Η μεταμνημονιακή αυτοεικόνα μας
βιβλιοκριτική
29 Μαΐου 2016
/ 08:25
Το παρατηρώ συχνά. Το ζήτημα της ελληνικής κρίσης που ξεκίνησε από τον τομέα της οικονομίας και απλώθηκε σαν φωτιά επί παντός επιστητού, προσκολλάται σε κάθε συζήτηση και απόπειρα ανάλυσης των τεκταινόμενων της καθημερινότητας.
Αυτό δεν είναι κάτι αναμενόμενο - καθώς σε παρόμοιες και χειρότερες κρίσεις του παρελθόντος της ελληνικής ιστορίας δεν δέσποζε σε τέτοιο βαθμό στη νοόσφαιρα αντίστοιχη μονομανία που πλέον οφείλεται εν πολλοίς σε συγκεκριμένες προδιαγραφές που επιβλήθηκαν και εν τέλει υπερίσχυσαν στο δημόσιο διάλογο. Πιο εμφανής παρεξήγηση είναι η ταύτιση του μνημονίου με την κρίση ενώ είναι σαφές ότι αυτό είναι συνέπειά της και όχι αιτία της. Οι τρόποι με τους οποίους διαμορφώθηκε η (αντι)μνημονιακή ατζέντα στον τύπο, στις τέχνες, στον αθλητισμό και στην καθημερινή συζήτηση είναι το αντικείμενο της συλλογής άρθρων του Επίκουρου Καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Βασίλη Βαμβακά, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκεντρο το 2014 με τον τίτλο 'Ο λόγος της κρίσης: Πόλωση, βία, αναστοχασμός στην πολική και δημοφιλή κουλτούρα'. Όλα τα παραπάνω συμπυκνώνονται στην έννοια της ‘δημοφιλούς κουλτούρας’ με πετυχημένο παράδειγμα το συλλογικό έργο που επιμελήθηκε ο Βαμβακάς με τον Παναγή Παναγιωτόπουλο 'Η Ελλάδα στη δεκαετία του '80: Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό'.
Η αγκαλιά του μανιχαϊσμού
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε θεματικές κατηγορίες που περιλαμβάνουν άρθρα δημοσιευμένα στην εφημερίδα 'TA ΝΕΑ' και στα περιοδικά 'The Books’ Journal', 'Athens Voice' την περίοδο 2011-2012, ένα μεγάλο εισαγωγικό άρθρο με το τίτλο ‘Αναγνώριση και παραγνώριση του λόγου για τη κρίση’ και μια ανακοίνωση εκφωνημένη στο συνέδριο του Ι.ΣΤ.Α.ΜΕ. το 2013. Σύμφωνα με τον Βαμβακά: ''Τα σχήματα ερμηνείας που κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο για την ελληνική κρίση θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε δύο. Το ένα που είναι αριστερής έμπνευσης, αλλά πολυσυλλεκτικής αποδοχής (και συχνά εθνικιστικής μετάφρασης), βλέπει την κρίση να ξεσπά εναντίον του ελληνικού ‘λαού’ κυρίως εξαιτίας των Μνημονίων και της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας που επεκτείνεται μέσω αυτών. Το δεύτερο έχει εκσυγχρονιστικές και φιλελεύθερες ορίζουσες (συχνά με άκριτη πίστη στην Ε.Ε. και τις επιβαλλόμενες πολιτικές της) και διαβλέπει την καταστατική αδυναμία της ελληνικής πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας να μπει - έστω και με αναγκαστικό τρόπο - στον κόσμο της νεωτερίκευσης. Έχουν φυσικά εμφανιστεί και ενδιάμεσες προσπάθειες ερμηνείας, οι οποίες όμως είτε έχουν μικρή επιρροή είτε υπό το πολωτικό κλίμα που διαμορφώνουν τα δύο ισχυρά σχήματα που υποστηρίζουν οι ‘μνημονιακοί’ και οι ‘αντιμνημονιακοί’ τείνουν να απορροφηθούν αυτοβούλως ή αναγκαστικά από τη μία ή την άλλη πλευρά''. Συχνά ο λόγος του Βαμβακά προσφέρει διεισδυτικές αναλύσεις όπως π.χ. της αντιμνημονιακής μερίδας στην αντιπαράθεση για την ΕΡΤ όπου: ''Δίπλα, δηλαδή, σε αυτούς που πουλάνε ρατσιστικό ή φαλλοκρατικό νταηλίκι για να προωθήσουν την τραγουδιστική πραμάτεια τους, παρατηρούμε μια παράλληλη, αν και διαφορετικής προέλευσης, τάση καλλιτεχνικού ριζοσπαστισμού, που δεν επιδιώκει την αισθητική εκλέπτυνση του δικαιολογημένου θυμού ο οποίος προκύπτει από την κρίση, αλλά αντίθετα την αντιδημοκρατική παρόξυνση ή τον ρομαντικό καθαγιασμό του. Κατ΄ αυτή την έννοια, φιλοφασιστικές διαθέσεις δεν εκφράζουν μόνο “βασιλιάδες” της νυχτερινής καψούρας, αλλά και ορισμένοι επιφανείς καλλιτέχνες από εκείνους που είχαν αναγάγει τον έρωτα σε κεντρικό αισθητικό και πολιτικοφιλοσοφικό διακύβευμα των σύγχρονων ναρκισσιστικών χρόνων''.
