Η φωνή 13 δολοφονημένων γυναικών μέσα από τα κείμενα της Λ. Τσιρίδου
Λιάνα Τσιρίδου
25 Nov 2021
/ 16:14
Θεατρικό δρώμενο από το ΔHΠΕΘΕ Κέρκυρας και το Κέντρο Πρόληψης Εξαρτήσεων και προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας ΔΗΜΟΠ "Νίκος Μώρος"
ΚΕΡΚΥΡΑ.Στο πλαίσιο των δράσεων ευαισθητοποίης για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, το ΔHΠΕΘΕ Κέρκυρας και το Κέντρο Πρόληψης Εξαρτήσεων και προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας ΔΗΜΟΠ "Νίκος Μώρος" πραγματοποίησαν Θεατρικό Δρώμενο στην Πλατεία Ανουντσιάτα με απαγγελία 13 κειμένων (όσες δηλ. είναι οι καταγεγραμμένες δολοφονίες γυναικών στη χώρα μας τον τελευταίο χρόνο) της συγγραφέως Λιάνας Τσιρίδου.
Τα 13 κείμενα συγκλονίζουν:
1. Με μεγάλωσες με σύνεση και μέτρο, μάνα. Δεν μπορείς, μου έλεγες, να κάνεις ό,τι θέλεις.
Τι θα πει επιθυμία; Δεν φαντάζεσαι για πότε γίνεται θανατηφόρο δηλητήριο. Μην κυνηγάς την ευτυχία, μου έλεγες, μάνα. Δεν υπάρχει, είναι οφθαλμαπάτη. Ευτυχία είναι να μην απογοητεύεις τους άλλους γύρω σου. Μην ονειρεύεσαι. Τα όνειρα σού ταράζουν το μυαλό. Γεμάτα τα ιδρύματα με ονειροπόλους. Με υπομονή κρατιέται το σπιτικό. Να κάνεις πως δεν βλέπεις, να παριστάνεις πως δεν ακούς. Ήμουν τυχερή. Είχα εσένα να με συμβουλεύεις. Δεν χρειάστηκε καν να σκέφτομαι. Το μόνο που δεν μου είπες, μάνα, είναι τι να κάνω όταν το οπλισμένο χέρι του σηκωθεί εναντίον μου.
2. Το τούλι είναι ένα ύφασμα με ιδιότητες μαγικές. Μπορεί για χρόνια να σε μαγνητίζει, όπως παλιά, πολύ παλιά, μια χούφτα χρωματιστές χάντρες και δυο καθρεφτάκια μαγνήτιζαν τους ανθρώπους και τους έκλεβαν τις ζωές. Ένα κομμάτι άσπρο τούλι μπροστά στα μάτια σου και η όραση αδυνατίζει, όλα σε παραμυθένια αχλή, υπόσχεση που θροΐζει στις πτυχές του, θα είσαι μοναδική, υπέροχα μοναδική και ακτινοβολούσα, σαν στέμμα δες το, στέψη το λένε, αυτή είναι η βασιλεία της δικής σου ζωής, όποια δεν νιώσει το τούλι στο δέρμα της είναι μισή κι ακόμη λιγότερο. Κανείς δεν προειδοποιεί ότι το τούλι δεν είναι αρκετά πυκνοϋφασμένο για να σε κρύβει στην απελπισία ή να σε σκεπάζει τις νύχτες που κρυώνεις. Δεν είναι αρκετά ανθεκτικό υλικό για να σφουγγαρίζει ήττες, πικρίες, μοναξιές, ούτε αρκετά απορροφητικό για να σφουγγίζει αίμα, αίμα, αίμα, καθημερινό, σκουρόχρωμο, πηγμένο. Κουρέλι γίνεται. Σε γέλασαν.
3. Το χέρι που με σκότωσε κάποτε το αγαπούσα. Ήταν αυτό που με χάιδεψε, με ξελόγιασε, με ταξίδεψε σε ουρανούς. Ήταν αυτό που μου έφερνε λουλούδια, που αγκάλιασε πρώτο τα νεογέννητά μας. Ήταν το δέντρο μου, τα πέντε κλαδιά του έρωτα, της εμπιστοσύνης, της τρυφερότητας, του μαζί, του για πάντα. Ούτε που κατάλαβα πώς άρχισε σιγά σιγά ν’ αλλάζει χρώμα, να μαραίνεται. Ούτε που κατάλαβα πότε άρχισε να βαραίνει, να απαιτεί. Ούτε που κατάλαβα γιατί μεταμορφώθηκε σε αντίπαλο, σε επιτιθέμενο, σε εχθρό. Όταν κατάλαβα, ήταν αργά, πολύ αργά.
