Πέμπτη 09.05.2024 ΚΕΡΚΥΡΑ

Η παρουσίαση του βιβλίου «Ένα δράμι δύναμης» στο Public

Βιβλιοπαρουσίαση
01 Nov 2016 / 13:14

Τι είπε ο Κερκυραίος συγγραφέας Νίκος Παργινός προλογίζοντας το βιβλίο του Γιώργου Τζιτζικάκη

«Με μεγάλη χαρά και ιδιαίτερη τιμή βρίσκομαι απόψε εδώ, στο πλευρό ενός ταλαντούχου νέου συγγραφέα για να πω δυο κουβέντες για το νέο του βιβλίο, που φέρει τον τίτλο: «Ένα δράμι δύναμης». Και νιώθω πραγματικά τυχερός που μου δίνεται και πάλι η δυνατότητα να συναντήσω ανθρώπους που αγαπούν το βιβλίο και την ανάγνωση και να καταθέσω και τη δική μου ταπεινή άποψη, γι’ αυτό, το νέο του δημιούργημα.

Η αρρώστια με την οκά έρχεται, με το δράμι φεύγει, λέει μια τουρκική παροιμία που συμπληρώνεται από μια άλλη, η οκά όπου κι αν πας, τετρακόσια δράμια έχει. Τετρακόσια όμως φαίνεται πως τα’ χει κι ο Γιώργος Τζιτζικάκης, ο συγγραφέας που τον Ιούνιο του περασμένου χρόνου, σε τούτον εδώ τον χώρο, είχα συναντήσει από κοντά για πρώτη φορά και είπα δυο λέξεις για εκείνον προλογίζοντας το βιβλίο του «τ’ αηδονιού το δάκρυ». Φαίνεται, πως πέρασα μάλλον τότε τις εξετάσεις και γι’ αυτό ο Γιώργος δείχνει να μ’ εμπιστεύεται και πάλι για να προλογίσω ετούτο το νέο του ιδιαίτερο βιβλίο.

Η αλήθεια είναι, πως παρότι γνωριζόμαστε με τον Γιώργο αρκετό καιρό διαδικτυακά, γνωριστήκαμε από κοντά μόλις πέρυσι. Ο Γιώργος είναι ένας άνθρωπος που πέρα από το συγγραφικό του ταλέντο θα ήθελα να τονίσω, πως διαθέτει σε υπερθετικό βαθμό και το χάρισμα της επικοινωνίας. Ως συγγραφέας, θαυμάζω πραγματικά την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει με τους αναγνώστες του, μ’ όλους αλλά και με κάθε έναν ξεχωριστά, σχέση που μπορεί να μας την πιστοποιήσει κι ο κάθε ένας από εσάς. Πέρα όμως από την χαρισματική προσωπικότητά του, που σε κερδίζει με το χαμόγελο και το πηγαίο χιούμορ του, ο Γιώργος δεν παύει να είναι κι ένας εξαιρετικός συγγραφέας

Δεν σας κρύβω, πως πριν «τ’ αηδονιού το δάκρυ» δεν είχα διαβάσει ποτέ κάτι δικό του. Και θυμάμαι πως ξεκίνησα να το διαβάζω έχοντας φοβηθεί για το περιεχόμενό του. Λίγο ο τίτλος, λίγο το κατακόκκινο εξώφυλλο, είχα φοβηθεί πως θα επρόκειτο για μια από εκείνες τις δακρύβρεχτες ερωτικές ιστορίες που διαβάζει η πλειονοψηφία των ελλήνων αναγνωστών (γυναίκες ως επί το πλείστον) που τρέχει το δάκρυ κορόμηλο και το κλάμα πάει σύννεφο. Ολοκληρώνοντάς το όμως, είχα σταθεί απέναντι από το κοινό, τότε, σ’ εκείνη την εκδήλωση, έχοντας απολαύσει την ανάγνωση του, καθώς επρόκειτο για μια εξαιρετικά δοσμένη ιστορία που σε παράσερνε καθώς τη διάβαζες.

Δεν σας κρύβω πως για τούτο, το νέο βιβλίο του Γιώργου, δεν είχα κανέναν ενδοιασμό και καμιά αναστολή καθώς ξεχυνόμουν άπληστα στις σελίδες του. Ήμουν σίγουρος, πως το βιβλίο που θα διάβαζα θα με κέρδιζε από τις πρώτες λέξεις και τις πρώτες σελίδες. Και δεν έκανα λάθος. Ο Γιώργος όμως βάλθηκε να με εκπλήξει για μια ακόμη φορά καθώς επιχειρούσε με τούτο το πόνημα να μας δείξει την άλλη όψη των πραγμάτων, μια εντελώς διαφορετική ιστορία.

