Νοσταλγώ την Κέρκυρα, τώρα αποκλεισμένος εδώ!
Alberto Cotrona
08 Απριλίου 2020
/ 10:40
Ενα άρθρο με θέμα την Κέρκυρα, με αφορμή την καραντίνα ενός Ιταλού στην Αθήνα και την έπαρση της ιταλικής σημαίας στη Βουλή.
“Ήρθα σαν ξένος στη ζωή”. Ένα παλιό ελληνικό τραγούδι έπαιζε στο κίτρινο ταξί, ένα Toyota ταλαιπωρημένο από τους κακοστρωμένους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, καθώς κατέβαινα την οδό Λοκρίδος, με προορισμό τα Εξάρχεια. Και αμέσως μου έρχεται στο μυαλό η Καλαβρία, και όχι μόνο λόγω: του ονόματος του δρόμου και της γυαλιστερής μπαλωμένης ασφάλτου, Λοκρίδα σαν τη δικιά μου στην απέναντι όχθη του Ιονίου, των πεζοδρόμιων με πλάκες διακεκομμένες από νεραντζιές με τον καρπό βρώσιμο μόνο για κεντροευρωπαίους με τεράστια – άριστα λειτουργικά μεν – σακίδια στους ώμους. «Αντιφατική» είναι το πιο συνηθισμένο επίθετο, λέξη παρήγορη και ουδέτερη και ως εκ τούτου λάθος λέξη. «Βρώμικη». «αναρχική», «επαναστατική», μέχρι το φθαρμένο και όμως ανθεκτικό οξύμωρο «οργανωμένη αταξία». Ένας τόπος γυμνός στα λόγια των άλλων. Δεν υπάρχει τίποτα αντιφατικό στα ζεστά Εξάρχεια, σε όλη την Αθήνα, στη Μεσόγειο, στην Καλαβρία. Πρόκειται για τόπους οι οποίοι είναι πλήρως συνεπείς με τη δική τους ιστορία και με την ιστορία του κόσμου.
Ζω σχεδόν εδώ και δεκαπέντε χρόνια ανάμεσα σε Βένετο, Ελλάδα και Καλαβρία. Στη Λοκρίδα της Καλαβρίας, πέρασα πολλά καλοκαίρια και λίγους χειμώνες, βιώνοντάς τη σαν μισή πατρίδα, με την άλλη μισή πιο πάνω, κοντά στους Βόρειους άνεμους και στον υγρό παγετό του χειμώνα, δίπλα στη μετέωρη Βενετία. Επομένως, τη ψάχνω συνεχώς, στη δουλειά μου με τα ευρωπαϊκά προγράμματα, στις επανειλημμένες συναισθηματικές μετακινήσεις. Και τη βρίσκω, στις αυγές όταν η άμμος, σε μορφή ομίχλης, καταλαμβάνει την παραλιακή οδό 106 και η Περσεφόνη φαντάζει να εμφανίζεται από τα προφίλ των πέτρινων σπιτιών, ακυρώνοντας τα θαλάσσια μίλια και τα χερσαία χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από την Ελευσίνα. Τη βρίσκω στη Λακωνία, στη Μονεμβάσια, περικυκλωμένος από βενετσιάνικα τείχη και κατακλυσμένος από τη μυρωδιά των εσπεριδοειδών και του μούστου του λευκού, βενετσιάνικου κρασιού με όνομα Μαλβαζία.