4. Μήπως φταις κι εσύ; Πάντα κι οι δυο φταίνε, μου έλεγαν. Κι αν είναι λίγο νευρικός, γίνε πιο ήρεμη εσύ. Κι αν είναι λίγο φωνακλάς, σπάσε ένα χαμόγελο, ψιθύρισέ του μια συγνώμη. Κι αν είναι λίγο ζηλιάρης, διαβεβαίωσέ τον ξανά και ξανά πως μόνο αυτός είναι για σένα. Κι αν είναι λίγο κτητικός, φέρσου σαν να είσαι κτήμα του, δεν χάλασε ο κόσμος. Κι αν φοβάται τις βόλτες σου, πες ένα ψεμματάκι, ότι πας για ψώνια ή για τα νύχια σου. Ωχ, καημένη, η γυναίκα όλα τα μπορεί, μόνο ψάξε να βρεις τον τρόπο. Ίσως να έφταιξα. Δεν βρήκα ποτέ τον τρόπο να ζω χωρίς ανάσα.
5. Δεν ήξερα και δεν μπορούσα να φανταστώ πως ήταν μια παγίδα η ευτυχία που μου έταζαν, πως θα με οδηγούσε σ’ ένα βύθισμα χωρίς οξυγόνο, δεν ήξερα και δεν μπορούσα να φανταστώ, εγώ που προσπάθησα τόσο σκληρά για χρόνια να γίνω όμορφη, να γίνω προκομμένη, να γίνω γλυκομίλητη, να γίνω μοντέρνα μα όχι υπερβολικά πολύ, να χωρέσω σε τόσα πολλά στενά φορέματα, άλλο κεντημένο με υπομονή, άλλο ντουμπλαρισμένο με πρέπει, άλλο με αξεσουάρ μια εσάρπα υπακοής κι άλλο στολισμένο με ένα πνιγηρό κολιέ με χάντρες που έγραφαν ‘θέλω ό,τι θέλεις’, δεν ήξερα, δε φανταζόμουν όταν με κόπο ισορροπούσα σε ψηλοτάκουνους ρόλους συζύγου, ερωμένης, φίλης, κόρης, όταν αγωνιούσα να ξαποστάσω για λίγο χωρίς μάτια να με παρατηρούν ούτε φωνές να με κρίνουν, δεν ήξερα, πείτε με αφελή, δεν φανταζόμουν μετά από τόσες χιλιάδες υποχωρήσεις, από τόσα κιλά υπομονές, μετά από τόσα χρόνια σκληρής γυναικείας εκπαίδευσης, πως ούτε η ίδια μου η ζωή δεν μου ανήκει, πως κάποιος μπορεί ανά πάσα στιγμή να μου την αφαιρέσει γιατί έτσι του αρέσει, σαν τιμωρία για το μοναδικό, ίσως, “όχι” της ελευθερίας μου.
6. Κρυβόμουν στη γωνιά μου σιωπηλή και τρομαγμένη μετρώντας μηχανικά τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, να ξεθυμάνει ο θυμός του. Φοβόμουν πολύ. Κάθε μέρα και πιο πολύ. Κι εκείνος μύριζε τον φόβο μου σαν σκυλί. Κι όσο φοβόμουν τόσο πιο πολύ αγρίευε. Πιο δυνατή η φωνή, πιο πρόστυχη η βρισιά, πιο βαρύ το χέρι. Έκλεινα σφιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά και μετρούσα μέσα μου παράλογα δευτερόλεπτα, αναίτια λεπτά. Δεν είδα το μαχαίρι.
7. Στην αρχή ήταν ένα χαστούκι πάνω σε έναν καβγά. Τρεις μέρες έκλαιγε, συγνώμες παρακαλετά. Ποτέ δεν θα ξανασυμβεί, οι ορκισμένες υποσχέσεις. Αλλά ξανασυνέβη. Κάθε φορά τον πίστευα λιγότερο. Μέσα του ήταν δυο άνθρωποι αντίθετοι. Μέσα μου μια γυναίκα ήδη νεκρή.
Έπρεπε να είχα φύγει. Από την πρώτη φορά. Στερνή μου γνώση.