Για να δημιουργήσεις ένα δυνατό βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις πρώτα απ’ όλα ένα δυνατό θέμα, κι αυτό το κάνει ο Γιώργος. Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Νο (από το Νόουτοκ) ή αλλιώς Στίβι, ένας αιματοβαμμένος γορίλλας της νύχτας, που έμαθε να μη μιλά πολύ για να μην προδίδει τη βορινή – μακεδονίτικη λαλιά του που βαστούσε από Καστοριά μεριά. Ο Νο λεγόταν κάποτε Λάμπρος, ζούσε στο χωριό του, στη λίμνη της Καστοριάς, ήταν ένα καλό παιδί που μιλούσε χωρίς σκέψεις και αναστολές για την προφορά του που τότε δεν αποτελούσε νυχτόβιο πρόβλημα. Καστοριά, Βόλος, Χανιά, Αθήνα, κόλαση. Το δρομολόγιο που χώριζε τον Λάμπρο από τον Νο.

Ο Τζιτζικάκης, στήνει καλά το παιχνίδι του στη σκακιέρα της συγγραφής. Ξέρετε,  εμείς οι συγγραφείς, να σας αποκαλύψω κάτι, δεν διαβάζουμε ποτέ τους συναδέρφους μας, έχουμε πάντα όμως την τάση να τους αναλύουμε. Δέστε, λοιπόν, κατά την ταπεινή μου άποψη, τι κάνει ο αγαπητός Τζιτζικάκης σε τούτο το βιβλίο. Από τη μια ο μοναχικός ήρωας του, ένας ήρωας που έχει βιώσει στο πετσί του την κόλαση του πεζοδρομίου, την ίδια κόλαση που μετέτρεψε τον Λάμπρο σε Νο. Κι από την άλλη η προσωπική πρόκληση, που μοιάζει να στοιχειώνει τη νέα του ζωή, η μελετημένη επιστροφή του μετά από έναν χρόνο στα κατατόπια της νύχτας για την απόδοση της δικαιοσύνης. Η πρόκληση που μετατρέπει τον Νο σε Στίβι, με απώτερο σκοπό τον εντοπισμό τριών γυναικών που άγγιξαν κάθε μια κι ένα διαφορετικό κομμάτι της καρδιάς του. Με την αναζήτηση αυτών των τριών κοριτσιών ξεκινά και η αφήγηση, και ο Νο, ανακαλύπτοντας τα ίχνη τους θα επιχειρήσει μια κατάδυση στον κόσμο του trafficking. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το στόρυ του βιβλίου. Τίποτα το εξαιρετικό ίσως μου πείτε, αλλά ο Γιώργος το πάει ακόμα παραπέρα, μας προκαλεί με τη γραφή του και τα διλλήματα του. Θέτει ως δόλωμα όλα τα παραπάνω, ελπίζοντας πως θα πέσουμε φαρδιοί πλατιοί στην παγίδα του, και μεταξύ μας, τα καταφέρνει. Δεν είναι σκοπός του ήρωα η διάσωση των τριών γυναικών αλλά η προσωπική εξιλέωσή του στον πρόχειρο καθρέπτη που έχει απέναντί του. Ο ψυχικός εξαγνισμός, μια μάχη όχι με τον υπόκοσμο και τους μπράβους της νύχτας μέσα σε παράνομα κυκλώματα, αλλά ένας μοναχικός πόλεμος με τις σκιές και το σκοτάδι στα μονοπάτια της αυτοκριτικής. Η αντίστροφη διαδρομή, η επιστροφή από τον Νο στον Λάμπρο, από τον γορίλα στο μικρό παιδί του χωριού της Καστοριάς, μια επιστροφή που πρέπει να αποστειρωθεί μέσω του Στίβι, του αναγεννημένου ήρωα που σελίδα με τη σελίδα ανδρώνεται και ξεδιπλώνει τα χαρίσματά του.

