Τώρα η έννοια του πατριωτισμού επανεμφανίζεται ως προστασία του εθνικού κεφαλαίου κι έτσι ως αναγκαία περιχαράκωση του απέναντι σε ό, τι υλοποιείται ασύδοτα κυρίως στο χρηματοοικονομικό cloud. Αμφισβητείται η ηθική της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και οι υπερεθνικοί θεσμοί που την επικουρούν. Τμήματα του κεφαλαίου, που είτε αντικειμενικά είτε για ιστορικούς λόγους, υστερούν στο οικουμενικό, οικονομικό στερέωμα, προβάλλουν τις δικές τους πολιτικές αξιώσεις. Επιχειρούν, και σε πολλές περιπτώσεις το κατορθώνουν, να ηγηθούν ευρείας κοινωνικής συμμαχίας, εκμεταλλευόμενα τις συνέπειες της οικουμενικής διαχείρισης στις καταναλωτικές δυνατότητες του λαουτζίκου, την επαπειλούμενη μεγαλύτερη συχνότητα των κρίσεων υπερσυσώρρευσης, τις ολοένα και πιο ακραίες κοινωνικές ανισότητες σε παγκόσμια κλίμακα, που τροφοδοτούν, εκτός των άλλων, και το ογκούμενο ρεύμα της μετανάστευσης. Πράγματι, το πιο πρόσφατο, ιστορικό ανάλογο στην πολιτική συμπεριφορά απαντάται στον μεσοπόλεμο (σ.σ. από 'κει και η νοσταλγία για ολοκληρωτικά, φασιστικά προτάγματα, σχήματα και μεθόδους).
Αποφεύγοντας την ηθικολογική παρελθοντολογία όμως, δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς τον νηφάλιο τρόπο με τον οποίον υποδέχτηκαν οι αγορές την νίκη της ιταλικής ακροδεξιάς, κατάσταση που αποδίδεται στην σιγουριά (σ.σ. των αγορών) ότι τα περιθώρια άσκησης ριζοσπαστικής πολιτικής, κυρίως στην οικονομία, είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Η πεποίθηση αυτή τεκμαίρεται και από την αποδοχή των δυνατοτήτων με το στρογγύλεμα του κοινού προγράμματος των εταίρων της νικήτριας των ιταλικών εκλογών συμμαχίας.
Επιπλέον υπογραμμίζεται και η αποτυχία της επιλογής να διαχειριστούν τις οικονομικές κρίσεις απευθείας οι τραπεζίτες/τεχνοκράτες, με την πολιτική διαμεσολάβηση να παραμένει συμπληρωματική, επικουρική. Το υπόδειγμα εμφανίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα σε Ελλάδα και Ιταλία (σ.σ. Παπαδήμος και Μάριο Μόντι), και είχε ως προϋπόθεση τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του εκλεγμένου πρωθυπουργού (σ.σ. Παπανδρέου, Μπερλουσκόνι) και τούτο ανεξαρτήτως ποια γνώμη μπορεί να έχει κανείς για την επάρκεια και τις δυνατότητες τους.
Η σαλαμοποίηση αρχικά των πολιτικών σχηματισμών υπ' αυτήν την ατμόσφαιρα, τροφοδοτεί την αναξιοπιστία που επικαλείται η ακροδεξιά, εκτοξευόμενη εδώ κι εκεί στις εκλογικές προτιμήσεις. Παρά ταύτα, η μεγάλη εικόνα εξακολουθεί να περιγράφεται από τη μετακίνηση του πλούτου από τη Δύση στην Ανατολή, την εγγενή αδυναμία αποτροπής των ολοένα και συχνότερων κρίσεων υπερσυσώρρευσης, ακολούθημα της ιλιγγιώδους συγκέντρωσης του πλούτου σε λίγα χέρια, επιπροσθέτως την δυσκολία της παλιάς πολιτικής να εμπνεύσει ώστε να αντιμετωπίσει το αίτιο, όχι το αιτιατό.