8. Εγώ έφυγα. Όταν το χέρι του υψώθηκε και στα παιδιά. Για μένα, το είχα σχεδόν συνηθίσει. Αλλά τα παιδιά; Τα παιδιά που έκαναν τα κορμάκια τους ασπίδα για να με προστατέψουν; Κανένας θεός δεν το επιτρέπει αυτό. Νύχτα φύγαμε. Κρυφά. Αλλάξαμε πόλη. Νόμιζα πως τα χιλιόμετρα ανάμεσά μας έχτιζαν ασφάλεια. Με βρήκε. Με ακολούθησε. Όπλισε χωρίς κουβέντα. Μόνο έτσι μ’ άφησε να φύγω.
9. Συνένοχοι. Οι φίλοι, που μου έλεγαν είσαι αχάριστη, δεν βλέπεις πόσο παθιασμένα σ’ αγαπάει. Η μάνα μου, που μου ’λεγε κάτσε στα αβγά σου, αυτή είναι η μοίρα των γυναικών, όπως όλες μας κι εσύ, νομίζεις πως ο πατέρας σου ήταν καλύτερος; Οι γείτονες, που σφάλιζαν πόρτες και παράθυρα για να μην ακούν τις φωνές μου, αυτά είναι οικογενειακή υπόθεση. Οι αστυνομικοί, που μου είπαν πως δεν έχουν διαθέσιμο περιπολικό. Συνένοχοι.
Μετά τον φόνο μου όλοι έπεφταν από τα σύννεφα.
10. Κι ακολούθησαν όλα τα λόγια που με δίκασαν. Πως ήμουν ζωηρή, είπαν. Γλωσσού. Αυθάδης. Ντυνόμουν προκλητικά. Ήθελα ελευθερίες. Ήμουν κάπως αγνώμων. Δεν εκτιμούσα αυτά που εκείνος μου πρόσφερε. Έτσι τον έφερα στα όρια. Κι άλλα πολλά. Όταν πια δεν μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Έπρεπε να με σκοτώσουν δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Σαν να μην ήταν αρκετή η δολοφονία μου.
11. Λένε πως τη μοίρα μας μόνοι μας τη φτιάχνουμε. Ξεχνούν τη δύναμη του σπόρου που λουφάζει μέσα μας περιμένοντας μια χουφτίτσα χώμα, μια στάλα νερό. Τότε φαίνεται αν θα βγει λουλούδι ή δηλητηριώδες ζιζάνιο. Δεν ξέρω τι σπόρο κουβαλούν τα παιδιά μου. Μόνο παρακαλώ: κόρη μου, μη γίνεις σαν εμένα, δειλή, υποταγμένη, άβουλη. Γιε μου, μη γίνεις σαν εκείνον, τον δυστυχώς πατέρα σου, κατακτητής κι απάνθρωπος. Την αγάπη ψάξε να κερδίσεις. Παιδιά μου, συγνώμη που σας άφησα νωρίς, να προσπαθείτε να βρείτε βήμα στη ζωή με τόσο ασήκωτο βάρος στους ώμους σας. Παιδιά μου, συγνώμη.
12. Πες το όνομά μου. Δεν είμαι η 32χρονη, η 47χρονη, η 26χρονη, η 20χρονη, η 54χρονη. Δεν είμαι χρόνια, δεν είμαι αριθμός. Είμαι η Δώρα, η Σταυρούλα, η Καρολάιν, η Βασιλική. Είχα όνομα, ζούσα, ανάσαινα. Πες και το όνομά του. Δεν είναι ο πιλότος, ο 30χρονος σύντροφος, ο εν διαστάσει σύζυγος, ένας 32χρονος άνδρας, ο Νορβηγός, ο ανώνυμος δράστης. Δεν είμαι η άτυχη γυναίκα. Είμαι η δολοφονημένη γυναίκα. Και είναι ο δολοφόνος μου.
13. Οι δικές μου πρόγονες ήταν οι μάγισσες, που τις έκαιγαν στην πυρά για να τιμωρήσουν τα κόκκινα μαλλιά τους, το θαρραλέο βήμα τους, το γάργαρο γέλιο τους, την αλληλεγγύη τους στις ομόφυλες. Ήταν γυναίκες οι βουρκωμένες που πέρναγαν σαν εμπόρευμα απ’ τα χέρια του πατέρα στα χέρια του αφέντη. Ήταν οι γυναίκες -τρόπαια του κατακτητή, οι κλειδωμένες με ζώνες αγνότητας μέχρι να γυρίσει ο σταυροφόρος. Οι δικές μου πρόγονοι ήταν οι γυναίκες που για αιώνες συλήθηκαν, βασανίστηκαν τιμωρήθηκαν χωρίς να φταίνε. Αυτές που λαθραία ανάσαιναν, που έσερναν τα χρόνια τους μέσα στη σιωπή και την απαγόρευση. Οι δικές μου πρόγονοι περιμένουν από μένα δικαίωση. Περιμένουν ν’ ανοίξω δρόμους ελευθερίας γι’ αυτές που ακολουθούν. Για τα κορίτσια που θα γίνουν αύριο γυναίκες.