Ωστόσο, μονάχα στην Κέρκυρα όχι μόνο βρίσκω αλλά συναντώ, βλέπω και όχι μόνο κοιτάζω ίχνη, ίσως καλύτερα: τεκμήρια, των δυο μισών της Ιταλίας μου, που τώρα, σε μέρες καραντίνας, απέχει και λείπει όπως ποτέ. Εκεί στο Ανατολικό Ιόνιο, στο νησί των Φαιάκων, των βγαλμένων από τις σελίδες των ομιχλωδών ημερών του ενετικού λυκείου μου και της λαμπρής Βενετίας, στα τέλεια ιταλικά της προϊσταμένης εφόρου αρχαιοτήτων Τένιας Ρηγάκου, μια κομψή Σπαρτιάτισσα ερωτευμένη με την Ιταλία, όταν χαμογελάει νοσταλγικά σκεπτόμενη τη Πιάτσα Σαν Μάρκο και συγκινείται ελαφρά με τις αναμνήσεις της πομπής για τη Μαρία (Παναγία) που γίνεται, εδώ και αιώνες, στον Κρότωνα, στην πόλη δηλαδή του αδελφού του Αλκίνοου. Στις κουβέντες με τον καθηγητή Κεντρωτή, που με πηγαίνουν πίσω σε μία Ιταλία τόσο γοητευτική όσο δεν υπήρξε ποτέ, για μένα τουλάχιστον, σαν να τη γνώριζα για πρώτη φορά ακούγοντάς τον να μιλάει για ιταλίδες λαϊκές τραγουδίστριες και για ευγενείς λογοτέχνες, ισάξια, με μία δημοκρατία του λόγου που η Ελλάδα μόνο μπορεί να ενσταλάξει. Στις συνταγές και στις ιστορίες της Μαρίνας Μπέσκα, που μετατρέπουν τη δουλειά σε διασκέδαση (μαζί αναπτύσσουμε το πρότζεκτ MedTaste) και στις μνήμες από το ταβερνάκι της, ο, τι πιο επικό μπορεί να βρει ο ξένος όταν δέσει στην Κέρκυρα. Στην ανάποδη, σύγχρονη ξενιτιά του Τζοβάννι με το εστιατόριό του στην πλατεία Δημαρχείου. Στις λέξεις γεμάτες συμπόνια του Δημήτρη, στο τιμόνι του ΙΕΚ, που κουβαλάνε θαυμασμό και ανησυχία για την γειτόνισσα χώρα. Στη φασαρία της λαϊκής αγοράς και των αυτοκινήτων παρκαρισμένων παντού. Στην αφέλεια ανακατεμένη με αίσθημα ανωτερότητας πολλών τουριστών, ή μάλλον πολλών από εμάς. Σε όλα αυτά, συναντώ μέσω της Κέρκυρας, ή μέσα της, τον κόσμο.
Η Κέρκυρα με την προδιαγεγραμμένη τάση της προς την κίνηση, αφετηρία πέρασμα και προορισμός: μια κινούμενη ιδέα σε ένα κόσμο, τώρα, βουλιαγμένο στη νόσο. Προχτές στη δυτική πρόσοψη της Βουλής, λιγοστά μέτρα από εκεί από που γράφω, βάλανε τη σημαία της Ιταλίας σε ένδειξη συμπαράστασης και τώρα κυματίζει στεγνή απέναντι από μια ανύπαρκτη λαοθάλασσα. Ήρθα σαν ξένος, ίσως να μην ξαναφύγω ξένος. Φυσάει λίγο, στο μπαλκόνι έπεσαν από το δενδράκι τρία κουμκουάτ στο δάπεδο.
Ζω σχεδόν εδώ και δεκαπέντε χρόνια ανάμεσα σε Βένετο, Ελλάδα και Καλαβρία. Στη Λοκρίδα της Καλαβρίας, πέρασα πολλά καλοκαίρια και λίγους χειμώνες, βιώνοντάς τη σαν μισή πατρίδα, με την άλλη μισή πιο πάνω, κοντά στους Βόρειους άνεμους και στον υγρό παγετό του χειμώνα, δίπλα στη μετέωρη Βενετία. Επομένως, τη ψάχνω συνεχώς, στη δουλειά μου με τα ευρωπαϊκά προγράμματα, στις επανειλημμένες συναισθηματικές μετακινήσεις. Και τη βρίσκω, στις αυγές όταν η άμμος, σε μορφή ομίχλης, καταλαμβάνει την παραλιακή οδό 106 και η Περσεφόνη φαντάζει να εμφανίζεται από τα προφίλ των πέτρινων σπιτιών, ακυρώνοντας τα θαλάσσια μίλια και τα χερσαία χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από την Ελευσίνα. Τη βρίσκω στη Λακωνία, στη Μονεμβάσια, περικυκλωμένος από βενετσιάνικα τείχη και κατακλυσμένος από τη μυρωδιά των εσπεριδοειδών και του μούστου του λευκού, βενετσιάνικου κρασιού με όνομα Μαλβαζία.