Ποτέ μην παρακαλάς για κάτι που έχεις τη δύναμη να κερδίζεις, υποστήριζε ο Θερβάντες και ο ήρωας του Τζιτζικάκη ακολουθεί κατά γράμμα τη συμβουλή του. Επιχειρεί να αποδράσει από το σκοτάδι και να αναμετρηθεί με τα θεριά της νύχτας, να σπάσει τον ιστό της αράχνης και να λυτρωθεί από μία ψυχοφθόρα κατάσταση. Σε τούτη την ύστατη μάχη θα αποτιμήσει την πορεία της ζωής του μνημονεύοντας το χρέος του στον ίδιο του τον εαυτό, ή ακόμα και την μάνα του. Το βιβλίο είναι μια ανατριχιαστική κατάθεση ψυχής, με προορισμό την εκδίκηση και τη λύτρωση.  Μια έγγραφη καταγγελία που σ' αναγκάζει να δεις κατάματα σκληρές αλήθειες και ταυτόχρονα να λυγίσεις μπροστά στις συγκλονιστικές αποκαλύψεις. Μα, πιστέψτε με, μιλώντας ως συγγραφέας, ξέρω πως μένει κάτι ακόμα, μια μικρή ειδοποιός λεπτομέρεια, που χρειάζεται, πέρα και πάνω από όλα τα προηγούμενα, για να μεταμορφώσει ένα απλά συμπαθητικό βιβλίο, σε κάτι πραγματικά καλό. Το περιτύλιγμα. Το περιτύλιγμα που θα σε κάνει να μπεις ακόμα περισσότερο στην ίδια την ιστορία του και θα σου χρυσώσει το χάπι της ανάγνωσης. Κι ο Γιώργος, επιτρέψτε μου, δεν το ξεχνά ούτε αυτό. Το περιτύλιγμα, στην προκειμένη περίπτωση είναι η γλώσσα. Η πένα του Γιώργου είναι στυγνή, το λεξιλόγιό του ταιριάζει απόλυτα με το περιεχόμενο της ιστορίας καθώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσεις για τον σκοτεινό υπόκοσμο της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης σάρκας. Αν επιλέξεις να καλλωπίσεις την γλώσσα σου καταλήγεις να οδηγήσεις τους αναγνώστες σου σε λανθασμένες εντυπώσεις. Ο Γιώργος επιλέγει το πρώτο πρόσωπο, τον άμεσο λόγο που μοιάζει με εξομολόγηση στον αναγνώστη.

Αυτό είναι και το περιτύλιγμα του βιβλίου, ο απόλυτος ρεαλισμός, η πλήρης απαλλαγή από συναισθηματισμούς και εξιδανικεύσεις, ο μονόλογος που σε παρασύρει σε μια εκ βάθρων αφήγηση χωρίς προκαθορισμένες φόρμες. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο διακατέχεσαι από ανάμεικτα συναισθήματα. Συγκίνηση από τη μια για τον ήρωα που μέσα από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια καταφέρνει μέσα από τον σκοτεινό υπόκοσμο της δράσης του να διασώσει την παιδική του αθωότητα. Ταυτόχρονα όμως βιώνεις και μια αποστροφή για όλα εκείνα τα αιματοβαμμένα κανάλια της νύχτας, που αντιλαμβανόμαστε πόσο κοντά μας δρουν. Στα θετικά του βιβλίου, τουλάχιστον για μένα προσωπικά, ο αντιήρωας κι όχι ήρωας Νο, που δεν μοιάζει με τους συνηθισμένους πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων, όπως επίσης και ο συνεχής αγώνας του συγγραφέα να διασώσει το δημιούργημά του σελίδα τη σελίδα, να τον βγάλει από τον βούρκο της αμαρτίας και να τον εξαγνίσει στα μάτια των αναγνωστών.

Ολοκληρώνοντας το βιβλίο, δεν σου κρύβω, αγαπητέ Γιώργο, πως ένιωσα, πιο δυνατός, ασχολούμενος με τις ανθρώπινες αδυναμίες, τον υπόκοσμο και την εξιλέωση, και σ’ ευχαριστώ, από τα βάθη της καρδιάς μου γι’ αυτό το μαγευτικό ταξίδι που μου χάρισες στις σελίδες του βιβλίου σου.

Θα κλείσω με δυο λόγια που όλοι τα ξέρουμε αλλά μετά το βιβλίο του Γιώργου, έχω την αίσθηση θα μας μείνουν χαραγμένα για τα καλά στη μνήμη. Ο Ευγένιος Σύης, ο Γάλλος συγγραφέας, υποστήριζε πως: η εκδίκηση, είναι ένα καλό πιάτο όταν σερβίρεται κρύο. Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ τον συμπλήρωσε λέγοντας πως: η εκδίκηση είναι γλυκιά και δεν παχαίνει. Διαβάζοντας το «ένα  δράμι δύναμης» του Γιώργου Τζιτζικάκη ο αναγνώστης γεύεται ένα κρύο διαιτητικό πιάτο. Καλή σας όρεξη! Σας ευχαριστώ».