Τα 13 κείμενα συγκλονίζουν:
1. Με μεγάλωσες με σύνεση και μέτρο, μάνα. Δεν μπορείς, μου έλεγες, να κάνεις ό,τι θέλεις.
Τι θα πει επιθυμία; Δεν φαντάζεσαι για πότε γίνεται θανατηφόρο δηλητήριο. Μην κυνηγάς την ευτυχία, μου έλεγες, μάνα. Δεν υπάρχει, είναι οφθαλμαπάτη. Ευτυχία είναι να μην απογοητεύεις τους άλλους γύρω σου. Μην ονειρεύεσαι. Τα όνειρα σού ταράζουν το μυαλό. Γεμάτα τα ιδρύματα με ονειροπόλους. Με υπομονή κρατιέται το σπιτικό. Να κάνεις πως δεν βλέπεις, να παριστάνεις πως δεν ακούς. Ήμουν τυχερή. Είχα εσένα να με συμβουλεύεις. Δεν χρειάστηκε καν να σκέφτομαι. Το μόνο που δεν μου είπες, μάνα, είναι τι να κάνω όταν το οπλισμένο χέρι του σηκωθεί εναντίον μου.
2. Το τούλι είναι ένα ύφασμα με ιδιότητες μαγικές. Μπορεί για χρόνια να σε μαγνητίζει, όπως παλιά, πολύ παλιά, μια χούφτα χρωματιστές χάντρες και δυο καθρεφτάκια μαγνήτιζαν τους ανθρώπους και τους έκλεβαν τις ζωές. Ένα κομμάτι άσπρο τούλι μπροστά στα μάτια σου και η όραση αδυνατίζει, όλα σε παραμυθένια αχλή, υπόσχεση που θροΐζει στις πτυχές του, θα είσαι μοναδική, υπέροχα μοναδική και ακτινοβολούσα, σαν στέμμα δες το, στέψη το λένε, αυτή είναι η βασιλεία της δικής σου ζωής, όποια δεν νιώσει το τούλι στο δέρμα της είναι μισή κι ακόμη λιγότερο. Κανείς δεν προειδοποιεί ότι το τούλι δεν είναι αρκετά πυκνοϋφασμένο για να σε κρύβει στην απελπισία ή να σε σκεπάζει τις νύχτες που κρυώνεις. Δεν είναι αρκετά ανθεκτικό υλικό για να σφουγγαρίζει ήττες, πικρίες, μοναξιές, ούτε αρκετά απορροφητικό για να σφουγγίζει αίμα, αίμα, αίμα, καθημερινό, σκουρόχρωμο, πηγμένο. Κουρέλι γίνεται. Σε γέλασαν.
3. Το χέρι που με σκότωσε κάποτε το αγαπούσα. Ήταν αυτό που με χάιδεψε, με ξελόγιασε, με ταξίδεψε σε ουρανούς. Ήταν αυτό που μου έφερνε λουλούδια, που αγκάλιασε πρώτο τα νεογέννητά μας. Ήταν το δέντρο μου, τα πέντε κλαδιά του έρωτα, της εμπιστοσύνης, της τρυφερότητας, του μαζί, του για πάντα. Ούτε που κατάλαβα πώς άρχισε σιγά σιγά ν’ αλλάζει χρώμα, να μαραίνεται. Ούτε που κατάλαβα πότε άρχισε να βαραίνει, να απαιτεί. Ούτε που κατάλαβα γιατί μεταμορφώθηκε σε αντίπαλο, σε επιτιθέμενο, σε εχθρό. Όταν κατάλαβα, ήταν αργά, πολύ αργά.