H ελπίδα στο βάθος
Το βιβλίο δεν παρουσιάζει με συστηματικό τρόπο τη θέση του συγγραφέα για τις αιτίες της ελληνικής κρίσης παρά μόνο ως συνοδευτικά συμπληρώματα κριτικής των δημοφιλών αντιμνημονιακών θέσεων. Καταγράφει όμως τις προτάσεις προς μια αντιμετώπιση της κρίσης μέσω της 'δημοφιλούς κουλτούρας της πλουραλιστικής κατανάλωσης' που θα προβάλει και θα διαχειριστεί απαιτητικές τηλεοπτικές παραγωγές, όπως η μεταφορά μυθιστορημάτων, και θα προβάλει νέες καθημερινές καταναλωτικές συνήθειες όπως η ανταλλαγή μεταχειρισμένων επίπλων, βιβλίων κ.τ.λ. Αυτή τη υπερνεωτερική ατομικότητα την οραματίζεται ο συγγραφέα εκτός επιρροής του εμπορικού πολιτικού μάρκετινγκ αλλά ως συνέχεια του πλουραλιστικού πλαισίου της δεκαετίας του 1980 όπου ''δίπλα στον fashion victim τουρίστα της Μυκόνου επιτρέπει την ανάπτυξη του εναλλακτικού τουρίστα π.χ. της Αστυπάλαιας ή των Κουφονησίων.''
Η αγκαλιά του μανιχαϊσμού
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε θεματικές κατηγορίες που περιλαμβάνουν άρθρα δημοσιευμένα στην εφημερίδα 'TA ΝΕΑ' και στα περιοδικά 'The Books’ Journal', 'Athens Voice' την περίοδο 2011-2012, ένα μεγάλο εισαγωγικό άρθρο με το τίτλο ‘Αναγνώριση και παραγνώριση του λόγου για τη κρίση’ και μια ανακοίνωση εκφωνημένη στο συνέδριο του Ι.ΣΤ.Α.ΜΕ. το 2013. Σύμφωνα με τον Βαμβακά: ''Τα σχήματα ερμηνείας που κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο για την ελληνική κρίση θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε δύο. Το ένα που είναι αριστερής έμπνευσης, αλλά πολυσυλλεκτικής αποδοχής (και συχνά εθνικιστικής μετάφρασης), βλέπει την κρίση να ξεσπά εναντίον του ελληνικού ‘λαού’ κυρίως εξαιτίας των Μνημονίων και της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας που επεκτείνεται μέσω αυτών. Το δεύτερο έχει εκσυγχρονιστικές και φιλελεύθερες ορίζουσες (συχνά με άκριτη πίστη στην Ε.Ε. και τις επιβαλλόμενες πολιτικές της) και διαβλέπει την καταστατική αδυναμία της ελληνικής πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας να μπει - έστω και με αναγκαστικό τρόπο - στον κόσμο της νεωτερίκευσης. Έχουν φυσικά εμφανιστεί και ενδιάμεσες προσπάθειες ερμηνείας, οι οποίες όμως είτε έχουν μικρή επιρροή είτε υπό το πολωτικό κλίμα που διαμορφώνουν τα δύο ισχυρά σχήματα που υποστηρίζουν οι ‘μνημονιακοί’ και οι ‘αντιμνημονιακοί’ τείνουν να απορροφηθούν αυτοβούλως ή αναγκαστικά από τη μία ή την άλλη πλευρά''. Συχνά ο λόγος του Βαμβακά προσφέρει διεισδυτικές αναλύσεις όπως π.χ. της αντιμνημονιακής μερίδας στην αντιπαράθεση για την ΕΡΤ όπου: ''Δίπλα, δηλαδή, σε αυτούς που πουλάνε ρατσιστικό ή φαλλοκρατικό νταηλίκι για να προωθήσουν την τραγουδιστική πραμάτεια τους, παρατηρούμε μια παράλληλη, αν και διαφορετικής προέλευσης, τάση καλλιτεχνικού ριζοσπαστισμού, που δεν επιδιώκει την αισθητική εκλέπτυνση του δικαιολογημένου θυμού ο οποίος προκύπτει από την κρίση, αλλά αντίθετα την αντιδημοκρατική παρόξυνση ή τον ρομαντικό καθαγιασμό του. Κατ΄ αυτή την έννοια, φιλοφασιστικές διαθέσεις δεν εκφράζουν μόνο “βασιλιάδες” της νυχτερινής καψούρας, αλλά και ορισμένοι επιφανείς καλλιτέχνες από εκείνους που είχαν αναγάγει τον έρωτα σε κεντρικό αισθητικό και πολιτικοφιλοσοφικό διακύβευμα των σύγχρονων ναρκισσιστικών χρόνων''.
H ελπίδα στο βάθος
Το βιβλίο δεν παρουσιάζει με συστηματικό τρόπο τη θέση του συγγραφέα για τις αιτίες της ελληνικής κρίσης παρά μόνο ως συνοδευτικά συμπληρώματα κριτικής των δημοφιλών αντιμνημονιακών θέσεων. Καταγράφει όμως τις προτάσεις προς μια αντιμετώπιση της κρίσης μέσω της 'δημοφιλούς κουλτούρας της πλουραλιστικής κατανάλωσης' που θα προβάλει και θα διαχειριστεί απαιτητικές τηλεοπτικές παραγωγές, όπως η μεταφορά μυθιστορημάτων, και θα προβάλει νέες καθημερινές καταναλωτικές συνήθειες όπως η ανταλλαγή μεταχειρισμένων επίπλων, βιβλίων κ.τ.λ. Αυτή τη υπερνεωτερική ατομικότητα την οραματίζεται ο συγγραφέα εκτός επιρροής του εμπορικού πολιτικού μάρκετινγκ αλλά ως συνέχεια του πλουραλιστικού πλαισίου της δεκαετίας του 1980 όπου ''δίπλα στον fashion victim τουρίστα της Μυκόνου επιτρέπει την ανάπτυξη του εναλλακτικού τουρίστα π.χ. της Αστυπάλαιας ή των Κουφονησίων.''