Σάββατο 02.11.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Πως η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει την πολιτική τετελεσμένων της Τουρκίας

κοτζιάς
31 Δεκεμβρίου 2019 / 10:23

Συνέντευξη του πρ. υπουργού Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά στην κυριακάτικη έκδοση (29.12.2019) της κυπριακής εφημερίδας Φιλελεύθερος και στον Κώστα Βενιζέλο.

-Πώς αξιολογείτε τις εξελίξεις στο Κυπριακό, όπως προδιαγράφονται μετά το δείπνο Γκουτέρες, Αναστασιάδη και Ακιντζί;
-Όσοι κράζανε μετά το Κραν Μοντανά ότι «χάθηκε η τελευταία ευκαιρία» καιρός να κάνουν αυτοκριτική. Δεν έχουν καταλάβει πώς δουλεύει το διεθνές σύστημα. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι πώς πάμε στην επόμενη διαπραγμάτευση, ποιοι είναι οι στόχοι; Όλοι μιλούν για «λύση του Κυπριακού», αλλά πολλοί εννοούν διαφορετικά πράγματα. Εγώ ορίζω αυτή τη λύση, πρωτίστως, ως την απαλλαγή από την κατοχή, καθώς και τη διασφάλιση της ειρηνικής και δημιουργικής συνύπαρξης όλων των κοινοτήτων και μειονοτήτων της Μεγαλονήσου.
Αντίθετα, κάποιοι την εννοούν, δυστυχώς, ως την ικανοποίηση των απαιτήσεων της άλλης πλευράς «προκειμένου να μη θυμώνει». Ενώ κάποιοι τρίτοι την κατανοούν αποκλειστικά ως τη διανομή του φυσικού αερίου, λες και το «Κυπριακό» γεννήθηκε μέσα από «τη μάχη» για κατανομή πόρων. 
 
-Θα υπάρξουν εξελίξεις; Η στάση της επίσημης Ελλάδας;
-Από την επίσημη ελληνική πλευρά δεν υπάρχει έμπνευση και επεξεργασία νέων θέσεων. Οδεύουμε σε μια επανάληψη παλιών λογικών. Δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να οδηγηθεί η Κύπρος σε οριστική και θεσμική κατοχυρωμένη διχοτόμηση. Όποιος νομίζει ότι σε μια τέτοια περίπτωση η Τουρκία θα «κάτσει ήσυχα» και δεν θα θέλει να καταλάβει όλο το νησί, κάνει μεγάλο λάθος.

-Μία πενταμερής μπορεί να αποδώσει; Τι σας έδειξε η προηγούμενη εμπειρία;
-Μέχρι τις διαπραγματεύσεις στην Ελβετία, Γενεύη και Κραν Μοντανά, η δική μας πλευρά έκανε υποχωρήσεις. Είχε γίνει πια παράδοση, σε κάθε επόμενη διαπραγμάτευση να θέτουμε ως αίτημα να κερδηθεί ό,τι απορρίψαμε στην προηγούμενη. Στο Κραν Μοντανά κάναμε μια τομή. Θέσαμε το Κυπριακό στην πραγματική του βάση ως διεθνές πρόβλημα, διότι ασφαλώς έχει και την εσωτερική του πτυχή. Θέσαμε το αίτημα της κατάργησης των Συνθηκών Συμμαχίας και Εγγυήσεων, που, για να μην ξεχνιόμαστε, τις εισήγαγε στη δεκαετία του
πενήντα ο Ε. Αβέρωφ, ασφαλώς ανοήτως.
Στην επόμενη διαπραγμάτευση πρέπει να ξεκινήσουμε έχοντας ως «ένα το κρατούμενο» τα θέματα που κερδίσαμε στο Κραν Μοντανά. Και αυτό διότι ήταν η πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια που πήραμε και δεν δώσαμε σε μια διαπραγμάτευση.
Ακόμα, να έχουμε ετοιμάσει προηγούμενα καλά τις σχέσεις μας με τους εταίρους μας εντός της ΕΕ και να έχουμε κάνει σαφή συζήτηση με τον ΟΗΕ, πριν από όλα τον ΓΓ του ΣΑ. Να ξέρουμε τι θέλουμε και ποιες ακριβώς είναι οι κόκκινες γραμμές μας, τις οποίες οφείλουμε να υπερασπιστούμε με νηφαλιότητα και πειστικότητα, αποτελεσματικά.
 
