Πορεία προς το Βοριά: Οι εκτός Ερημίτη φωτιές
Σωκράτης Τρύφωνας
20 Αυγούστου 2020
/ 10:33
Γράφει ο Σωκράτης Τρύφωνας, δημοτικός σύμβουλος Βόρειας Κέρκυρας, επικεφαλής της παράταξης "Πορεία προς τον Βοριά"
Μπορεί να μην είναι σίγουρο το αν ο Νέρωνας έκαψε τη Ρώμη, είναι όμως πολύ λιγότερο αμφισβητήσιμος ο ρόλος του Μπολσονάρο στο κάψιμο του Αμαζονίου στο όνομα της «ανάπτυξης». Στην περίπτωσή μας ο ηθικός-πολιτικός αυτουργός ονομάζεται νόμος Χατζηδάκη που σε συνδυασμό με το φερόμενο ως περιβαλλοντικό νομοσχεδίου και το επερχόμενο νομοσχέδιο για το χωροταξικό του τουρισμού από την κυβέρνηση, οδηγούν σε ένα περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό εμπρησμό.
Πρόκειται για νομοσχέδιο που περιχαρακώνει οριστικά την τουριστική δραστηριότητα σε σύγχρονα χρυσοποίκιλτα γκέτο, αποξενώνοντάς την τόσο από οποιαδήποτε αλληλεπίδραση με το φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον και αποκλείοντας τη συμμετοχή στην οικονομική δραστηριότητα των μικρομεσαίων επαγγελματικών ομάδων δίνοντας κίνητρα «απόσυρσης», όπως τα ονομάζουν. Η περίπτωση της «επένδυσης του Ερημίτη είναι και εδώ ένας προπομπός αυτών των μελλούμενων.
Ένας σημαντικός καταλύτης στα παραπάνω, είναι μια στάση κοινωνικών ομάδων που εκλαμβάνουν ως άμυνα στον οικονομικό και κοινωνικό επιθανάτιο ρόγχο τους και στο σύστημα που τους στραγγαλίζει, μια χαμερπή υποστήριξη στις ονομαζόμενες επενδύσεις, ταυτιζόμενοι ως θύματα με το θύτη συνεχίζοντας να μαζεύουν τα ψίχουλα κάτω από το τραπέζι. Είναι αυτοί που χλευάζουν τον αγώνα για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος του Ερημίτη και κάθε Ερημίτη, αυτοί που θεωρούν ότι το μόνο πρόβλημα του κορονοϊού είναι απλώς η δημοσιοποίηση των κρουσμάτων που «χαλάει την πιάτσα», αυτοί που θεωρούν ποιοτικό τουρισμό την κακογουστιά των νεόπλουτων που απλώς ξοδεύουν περισσότερα φράγκα και απολαμβάνουν τον τοπικό «πολιτισμό» στις πανάθλιες «ελληνικές» βραδιές.
Είναι αυτοί που στα καθ ημάς, στη βόρεια Κέρκυρα, εκπροσωπούνται, μεταξύ άλλων και από το κουαρτέτο των «αποστατών», όπως τους χαρακτήρισε ο πρότινος κραταιός υπουργός ανάπτυξης, που αφού καβάλησαν το άρμα της νίκης της παράταξης που αναδείχτηκε σε δημοτική αρχή, τώρα κάνουν σόλο καριέρα και ποζάρουν σα γύφτικα σκεπάρνια δίπλα στον τηλεπωλητή υπουργό που τους ξεφτιλίζει και σε ένα πρωθυπουργό που πρέπει ο ίδιος να αποδείξει ότι δεν είναι ανόητος. Πρέπει να το αποδείξει ο ίδιος ως οφείλει και όχι γιατί τον χαρακτηρίζει έτσι κάποιος του θεωρεί ότι η ταξική του θέση κατατάσσει στο απυρόβλητο τη δικιά του νοημοσύνη και το δικαίωμα του να κρίνει τη νοημοσύνη των άλλων.
Όσο αφορά τις «προφητικές» του ικανότητες είναι κάτι που θα το αποδείξει ή θα τον εκθέσει περισσότερο η νηφάλια αποτίμηση των αντικειμενικών στοιχείων. Τα δε κροκοδείλια δάκρυα των εκπροσώπων της εταιρείας δε μας συγκινούν καθόλου. Όπως και οι δηλώσεις τους για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος με βάση τις μελέτες της «επιστημονικής τους ομάδας» μας κάνουν να ανησυχούμε περισσότερο βλέποντας τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες τους απ όπου έχουν περάσει ανά τον πλανήτη.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηρίζουν την τοπική κοινωνία, όχι ως πλειοψηφία, αλλά ως τμήμα που φαινομενικά δείχνει κυρίαρχη τάση ερήμην μιας πραγματικής πλειοψηφίας που σιωπά, είναι το αντίγραφο σε μικροκλίμακα της ελληνικής κοινωνίας που ποτέ δεν οικοδόμησε καν ούτε ένα στοιχειωδώς υγιή καπιταλισμό (με τους δικούς του όρους υγείας) ο οποίος ήταν και συνεχίζει να λειτουργεί με καταστροφικούς όρους κολαούζου.
Η υπόθεση του Ερημίτη δεν ήταν και δεν είναι για την Πορεία προς το Βοριά, ούτε αυτοσκοπός ούτε μονομανία. Ήταν, είναι και σηματοδοτεί εμβληματικά τον αγώνα και τη διαπάλη της στάσης επιβίωσης και αξιοπρέπειας της κοινωνίας, θεωρώντας ότι καμιά πολιτική αρχή σε τοπικό ή κεντρικό επίπεδο δεν μπορεί να φέρει κανένα αποτέλεσμα με τον κόσμο απλό οπαδοποιημένο θιασώτη κανενός είδους «πεφωτισμένης ηγεσίας».
