποτίμηση του προνεωτερικού κόσμου απέναντι στον σύγχρονο εγγράμματο κ.τ.λ. Ανεξαρτήτως του αν αυτά τα συμπεράσματα ισχύουν ή όχι, δεν παύουν να αναφέρονται στις πρωταρχικές έρευνες της ελληνικής λαογραφίας (τέλη 19ου αιώνα!) που επιδίωκε να παρουσιάσει τη συνέχεια του ελληνισμού ή να υποβαθμίσει το ‘σκοτεινό’ μεσαίωνα έναντι των σύγχρονων εκπαιδευτικών επιτευγμάτων του κράτους. Οι παλιότερες προσπάθειες των Χυτήρη, Κλήμη, Πακτίτη, σημαντικές και αξιέπαινες βάσει της πρωτοτυπίας της ιστοριοδιφικής τους προσέγγισης, δεν βρίσκουν για την ώρα συνέχεια. Και όμως το υλικό είναι και παρθένο και πλούσιο.
Ο βρικόλακας Σταθάς
Η παρακάτω περιγραφή μιας χωρικής από το χωριό Άγιος Παντελεήμονας προέρχεται από το πολύτιμο έργο του Ιωάννη Μπουνιά (Κερκυραϊκά, Ιστορία - Λαογραφία, τόμος Β, Κέρκυρα 1959) και αποτυπώνει τις έμφυλες σχέσεις, την αγροτική οικονομία και την αντίληψη της σεξουαλικότητας στην κερκυραϊκή ύπαιθρο μέσα από μια άριστα σκηνοθετημένη ιστορία που αναδεικνύει όλο το φαντασιακό της κοινότητας. Η ορθογραφία είναι αυτή της πρωτότυπης έκδοσης ενώ σε παρένθεση επεξηγούνται άγνωστες λέξεις.
Η άμπελος ήτανε χαρτί και όποιος το είχε, το άνοιγε και το διάβαζε και τις έγλεπε όλες τις γυναίκες γαλαπίδικες (γυμνές). Όποια γυναίκα ήτανε, την έκανε δική του, τη κατεβίβαζε εκεί, που ήθελε. Ήθελε μια κοπέλλα, εδιάβαζε το χαρτί αυτό και την έπιανε, και πήγαινε μακάρι στο κουνουφάδι (έλος κοντά στο χωριό) να τον βρη. Τσι άμπελες τσι κάψανε, γιατί γινήκανε αφορισμοί. Ήτανε πράγματα διαολικά. Ο Αγγελέτος (συγχωριανός του, κάτοικος του χωριού) είχε την άμπελο και είχε δέκα γυναίκες. Αυτά εκαταχθονιαστήκανε. Είπε σε κάποιανε: ‘εσυ, παιδί μου, έχεις στο γιομάρι σου ένα σφάχτη (φίδι)’ και πήγε πράγμαις και τον εύρηκε. (...) Ο Σταθάς και ο Κόκκινος (κάτοικοι του χωριού Επίσκεψη) είχανε πάλε την άμπελο. Τώρα αυτοί δεν είναι ούτε πρέζα… τζα. Τόσα χρόνια… βέβαια. Τα σπίτια τα καταστρέψανε. (...) Του πατέρα μου το σπίτι είναι σουκιές, αφού γινήκανε τέτοια πράμματα εκεί μέσα.
Αυτός πουχε την άμπελο ο Αγγελέτος, όλες τις κατάφερνε. Ήτανε η Καλή μου (γιαγιά) τίμια, μέσα στη μποτίλια και τη κατάφερε και βρέθηκε έγκυος, έβαλε μια φουρνόπλακα και το πλάκωσε το παιδί και εκεί που έγινε το έγκλημα κάηκε η κοπέλλα, η αδερφή μου, έξη χρονώ. Είχαμε ένα κασούνι 40 κιλά και έλεγε στη μάνα της: ‘ξέρεις τι μ’ επιβουλεύεται μάνα, να ρίξω το κασούνι να σε κόψω μες τη μέση’, κι άμα μας είπε αυτά εφυλαγόμαστε.