-Και; Είστε αισιόδοξος;
-Ομολογώ ότι έχω μία ανησυχία αν η πλευρά μας είναι επαρκώς προετοιμασμένη. Αν η συνεργασία Αθήνας – Λευκωσίας είναι αυτή που πρέπει να είναι και αν η Αθήνα νιώθει, ως οφείλει, την ιστορική της ευθύνη απέναντι στο Κυπριακό, που είναι εξάλλου έργο της χούντας των Αθηνών.
 
-Θα συμφωνήσετε πως η σημερινή ελληνική κυβέρνηση κρατά σκοπίμως αποστάσεις από τις εξελίξεις στο Κυπριακό;
-Κακώς η ελληνική κυβέρνηση κρατά αποστάσεις. Δεν συμφωνώ καθόλου με αυτή της την επιλογή. Οι σύμβουλοι του Κυριάκου Μητσοτάκη τού είπαν το απαράδεκτο να κρατηθεί μακριά από το Κυπριακό «για να μη χρεωθεί» τα όποια προβλήματα προκύψουν.
 Έχω πει πολλές φορές ότι στην Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδας μπορεί να διακρίνει κανείς in abstractum δύο ρεύματα. Το ένα θέλει να βρει δημιουργικές λύσεις. Το άλλο ζει από τη διαιώνιση των προβλημάτων. Το ένα είναι δημοκρατικό και ενεργητικό. Το άλλο παθητικό, αδρανές. Το ένα επιδιώκει συμμαχίες, το άλλο καταγγέλλει τις συμμαχίες. Το πρώτο δεν δειλιάζει, το δεύτερο είναι φοβικό. Το πρώτο έχει σχέδιο, ιδέες και προοπτικές. Το δεύτερο υποχωρεί άτακτα, συχνά «σκούζοντας».
 
-Ποιοι είναι οι εκφραστές αυτών των ρευμάτων;
-Το πρώτο ρεύμα είναι το ρεύμα που έκφραζε η εξωτερική πολιτική επί υπουργίας μου, το δεύτερο είναι αυτό της σημερινής ΝΔ. Το πρώτο βοήθησε να τεθεί η ουσία του Κυπριακού πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το δεύτερο μιλά ανόητα, «γελώντας». Δεν κατανοεί την πολιτική τετελεσμένων της Τουρκίας, δεν θέλει να ενοχληθεί από τις παραβιάσεις των Τούρκων στις κυπριακές θαλάσσιες ζώνες.
Δεν κατανοεί ότι με την πολιτική αδράνειας και κατευνασμού δίνει περιθώρια δράσης στην Τουρκία.
Η τελευταία διαβάζει προσεκτικά ποιο ρεύμα κυριαρχεί σε κάθε φάση στην εξωτερική μας πολιτική. Και όταν «βρίσκει», τότε «πράττει ανάλογα». Αυτό συμβαίνει και σήμερα.
 
-Μπορεί η Ελλάδα να διαδραματίσει ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο; Φαίνεται να μην αξιοποιεί διπλωματικά εργαλεία που διαθέτει. Φοβάται την Τουρκία; 
-Η εξωτερική πολιτική είναι τέχνη και επιστήμη. Απαιτεί πείρα και γνώση. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι απλά μια ακόμα «δημόσια σχέση», αλλά σε διεθνές επίπεδο. Δεν έχουν επάρκεια, δεν κατανοούν την ιστορική τους ευθύνη και το βάρος που κουβαλούν. Οι δυνατότητες της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι περισσότερες από το παρελθόν χάρις στις τριμερείς και τετραμερείς στις οποίες συμμετέχει μαζί με την Κύπρο, αλλά και γενικότερες πρωτοβουλίες όπως είναι η συνδιάσκεψη, «το πνεύμα» της Ρόδου. Αλλά αυτές δεν φτάνουν.
Η Τουρκία του 2020 δεν θα είναι η Τουρκία των αρχών του 2016. Κάθε άλλο. Είναι η Τουρκία των πραξικοπημάτων που απέτυχαν, του Πολέμου της Συρίας, της επιδίωξης να δείξει σε όλους ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς εκείνη στην περιοχή. Είναι μια Τουρκία στρατηγικά επιθετική, ιστορικά νευρική, νομικά αναθεωρητική δύναμη. Η Ελλάδα οφείλει να λάβει υπόψη της τη νέα πραγματικότητα και να δράσει προσεκτικά, υπεύθυνα και αποτελεσματικά. Χωρίς φοβικά σύνδρομα, αλλά και χωρίς επιπολαιότητες.