4. Μήπως φταις κι εσύ; Πάντα κι οι δυο φταίνε, μου έλεγαν. Κι αν είναι λίγο νευρικός, γίνε πιο ήρεμη εσύ. Κι αν είναι λίγο φωνακλάς, σπάσε ένα χαμόγελο, ψιθύρισέ του μια συγνώμη. Κι αν είναι λίγο ζηλιάρης, διαβεβαίωσέ τον ξανά και ξανά πως μόνο αυτός είναι για σένα. Κι αν είναι λίγο κτητικός, φέρσου σαν να είσαι κτήμα του, δεν χάλασε ο κόσμος. Κι αν φοβάται τις βόλτες σου, πες ένα ψεμματάκι, ότι πας για ψώνια ή για τα νύχια σου. Ωχ, καημένη, η γυναίκα όλα τα μπορεί, μόνο ψάξε να βρεις τον τρόπο. Ίσως να έφταιξα. Δεν βρήκα ποτέ τον τρόπο να ζω χωρίς ανάσα.
5. Δεν ήξερα και δεν μπορούσα να φανταστώ πως ήταν μια παγίδα η ευτυχία που μου έταζαν, πως θα με οδηγούσε σ’ ένα βύθισμα χωρίς οξυγόνο, δεν ήξερα και δεν μπορούσα να φανταστώ, εγώ που προσπάθησα τόσο σκληρά για χρόνια να γίνω όμορφη, να γίνω προκομμένη, να γίνω γλυκομίλητη, να γίνω μοντέρνα μα όχι υπερβολικά πολύ, να χωρέσω σε τόσα πολλά στενά φορέματα, άλλο κεντημένο με υπομονή, άλλο ντουμπλαρισμένο με πρέπει, άλλο με αξεσουάρ μια εσάρπα υπακοής κι άλλο στολισμένο με ένα πνιγηρό κολιέ με χάντρες που έγραφαν ‘θέλω ό,τι θέλεις’, δεν ήξερα, δε φανταζόμουν όταν με κόπο ισορροπούσα σε ψηλοτάκουνους ρόλους συζύγου, ερωμένης, φίλης, κόρης, όταν αγωνιούσα να ξαποστάσω για λίγο χωρίς μάτια να με παρατηρούν ούτε φωνές να με κρίνουν, δεν ήξερα, πείτε με αφελή, δεν φανταζόμουν μετά από τόσες χιλιάδες υποχωρήσεις, από τόσα κιλά υπομονές, μετά από τόσα χρόνια σκληρής γυναικείας εκπαίδευσης, πως ούτε η ίδια μου η ζωή δεν μου ανήκει, πως κάποιος μπορεί ανά πάσα στιγμή να μου την αφαιρέσει γιατί έτσι του αρέσει, σαν τιμωρία για το μοναδικό, ίσως, “όχι” της ελευθερίας μου.
6. Κρυβόμουν στη γωνιά μου σιωπηλή και τρομαγμένη μετρώντας μηχανικά τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, να ξεθυμάνει ο θυμός του. Φοβόμουν πολύ. Κάθε μέρα και πιο πολύ. Κι εκείνος μύριζε τον φόβο μου σαν σκυλί. Κι όσο φοβόμουν τόσο πιο πολύ αγρίευε. Πιο δυνατή η φωνή, πιο πρόστυχη η βρισιά, πιο βαρύ το χέρι. Έκλεινα σφιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά και μετρούσα μέσα μου παράλογα δευτερόλεπτα, αναίτια λεπτά. Δεν είδα το μαχαίρι.
7. Στην αρχή ήταν ένα χαστούκι πάνω σε έναν καβγά. Τρεις μέρες έκλαιγε, συγνώμες παρακαλετά. Ποτέ δεν θα ξανασυμβεί, οι ορκισμένες υποσχέσεις. Αλλά ξανασυνέβη. Κάθε φορά τον πίστευα λιγότερο. Μέσα του ήταν δυο άνθρωποι αντίθετοι. Μέσα μου μια γυναίκα ήδη νεκρή.
Έπρεπε να είχα φύγει. Από την πρώτη φορά. Στερνή μου γνώση.
8. Εγώ έφυγα. Όταν το χέρι του υψώθηκε και στα παιδιά. Για μένα, το είχα σχεδόν συνηθίσει. Αλλά τα παιδιά; Τα παιδιά που έκαναν τα κορμάκια τους ασπίδα για να με προστατέψουν; Κανένας θεός δεν το επιτρέπει αυτό. Νύχτα φύγαμε. Κρυφά. Αλλάξαμε πόλη. Νόμιζα πως τα χιλιόμετρα ανάμεσά μας έχτιζαν ασφάλεια. Με βρήκε. Με ακολούθησε. Όπλισε χωρίς κουβέντα. Μόνο έτσι μ’ άφησε να φύγω.