Ωστόσο, μονάχα στην Κέρκυρα όχι μόνο βρίσκω αλλά συναντώ, βλέπω και όχι μόνο κοιτάζω ίχνη, ίσως καλύτερα: τεκμήρια, των δυο μισών της Ιταλίας μου, που τώρα, σε μέρες καραντίνας, απέχει και λείπει όπως ποτέ. Εκεί στο Ανατολικό Ιόνιο, στο νησί των Φαιάκων, των βγαλμένων από τις σελίδες των ομιχλωδών ημερών του ενετικού λυκείου μου και της λαμπρής Βενετίας, στα τέλεια ιταλικά της προϊσταμένης εφόρου αρχαιοτήτων Τένιας Ρηγάκου, μια κομψή Σπαρτιάτισσα ερωτευμένη με την Ιταλία, όταν χαμογελάει νοσταλγικά σκεπτόμενη τη Πιάτσα Σαν Μάρκο και συγκινείται ελαφρά με τις αναμνήσεις της πομπής για τη Μαρία (Παναγία) που γίνεται, εδώ και αιώνες, στον Κρότωνα, στην πόλη δηλαδή του αδελφού του Αλκίνοου. Στις κουβέντες με τον καθηγητή Κεντρωτή, που με πηγαίνουν πίσω σε μία Ιταλία τόσο γοητευτική όσο δεν υπήρξε ποτέ, για μένα τουλάχιστον, σαν να τη γνώριζα για πρώτη φορά ακούγοντάς τον να μιλάει για ιταλίδες λαϊκές τραγουδίστριες και για ευγενείς λογοτέχνες, ισάξια, με μία δημοκρατία του λόγου που η Ελλάδα μόνο μπορεί να ενσταλάξει. Στις συνταγές και στις ιστορίες της Μαρίνας Μπέσκα, που μετατρέπουν τη δουλειά σε διασκέδαση (μαζί αναπτύσσουμε το πρότζεκτ MedTaste) και στις μνήμες από το ταβερνάκι της, ο, τι πιο επικό μπορεί να βρει ο ξένος όταν δέσει στην Κέρκυρα. Στην ανάποδη, σύγχρονη ξενιτιά του Τζοβάννι με το εστιατόριό του στην πλατεία Δημαρχείου. Στις λέξεις γεμάτες συμπόνια του Δημήτρη, στο τιμόνι του ΙΕΚ, που κουβαλάνε θαυμασμό και ανησυχία για την γειτόνισσα χώρα. Στη φασαρία της λαϊκής αγοράς και των αυτοκινήτων παρκαρισμένων παντού. Στην αφέλεια ανακατεμένη με αίσθημα ανωτερότητας πολλών τουριστών, ή μάλλον πολλών από εμάς. Σε όλα αυτά, συναντώ μέσω της Κέρκυρας, ή μέσα της, τον κόσμο.
Η Κέρκυρα με την προδιαγεγραμμένη τάση της προς την κίνηση, αφετηρία πέρασμα και προορισμός: μια κινούμενη ιδέα σε ένα κόσμο, τώρα, βουλιαγμένο στη νόσο. Προχτές στη δυτική πρόσοψη της Βουλής, λιγοστά μέτρα από εκεί από που γράφω, βάλανε τη σημαία της Ιταλίας σε ένδειξη συμπαράστασης και τώρα κυματίζει στεγνή απέναντι από μια ανύπαρκτη λαοθάλασσα. Ήρθα σαν ξένος, ίσως να μην ξαναφύγω ξένος. Φυσάει λίγο, στο μπαλκόνι έπεσαν από το δενδράκι τρία κουμκουάτ στο δάπεδο.