-Όταν διαμορφώσατε και προωθούσατε την πρόταση για την Ασφάλεια και τις Εγγυήσεις, ποιοι είχαν αντιδράσει αρχικά σε Αθήνα και Λευκωσία;
-Δεν ρωτάτε καλύτερα ποιοι δεν είχαν αντιδράσει; Οι λιγότεροι. Και ακόμα, ποιοι στηρίζαν μια τέτοια πολιτική; Πλην του Πρωθυπουργού και των πατριωτών πολιτικών συνεργατών και των πατριωτών διπλωματών στο υπουργείο σχεδόν κανείς. Κάποιοι αγράμματοι νομικοί είχαν κάνει επίσημο έγγραφο γιατί δεν δικαιούμαι να θέσω καν θέμα εγγυήσεων.
Οι οπαδοί της γραμμής Ανάν θύμωναν που δεν είχα διάθεση να υποχωρήσω. Αλλά και από την κυπριακή πλευρά είχα μεγάλες αντιστάσεις. Τώρα όλοι κάνουν τους πρωτοπόρους της γραμμής του Μοντανά.
Βλέπετε, στην Ελλάδα υπάρχουν δύο γραμμές, που ενώ φαίνονται αντίθετες, σκοπεύουν από κοινού να πνίξουν την ενεργητική δημοκρατική-πατριωτική εξωτερική πολιτική. Πρόκειται αφενός για τους οπαδούς των υποχωρήσεων. Της συμφωνίας με την άλλη πλευρά «για να τελειώνουμε». Αφετέρου, για αυτούς που ζουν από τη διαιώνιση των προβλημάτων.
Υπάρχουν και στην Κύπρο ανάλογες συμπεριφορές. Στην Αθήνα με μεγάλη προσοχή καταγράψαμε μια καμπάνια μίσους απέναντί μου. Ουδέποτε ξανά στην ιστορία υπήρξε τέτοια εχθρότητα απέναντι στην Αθήνα. Μια Αθήνα που αγαπούσε και αγαπά όσο ποτέ την Κύπρο, τους Κύπριους. Ποτέ δεν έγραψαν αυτοί οι κύκλοι τέτοια και τόσα λασπώδη κείμενα, ούτε καν ενάντια στην προδοτική χούντα των Αθηνών. Ήμουν ο κύριος εχθρός τους διότι δεν παραδόθηκα στα σχέδια όσων έκαναν και στήριξαν την κατοχή, στους ελιγμούς της Τουρκίας που κατέχει παράνομο τμήμα της Μεγαλονήσου. Ακόμα και σήμερα αυτές οι δυνάμεις παριστάνουν τους πιο αυθεντικούς οπαδούς της λύσης του Κυπριακού, με μεγάλη ασφαλώς δόση υποκρισίας και διγλωσσίας.
Στην πραγματικότητα, με λύση αυτές οι δυνάμεις εννοούν να «τελειώνουμε» με τις «εκκρεμότητες». Δεν τους ενδιαφέρει να «τελειώνουν» με το πρόβλημα με τρόπο που επιτέλους να λυθεί προς όφελος των Κυπρίων και όχι τρίτων. «Η ελληνική κυβέρνηση δεν κατανοεί ότι με την πολιτική αδράνειας και κατευνασμού δίνει περιθώρια δράσης στην Τουρκία».
 
-Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο με το Κυπριακό και την Κύπρο;
-Μου κάνει κατάπληξη ο τρόπος που επιτίθενται κάποιοι ενάντια στην Κυπριακή Δημοκρατία και την πολιτική ηγεσία της.
Προσωπικά, και όσο γνωρίζω, έχω να παρατηρήσω κάτι ανάλογο από την εποχή της χούντας. Αντίστοιχα, ο τρόπος που σταθερά μου επιτίθενται συγκεκριμένοι διεθνείς κύκλοι και τα φερέφωνά τους στη Λευκωσία δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Αυτοί οι κύκλοι στην Κύπρο ουδέποτε είχαν επιτεθεί με τέτοια μανία και φθόνο στους κατακτητές. Έβλεπα τις προάλλες κυριακάτικη κυπριακή εφημερίδα που δημοσίευε, ταυτόχρονα, τρία εξυβριστικά άρθρα και σκίτσα σε βάρος μου. Ουδέποτε ξανά είχαν τέτοια μέσα τόσο μεγάλη έλλειψη κάθε κανόνα ευπρέπειας απέναντι σε ελληνική κυβέρνηση. Ουδέποτε ξανά υποστηρίχτηκαν με τέτοιο πάθος από ανάλογους κύκλους τα τουρκικά συμφέροντα και πολιτικές. Συστηματικά υπονομεύουν όλα τα στηρίγματα της Μεγαλονήσου. Τις τριμερείς και τετραμερείς, τις συμμαχίες της, τις απαραίτητα καλές σχέσεις με Αθήνα, τα πρόσωπα που αγαπούν την Κύπρο και όχι το χρήμα. Δεν ξέρω, σας ρωτώ, επιδιώκουν να γίνουν οι νέοι Εφιάλτες του Ελληνισμού; Η Αθήνα κρατά αποστάσεις από την Κύπρο ` «Οι οπαδοί της γραμμής Ανάν θύμωναν που δεν είχα διάθεση να υποχωρήσω. Αλλά και από την κυπριακή πλευρά είχα μεγάλες αντιστάσεις. Τώρα όλοι κάνουν τους πρωτοπόρους της γραμμής του Μοντανά».
 
-Χρειάζεται να κινητοποιηθεί ο Ελληνισμός για να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα και πώς; 
-Πρώτα από όλα, πρέπει να κινητοποιήσουμε την ίδια την ελληνική κυβέρνηση, που κρατά αποστάσεις από το Κυπριακό. Να σταματήσει να το αντιμετωπίζει ως μία εκκρεμότητα που δεν την αφορά και πολύ. Δεύτερον, πρέπει να συγκινήσουμε την κοινή γνώμη, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Σε μας, μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης τάχθηκε με τους υπερεθνικιστές στο ζήτημα της λύσης του «Μακεδονικού». Τώρα, με τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό, αυτοί οι «εθνικόφρονες» τα έχουν χαμένα και πολλοί ανάμεσά τους κάνουν «τουμπεκί ψιλοκομμένο». Πρέπει, όμως, να κατανοήσουν ότι στα ζητήματα Κυπριακό και θαλάσσιες ζώνες παίζεται η αυτονομία και ιστορική συνέχεια του ίδιου του Ελληνισμού. Αν θα υποχωρήσει «στην πίεση των καιρών» ή όχι.
Χρειάζεται, στην Αθήνα, να δημιουργηθεί ένα κίνημα συμπαράστασης προς τον κυπριακό λαό. Επιτέλους πρέπει να βοηθήσουν οι Κύπριοι που ζουν στην Ελλάδα, αλλά να δράσει και η πρεσβεία σας. Εμείς, όσοι αγαπούμε την Κύπρο, προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα κίνημα συμπαράστασης με τη Μεγαλόνησο. Μας λείπουν τα υλικοτεχνικά μέσα. Αλλά, παρόλα αυτά, ελπίζω να τα καταφέρουμε.
 
-Πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν Ελλάδα και Κύπρος τις τουρκικές προκλήσεις στη θάλασσα;
-Εδώ και καιρό εξηγώ το πώς η Τουρκία μεθοδεύει την πολιτική της απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο ως προς τα δικαιώματά μας στη θάλασσα και στα ελληνικά νησιά. Το πρώτο που κάνει είναι να εμφανίζει ότι τα κράτη μας δεν έχουν δικαιώματα σε δικές μας περιοχές και νησιά. Κατόπιν, χαρακτηρίζει αυτές τις περιοχές ως «γκρίζες». Χαρακτηριζόμενες έτσι, στη συνέχεια, η Τουρκία δηλώνει ότι Ελλάδα και Κύπρος δεν μπορούν τάχα να ασκούν δικαιώματα σε αυτές τις θαλάσσιες περιοχές, στα ελληνικά νησιά και βραχονησίδες. Σε μια επόμενη φάση υποστηρίζουν ότι οι «γκρίζες ζώνες» ανήκουν, πλέον, στην Τουρκία και ότι εκείνη έχει δικαιώματα επ’ αυτών. Το κύριο και «τελικό», λοιπόν, είναι η προσπάθεια της Τουρκίας να μην ασκούμε τα δικαιώματά μας, με στόχο να τα εγκαταλείψουμε. Η Τουρκία δεν θέλει να τα πετύχει αυτά με πόλεμο.
Τα επιδιώκει με πιέσεις και απειλές πολέμου και θερμών επεισοδίων. Επιδιώκει να καταργήσει και να ιδιοποιηθεί τα δικαιώματά μας με δημιουργία παράνομων τετελεσμένων.
Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να καταλάβουν αυτή τη διαδικασία, να την αποκαλύψουν και να την αντιμετωπίζουν αποφασιστικά ήδη από τα αρχικά της στάδια. Τότε που είναι πιο εύκολο και τα μέσα πιο ήπια. Σε κάθε περίπτωση η παρουσία Κύπρου και Ελλάδας πρέπει να γίνεται στις περιοχές των δικαιωμάτων μας με όλα τα μέσα. Σε αυτό το τελευταίο βοηθούν και οι συμμαχίες. Και είναι άκρως «ενδιαφέρον» και ανησυχητικό ότι οι θεωρητικοί της πολιτικής «πίσω ολοταχώς» υβρίζουν την πολιτική των συμμαχιών με τις οποίες ισορροπούμε σε έναν βαθμό με την Άγκυρα. 
 
-Γιατί η Ελλάδα δεν προχωρά σε οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Κύπρο;
-Οτιδήποτε γίνει πρέπει να γίνει με προσοχή και διασφαλίζοντας τόσο τα συμφέροντά μας, όσο και την υλοποίησή και την προστασία τους. Δεν μπορεί να γίνει για το θεαθήναι. Με σοβαρότητα και πλήρη αξιοποίηση του διεθνούς δικαίου. Χρειάζεται να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα κίνημα συμπαράστασης στην Κύπρο 
 

 
-Όταν λέγατε να καταστεί η Κύπρος «κανονικό κράτος», εννοούσατε την κατάργηση εγγυήσεων και αποχώρηση στρατευμάτων. Υπάρχει και η εσωτερική πτυχή, που μπορεί να δημιουργήσει ένα κράτος προτεκτοράτο. Έτσι δεν είναι; 
-Κατ’ αρχάς, ένα από τα κέρδη μας στο Κραν Μοντανά ήταν η εισαγωγή εκ μέρους μου της πολύ απλής έννοιας του «κανονικού κράτους», και, κυρίως, η υιοθέτησή της από τον ΓΓ του ΟΗΕ. Τι σημαίνει Κύπρος «κανονικό κράτος» μέλος της ΕΕ και του ΟΗΕ; Ότι είναι ένα κράτος κυρίαρχο, εδαφικά ακέραιο, λειτουργικό και εθνικά ανεξάρτητο όπως είναι όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ και της ΕΕ. Δεν μπορεί να είναι ένα «κράτος ευνουχισμένο», μειωμένων δικαιωμάτων και δυνατοτήτων λειτουργίας. Σας θυμίζω ότι ο Άιντε επέμενε στη διατήρηση των εγγυήσεων, σε αντίθεση με τον ΓΓ του ΟΗΕ. Τότε του θύμισα ότι και η χώρα του, η Νορβηγία, υπόκειτο εγγυήσεων τρίτων κρατών από τότε που ήταν τμήμα του Βασιλείου «Σουηδίας – Νορβηγίας». Προκειμένου να ενταχθεί η χώρα του το 1927 στην Κοινωνία των Εθνών, απαίτησε η ίδια την άρση των εγγυήσεων. Και αυτό που ζήτησε η Νορβηγία στις αρχές του 20ού αιώνα, ισχύει, ως απαίτηση, πολύ περισσότερο στην εποχή μας που τελείωσε η αποικιοκρατία. Στο εσωτερικό για να είναι ένα κράτος «κανονικό» πρέπει να μπορεί να λειτουργεί. Αφενός, να μην υπόκειται σε συνεχές μπλοκάρισμα, να μη λειτουργεί ως «τυραννία της μειοψηφίας» και, αφετέρου, να διασφαλίζονται τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής Κοινότητας. Εκείνης. Όχι των παράνομων εποίκων. Όπως επίσης και των τριών μειονοτήτων.