9. Συνένοχοι. Οι φίλοι, που μου έλεγαν είσαι αχάριστη, δεν βλέπεις πόσο παθιασμένα σ’ αγαπάει. Η μάνα μου, που μου ’λεγε κάτσε στα αβγά σου, αυτή είναι η μοίρα των γυναικών, όπως όλες μας κι εσύ, νομίζεις πως ο πατέρας σου ήταν καλύτερος; Οι γείτονες, που σφάλιζαν πόρτες και παράθυρα για να μην ακούν τις φωνές μου, αυτά είναι οικογενειακή υπόθεση. Οι αστυνομικοί, που μου είπαν πως δεν έχουν διαθέσιμο περιπολικό. Συνένοχοι.
Μετά τον φόνο μου όλοι έπεφταν από τα σύννεφα.
10. Κι ακολούθησαν όλα τα λόγια που με δίκασαν. Πως ήμουν ζωηρή, είπαν. Γλωσσού. Αυθάδης. Ντυνόμουν προκλητικά. Ήθελα ελευθερίες. Ήμουν κάπως αγνώμων. Δεν εκτιμούσα αυτά που εκείνος μου πρόσφερε. Έτσι τον έφερα στα όρια. Κι άλλα πολλά. Όταν πια δεν μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Έπρεπε να με σκοτώσουν δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Σαν να μην ήταν αρκετή η δολοφονία μου.
11. Λένε πως τη μοίρα μας μόνοι μας τη φτιάχνουμε. Ξεχνούν τη δύναμη του σπόρου που λουφάζει μέσα μας περιμένοντας μια χουφτίτσα χώμα, μια στάλα νερό. Τότε φαίνεται αν θα βγει λουλούδι ή δηλητηριώδες ζιζάνιο. Δεν ξέρω τι σπόρο κουβαλούν τα παιδιά μου. Μόνο παρακαλώ: κόρη μου, μη γίνεις σαν εμένα, δειλή, υποταγμένη, άβουλη. Γιε μου, μη γίνεις σαν εκείνον, τον δυστυχώς πατέρα σου, κατακτητής κι απάνθρωπος. Την αγάπη ψάξε να κερδίσεις. Παιδιά μου, συγνώμη που σας άφησα νωρίς, να προσπαθείτε να βρείτε βήμα στη ζωή με τόσο ασήκωτο βάρος στους ώμους σας. Παιδιά μου, συγνώμη.
12. Πες το όνομά μου. Δεν είμαι η 32χρονη, η 47χρονη, η 26χρονη, η 20χρονη, η 54χρονη. Δεν είμαι χρόνια, δεν είμαι αριθμός. Είμαι η Δώρα, η Σταυρούλα, η Καρολάιν, η Βασιλική. Είχα όνομα, ζούσα, ανάσαινα. Πες και το όνομά του. Δεν είναι ο πιλότος, ο 30χρονος σύντροφος, ο εν διαστάσει σύζυγος, ένας 32χρονος άνδρας, ο Νορβηγός, ο ανώνυμος δράστης. Δεν είμαι η άτυχη γυναίκα. Είμαι η δολοφονημένη γυναίκα. Και είναι ο δολοφόνος μου.
13. Οι δικές μου πρόγονες ήταν οι μάγισσες, που τις έκαιγαν στην πυρά για να τιμωρήσουν τα κόκκινα μαλλιά τους, το θαρραλέο βήμα τους, το γάργαρο γέλιο τους, την αλληλεγγύη τους στις ομόφυλες. Ήταν γυναίκες οι βουρκωμένες που πέρναγαν σαν εμπόρευμα απ’ τα χέρια του πατέρα στα χέρια του αφέντη. Ήταν οι γυναίκες -τρόπαια του κατακτητή, οι κλειδωμένες με ζώνες αγνότητας μέχρι να γυρίσει ο σταυροφόρος. Οι δικές μου πρόγονοι ήταν οι γυναίκες που για αιώνες συλήθηκαν, βασανίστηκαν τιμωρήθηκαν χωρίς να φταίνε. Αυτές που λαθραία ανάσαιναν, που έσερναν τα χρόνια τους μέσα στη σιωπή και την απαγόρευση. Οι δικές μου πρόγονοι περιμένουν από μένα δικαίωση. Περιμένουν ν’ ανοίξω δρόμους ελευθερίας γι’ αυτές που ακολουθούν. Για τα κορίτσια που θα γίνουν αύριο γυναίκες.