Το στοίχημα του νέου δήμου της βόρειας Κέρκυρας δεν κερδήθηκε με την εσπευσμένη δημιουργία του μέσα σε μία νύχτα αλλά είναι ένα καθημερινό ζητούμενο για το οποίο η τοπική κοινωνία πρέπει να έχει κάποιο ενεργό και ουσιαστικό ρόλο.
Πρόκειται για νομοσχέδιο που περιχαρακώνει οριστικά την τουριστική δραστηριότητα σε σύγχρονα χρυσοποίκιλτα γκέτο, αποξενώνοντάς την τόσο από οποιαδήποτε αλληλεπίδραση με το φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον και αποκλείοντας τη συμμετοχή στην οικονομική δραστηριότητα των μικρομεσαίων επαγγελματικών ομάδων δίνοντας κίνητρα «απόσυρσης», όπως τα ονομάζουν. Η περίπτωση της «επένδυσης του Ερημίτη είναι και εδώ ένας προπομπός αυτών των μελλούμενων.
Ένας σημαντικός καταλύτης στα παραπάνω, είναι μια στάση κοινωνικών ομάδων που εκλαμβάνουν ως άμυνα στον οικονομικό και κοινωνικό επιθανάτιο ρόγχο τους και στο σύστημα που τους στραγγαλίζει, μια χαμερπή υποστήριξη στις ονομαζόμενες επενδύσεις, ταυτιζόμενοι ως θύματα με το θύτη συνεχίζοντας να μαζεύουν τα ψίχουλα κάτω από το τραπέζι. Είναι αυτοί που χλευάζουν τον αγώνα για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος του Ερημίτη και κάθε Ερημίτη, αυτοί που θεωρούν ότι το μόνο πρόβλημα του κορονοϊού είναι απλώς η δημοσιοποίηση των κρουσμάτων που «χαλάει την πιάτσα», αυτοί που θεωρούν ποιοτικό τουρισμό την κακογουστιά των νεόπλουτων που απλώς ξοδεύουν περισσότερα φράγκα και απολαμβάνουν τον τοπικό «πολιτισμό» στις πανάθλιες «ελληνικές» βραδιές.
Είναι αυτοί που στα καθ ημάς, στη βόρεια Κέρκυρα, εκπροσωπούνται, μεταξύ άλλων και από το κουαρτέτο των «αποστατών», όπως τους χαρακτήρισε ο πρότινος κραταιός υπουργός ανάπτυξης, που αφού καβάλησαν το άρμα της νίκης της παράταξης που αναδείχτηκε σε δημοτική αρχή, τώρα κάνουν σόλο καριέρα και ποζάρουν σα γύφτικα σκεπάρνια δίπλα στον τηλεπωλητή υπουργό που τους ξεφτιλίζει και σε ένα πρωθυπουργό που πρέπει ο ίδιος να αποδείξει ότι δεν είναι ανόητος. Πρέπει να το αποδείξει ο ίδιος ως οφείλει και όχι γιατί τον χαρακτηρίζει έτσι κάποιος του θεωρεί ότι η ταξική του θέση κατατάσσει στο απυρόβλητο τη δικιά του νοημοσύνη και το δικαίωμα του να κρίνει τη νοημοσύνη των άλλων.
Όσο αφορά τις «προφητικές» του ικανότητες είναι κάτι που θα το αποδείξει ή θα τον εκθέσει περισσότερο η νηφάλια αποτίμηση των αντικειμενικών στοιχείων. Τα δε κροκοδείλια δάκρυα των εκπροσώπων της εταιρείας δε μας συγκινούν καθόλου. Όπως και οι δηλώσεις τους για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος με βάση τις μελέτες της «επιστημονικής τους ομάδας» μας κάνουν να ανησυχούμε περισσότερο βλέποντας τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες τους απ όπου έχουν περάσει ανά τον πλανήτη.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηρίζουν την τοπική κοινωνία, όχι ως πλειοψηφία, αλλά ως τμήμα που φαινομενικά δείχνει κυρίαρχη τάση ερήμην μιας πραγματικής πλειοψηφίας που σιωπά, είναι το αντίγραφο σε μικροκλίμακα της ελληνικής κοινωνίας που ποτέ δεν οικοδόμησε καν ούτε ένα στοιχειωδώς υγιή καπιταλισμό (με τους δικούς του όρους υγείας) ο οποίος ήταν και συνεχίζει να λειτουργεί με καταστροφικούς όρους κολαούζου.
Η υπόθεση του Ερημίτη δεν ήταν και δεν είναι για την Πορεία προς το Βοριά, ούτε αυτοσκοπός ούτε μονομανία. Ήταν, είναι και σηματοδοτεί εμβληματικά τον αγώνα και τη διαπάλη της στάσης επιβίωσης και αξιοπρέπειας της κοινωνίας, θεωρώντας ότι καμιά πολιτική αρχή σε τοπικό ή κεντρικό επίπεδο δεν μπορεί να φέρει κανένα αποτέλεσμα με τον κόσμο απλό οπαδοποιημένο θιασώτη κανενός είδους «πεφωτισμένης ηγεσίας».
Το στοίχημα του νέου δήμου της βόρειας Κέρκυρας δεν κερδήθηκε με την εσπευσμένη δημιουργία του μέσα σε μία νύχτα αλλά είναι ένα καθημερινό ζητούμενο για το οποίο η τοπική κοινωνία πρέπει να έχει κάποιο ενεργό και ουσιαστικό ρόλο.