Ο Σταθάς αν έπαιρνε κανείς ένα μόδι γέννημα (καλαμπόκι) τουπαιρνε έξη, ήτανε πλεονέκτης, κι έκαμε αμαρτία με μια κουμπάρα του. Τον πήρανε οι διαόλοι σύσκαρα, δεν τον δέχτηκε ο Θεός και βρυκολάκιασε. Ασκώθηκε ντυμένος, πεθαμένος στα στασίδι. Τον εύρηκε ο παπάς και τον επετίμησε τρεις φορές στην Αγία Τριάδα και ο παπάς εγύρισε πισώπλατα από το φόβο του, συμμαζώθηκε το χωριό, και τέσσεροι παπάδες τον βάλανε στη μέση με τα ψαλτήρια. Τούπανε: ‘γιατί δε σε δέχτηκε η γης’; Και είπε: ‘έκανα πολλές αδικίες κ ανυπόφερτες και το χειρότερο, που έκαμα αμαρτία με τη κουμπάραμου και δεν με δέχτηκε ο Θεός’. Τούπανε: ‘όλο τι κάνεις, που διάγεσαι’; ‘Από το Μέγα Λάκκο (χείμαρρος στην Επίσκεψη) γυρίζω στο Κρεμυδάκι (τοποθεσία στα Σφακερά)’. ‘Και τι γίνεσαι μόλις αλωνίζουνε’; ‘Από κάτω από ένα σπλόνο (ο θάμνος Αθανασία) σγουρδουλιάζομαι και μετά, το λάκκο λάκκο, έβγαινα πάνω’. Τον ασκώσανε οι διαόλοι φύλλος αέρος. Τον εβάλανε στη μέση τέσσερι παπάδες με τα ψαλτήρια του τινάζανε τα βρακιά και του λέγανε ‘έτσι να σκορπίση, να χαθή από το χωριό’, γιατί εστραβοστόμησε το χωριό. Τα μοχτερά πηγανε σκοτωθούνε και τ’ άλογα, φρουμαχτά όταν πήγαινε αυτός σπίτι του. (...) Ο Σταθάς έλεγε: ‘Να ξέρετε πόσο κακό είναι τ’ ανάθεμα…, κάθε που θα με αναθεματίσουνε, σκάζω σαράντα οργυιές μες τσι τραφιές. Ο Κόκκινος, ο Πισκεψιώτης είχε σπίτια και πολλά χτήματα στη Σκίζα, στην Επίσκεψι και τα πήρε όλα ο διάολος, γιατί ήτανε πλεονέκτης….
Στην εποχή του Νίκου Πολίτη
Η στασιμότητα της μελέτης της τοπικής λαογραφίας διακρίνεται έντονα στο ότι, σε θεωρητικό επίπεδο, παραμένει εγκλωβισμένη σε τετριμμένες προσεγγίσεις όπως π.χ. στη διάκριση παγανιστικού-χριστιανικού κόσμου, στην υποτίμηση του προνεωτερικού κόσμου απέναντι στον σύγχρονο εγγράμματο κ.τ.λ. Ανεξαρτήτως του αν αυτά τα συμπεράσματα ισχύουν ή όχι, δεν παύουν να αναφέρονται στις πρωταρχικές έρευνες της ελληνικής λαογραφίας (τέλη 19ου αιώνα!) που επιδίωκε να παρουσιάσει τη συνέχεια του ελληνισμού ή να υποβαθμίσει το ‘σκοτεινό’ μεσαίωνα έναντι των σύγχρονων εκπαιδευτικών επιτευγμάτων του κράτους. Οι παλιότερες προσπάθειες των Χυτήρη, Κλήμη, Πακτίτη, σημαντικές και αξιέπαινες βάσει της πρωτοτυπίας της ιστοριοδιφικής τους προσέγγισης, δεν βρίσκουν για την ώρα συνέχεια. Και όμως το υλικό είναι και παρθένο και πλούσιο.
Ο βρικόλακας Σταθάς
Η παρακάτω περιγραφή μιας χωρικής από το χωριό Άγιος Παντελεήμονας προέρχεται από το πολύτιμο έργο του Ιωάννη Μπουνιά (Κερκυραϊκά, Ιστορία - Λαογραφία, τόμος Β, Κέρκυρα 1959) και αποτυπώνει τις έμφυλες σχέσεις, την αγροτική οικονομία και την αντίληψη της σεξουαλικότητας στην κερκυραϊκή ύπαιθρο μέσα από μια άριστα σκηνοθετημένη ιστορία που αναδεικνύει όλο το φαντασιακό της κοινότητας. Η ορθογραφία είναι αυτή της πρωτότυπης έκδοσης ενώ σε παρένθεση επεξηγούνται άγνωστες λέξεις.
Η άμπελος ήτανε χαρτί και όποιος το είχε, το άνοιγε και το διάβαζε και τις έγλεπε όλες τις γυναίκες γαλαπίδικες (γυμνές). Όποια γυναίκα ήτανε, την έκανε δική του, τη κατεβίβαζε εκεί, που ήθελε. Ήθελε μια κοπέλλα, εδιάβαζε το χαρτί αυτό και την έπιανε, και πήγαινε μακάρι στο κουνουφάδι (έλος κοντά στο χωριό) να τον βρη. Τσι άμπελες τσι κάψανε, γιατί γινήκανε αφορισμοί. Ήτανε πράγματα διαολικά. Ο Αγγελέτος (συγχωριανός του, κάτοικος του χωριού) είχε την άμπελο και είχε δέκα γυναίκες. Αυτά εκαταχθονιαστήκανε. Είπε σε κάποιανε: ‘εσυ, παιδί μου, έχεις στο γιομάρι σου ένα σφάχτη (φίδι)’ και πήγε πράγμαις και τον εύρηκε. (...) Ο Σταθάς και ο Κόκκινος (κάτοικοι του χωριού Επίσκεψη) είχανε πάλε την άμπελο. Τώρα αυτοί δεν είναι ούτε πρέζα… τζα. Τόσα χρόνια… βέβαια. Τα σπίτια τα καταστρέψανε. (...) Του πατέρα μου το σπίτι είναι σουκιές, αφού γινήκανε τέτοια πράμματα εκεί μέσα.
Αυτός πουχε την άμπελο ο Αγγελέτος, όλες τις κατάφερνε. Ήτανε η Καλή μου (γιαγιά) τίμια, μέσα στη μποτίλια και τη κατάφερε και βρέθηκε έγκυος, έβαλε μια φουρνόπλακα και το πλάκωσε το παιδί και εκεί που έγινε το έγκλημα κάηκε η κοπέλλα, η αδερφή μου, έξη χρονώ. Είχαμε ένα κασούνι 40 κιλά και έλεγε στη μάνα της: ‘ξέρεις τι μ’ επιβουλεύεται μάνα, να ρίξω το κασούνι να σε κόψω μες τη μέση’, κι άμα μας είπε αυτά εφυλαγόμαστε.
Ο Σταθάς αν έπαιρνε κανείς ένα μόδι γέννημα (καλαμπόκι) τουπαιρνε έξη, ήτανε πλεονέκτης, κι έκαμε αμαρτία με μια κουμπάρα του. Τον πήρανε οι διαόλοι σύσκαρα, δεν τον δέχτηκε ο Θεός και βρυκολάκιασε. Ασκώθηκε ντυμένος, πεθαμένος στα στασίδι. Τον εύρηκε ο παπάς και τον επετίμησε τρεις φορές στην Αγία Τριάδα και ο παπάς εγύρισε πισώπλατα από το φόβο του, συμμαζώθηκε το χωριό, και τέσσεροι παπάδες τον βάλανε στη μέση με τα ψαλτήρια. Τούπανε: ‘γιατί δε σε δέχτηκε η γης’; Και είπε: ‘έκανα πολλές αδικίες κ ανυπόφερτες και το χειρότερο, που έκαμα αμαρτία με τη κουμπάραμου και δεν με δέχτηκε ο Θεός’. Τούπανε: ‘όλο τι κάνεις, που διάγεσαι’; ‘Από το Μέγα Λάκκο (χείμαρρος στην Επίσκεψη) γυρίζω στο Κρεμυδάκι (τοποθεσία στα Σφακερά)’. ‘Και τι γίνεσαι μόλις αλωνίζουνε’; ‘Από κάτω από ένα σπλόνο (ο θάμνος Αθανασία) σγουρδουλιάζομαι και μετά, το λάκκο λάκκο, έβγαινα πάνω’. Τον ασκώσανε οι διαόλοι φύλλος αέρος. Τον εβάλανε στη μέση τέσσερι παπάδες με τα ψαλτήρια του τινάζανε τα βρακιά και του λέγανε ‘έτσι να σκορπίση, να χαθή από το χωριό’, γιατί εστραβοστόμησε το χωριό. Τα μοχτερά πηγανε σκοτωθούνε και τ’ άλογα, φρουμαχτά όταν πήγαινε αυτός σπίτι του. (...) Ο Σταθάς έλεγε: ‘Να ξέρετε πόσο κακό είναι τ’ ανάθεμα…, κάθε που θα με αναθεματίσουνε, σκάζω σαράντα οργυιές μες τσι τραφιές. Ο Κόκκινος, ο Πισκεψιώτης είχε σπίτια και πολλά χτήματα στη Σκίζα, στην Επίσκεψι και τα πήρε όλα ο διάολος, γιατί ήτανε πλεονέκτης….